Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

από τον "Οθέλλο" του William Shakespeare




(Πράξη Γ', Σκ. 3, μτφ. Κώστας Καρθαίος)




ΟΘΕΛΛΟΣ:   Παρακαλώ μίλησε όπως στοχάζεσαι,
                           όπως μιλείς στο νου σου,
                           και δώσε στη χειρότερή σου σκέψη τα χειρότερα λόγια σου.

ΙΑΓΟΣ:   Συγνώμη, καλέ μου κύριε·
              μ’ όλο που είναι χρέος μου να σε υπακούω σε ό,τι γυρεύει η υπηρεσία μου,
              δεν έχω τέτοιο χρέος σε ό,τι είναι ελεύθερος και ο κάθε δούλος.
              Να φανερώσω ό,τι περνάει στο νου μου;
              Και αν είταν τίποτ’ άδικο ή κακόβουλο;
              Ποιο είν’ το παλάτι όπου δεν μπαίνει κάποτε καμιά ατιμία;
              Ποιος έχει τόσο καθαρή καρδιά, που να μην κάνει μέσα της συμβούλιο
              και δικαστήριο κάποια ακάθαρτη υποψία μαζί με τίμιους λογισμούς;

ΟΘΕΛΛΟΣ:   Κάνεις, Ιάγο, προδοσία στο  φίλο σου,
                       Άμα πιστεύεις πως τους γίνεται άδικο,
                       Και αφήνεις να είναι ξένοι για τα αφτιά σου οι στοχασμοί σου.

ΙΑΓΟΣ:   Σ’ εξορκίζω, κύριε…
              Είναι άδικο, ίσως, αυτό που στοχάζομαι.
              Γιατί τ’ ομολογώ:
              εγώ από φυσικού μου την κατάρα να βάζει ο νους μου το κακό.
              Συχνά στη φαντασία μου πλάθεται από τίποτε το χειρότερο κρίμα.
              Γι’ αυτό πρέπει να μη δίνει η σοφία σου προσοχή
              στη γνώμη ενός ανθρώπου που έτσι εύκολα μπορεί να πλανεθεί·
              κι ούτε να τυραννιέσαι για όσα του έτυχε αόριστα και πλανερά να δει,
              καμιά φορά, ή ν’ ακούσει.
              Δεν θα ήτανε καλό, ούτε για τη χάρη σου και για την ησυχία σου·
              ούτε θα ταίριαζε στον αντρισμό μου ή την τιμιότητά μου,
              κι ούτε στη φρονιμάδα μου, αν άφηνα να μάθεις τι στοχάζομαι.

ΟΘΕΛΛΟΣ:   Τι θες να πεις;


ΙΑΓΟΣ:   Η τιμή, κύριέ μου, στον άντρα ή στη γυναίκα
              είναι το πρώτο απ’ όλα τα στολίδια της ψυχής τους.
              Όποιος μού κλέψει το πουγγί, μού κλέβει κάτι πολύ φτηνό: ένα τίποτα.
              Είταν δικό μου, είναι δικό του κι είταν δούλος
σε χίλια αφεντικά.
              Μα όποιος μού πάρει το καλό μου το όνομα,
              μού παίρνει κάτι που δεν τον πλουτίζει αυτόν τον ίδιο,
              και με κάνει εμένα, στ’ αληθινά, φτωχό.

ΟΘΕΛΛΟΣ:   Για το Θεό, θέλω να μάθω τι στοχάζεσαι!

ΙΑΓΟΣ:   Αυτό δε θα γινότανε κι αν είταν στο χέρι σου η καρδιά μου,
              ούτε θα γίνει, όσο είναι στη δική μου φύλαξη

ΟΘΕΛΛΟΣ:   Α!

ΙΑΓΟΣ:   Ω, κύριέ μου, φυλάξου από τη ζήλεια!
               Είναι ένας δράκος με πράσινα μάτια που εξευτελίζει την ίδια τη σάρκα που τόνε τρέφει.
               Και είναι ευτυχισμένος ο απατημένος άντρας που βέβαιος για τη μοίρα του,
               σιχαίνεται, αυτήν που τον ντροπιάζει.
               Όμως τι μάρτυρας είναι όποιος αγαπάει,
               και τον παιδεύει η αμφιβολία· που έχει υποψίες και τον φλογίζει ο έρωτας!

ΟΘΕΛΛΟΣ:   Ω, δυστυχία!

ΙΑΓΟΣ:   Όποιος είναι φτωχός κι είναι ευχαριστημένος, είναι πλούσιος, και πλούσιος αρκετά.         
              Όμως τα πλούτη, όσα πολλά κι αν είναι, είναι φτωχά σαν το χειμώνα
              για όποιον ζει πάντα με το φόβο μην τα χάσει.
              Ω, σπλαχνικοί ουρανοί, φυλάτε την ψυχή όλης της γενιάς μου από τη ζήλεια!

ΟΘΕΛΛΟΣ:   Πώς! Τι θες να πεις;
                      Θαρρείς, μπορώ να ζήσω τη ζωή μου με αιώνια ζήλεια;
                      Να ακολουθώ τις αλλαγές των φεγγαριών όλο και με καινούργιους φόβους;
                      Όχι.
                      Μια και θα ‘ρθει η υποψία, πρέπει με μιά να ‘ρθεί μαζί κι η απόφαση.
                      Μπορείς να πεις, αν θες, πως δεν αξίζω πιότερο από έναν τράγο,
                      εάν ποτέ παραδώσω την ψυχή μου
                      σε τέτοια κούφια κι αστήριχτα πλάσματα της φαντασίας,
                      πιστεύοντας τους φόβους σου.
                      Κανείς δε θα με κάνει να ζηλέψω
                      λέγοντας πως είν’ όμορφη η γυναίκα μου, πως ζει καλά,
                      αγαπάει τις συντροφιές, ή πως μιλάει ελεύθερα και τραγουδεί και παίζει και χορεύει.
                      Όπου υπάρχει αρετή, όλα αυτά μεγαλώνουν την αξία της.
                      Μα ούτε οι δικές μου ατέλειες μού γεννούν κανένα φόβο
                      ή αμφιβολία για την αγάπη της.
                      Γιατί είχε μάτια και με διάλεξε.
                      Όχι, Ιάγο,
                      Θέλω να ιδώ πριν να ‘ρθει η υποψία.
                      Και άμα έρθει, θέλω απόδειξη.
                      Κι όταν δοθεί η απόδειξη, δε μένει τίποτ’ άλλο από τούτο:
                      ευτύς να λείψουν και η αγάπη και η ζήλεια…



William Shakespeare (1564 - 1616) 

Έλλη Βασιλάκη