Στην φωτογραφία (1955) ο κος Μάκης, από το αρχείο της οικογένειας Νοταρά.
Μια όμορφη, συγκινητική περιγραφή της Ερμιόνης του χθες, από τον κύριο Μάκη Νάκο στην ιστοσελίδα του κου Γ. Νοταρά (Αλιβάνιστος). Μια καταγραφή της ιστορίας μας πολύτιμη.
Τους ευχαριστούμε!
H Μαρκό ήταν βελγίδα και όταν απεβίωσε ο σύζυγος της ειρθε στην
Ερμιόνη επιδιόρθωσε το σπίτι ανατολικά του Αγίου Γιάννη το οποίο ανήκει στην
εκκλησία των ταξιαρχών και όταν ερχόταν στην Ελλάδα διέμενε σε αυτό, όταν δε
απεβίωσε περιήλθε πάλι στη διαχείριση της εκκλησίας των Ταξιαρχών. Η αείμνηστος
Μαρκό δεν αγάπησε μόνο την Ερμιόνη αφού φύτεψε πεύκα κατά μήκος της παραλίας
από την οικία του Νίκου του Δέδε μέχρι τον Κάβο, αλλά και τους Ερμιονίτες από
το γεγονός ότι δίδαξε άμισθη πολλούς νέους ξένες γλώσσες Ο
δρόμος τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα από Άγιο Γιάννη μέχρι Κάβο, Κaza Dei,
ήταν ένα μονοπάτι και στο σημείο αυτό σταματούσε ,από κάτω ήταν γκρεμός και
θάλασσα, έπρεπε να κάνουμε δεξιά σε ένα μικρό σοκάκι από το καρνάγιο του μάστρο
Γιάννη του Κοτταρά και αμέσως αριστερά για να βγούμε πάνω από το σπίτι της
οικογένειας Αρβανιτάκη, (Σημερινό Κρινή)και από το σπίτι του Βλαχοδημήτρη και
να βγούμε στη γωνία του σπιτιού του Μπάρμπα Κώστα του Προκοπίου (Σημερινό σπίτι
Κώστα Φασιλή)και Κοσμά Βρεττού σε αυτό το μονοπάτι ήταν μόνο το σπίτι της
οικογένειας Παπαφράγκου και πίσω από τον κάβο ήταν το σπίτι του Σωτήρη του
Καλιάνου και δίπλα και ανατολικά το σπίτι του γιατρού Απόστολου Παπαβασιλείου
σημερινό Γηροκομείο και το Δημοτικό σχολείο (Κοινοτικό γραφείο) απέναντι ήταν
το ταχυδρομείο το οποίο και μέχρι τίς αρχές του 1940 ήταν στο σπίτι της
οικογένειας Άννας Μαστράκη (Σαρρή). Το σχολείο είχε κτιστεί πριν από τον πόλεμο
από τον Γεώργιο Παπανδρέου πατέρα του Ανδρέα όταν ήταν υπουργός παιδείας
η βορειανατολική αίθουσα κτίστηκε το 1939 και η
βορειοδυτική
πολύ αργότερα και έτσι πήρε τη σημερινή μορφή σε σχήμα Π. Η αστυνομία ήταν
μέχρι και το 55 σε ένα διώροφο σπίτι του Απόστολου του Κατσογιώργη, στον επάνω
όροφο ήταν το γραφείο της Αστυνομίας και κάτω το κρατητήριο.
Στη διαδρομή από Άγιο Γιάννη μέχρι τον κάβο ήταν οι δύο μπανιέρες
που κάνανε μπάνιο. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά στις οποίες μάθαμε και εμείς
μπάνιο με τις νεροκολοκύθες, μια ήταν του μαστρο Γιάννη κάτω από τον κάβο και η
άλλη στη συκιά κάτω από το Σημερινό σπίτι της Ηρώς Λαζαρίδου, δίπλα δεξιά από
το μαδέρι στη μέση λίγο δεξιά από την ταβέρνα Τζιέρι ήταν το Κουλούρι για
τους άνδρες και ανοικτά γινόντουσαν τα μπέλ μίξ δηλαδή άνδρες και γυναίκες.
Επίσης υπήρχε και μια στη Μαγγούλα, εκεί προς το γκουρουμέση που κολυμπούσαν οι
μηλιώτες, διότι κάθε μαχαλάς είχε και την ονομασία του, Μηλιώτες, Μανδρακίωτες,
λιμανιώτες, Μπιστιώτες, και μια φορά είχε γίνει πετροπόλεμος στη πλατεία που
ήταν το καφενείο του Γιάννη του Γκάτσου, πατέρα του Φάνη του Γκάτσου, μεταξύ
Μυλιωτών και λιμανιωτών που άφησε εποχή, αρχηγός των Μυλιωτών ηταν ο Αντώνης ο
Κολυμπάδης (Μπαρμπάτσης) Και των λιμενιωτών ο Πάνος ο Μερτύρης (Πανούτσος).
..........................................................................................................
Στα Μανδράκια εκεί που είναι τώρα το σουβλατζίδικο του Χρήστου του
Παπαμιχαήλ, ήταν το καφενείο του Κώστα Κουτούβαλη, παππού του Κώστα του
Κουτουβαλη, που ασχολείται με την ξυλουργική. Δίπλα ήταν το πατρικό σπίτι της
Ανθούλας της Λαζαρίδου- Δουρουκου και της Ηρώς, όπως είναι σήμερα και μέσα στην
αυλή ήταν το λιοτρίβι του πατέρα τους Νίκου Λαζαρίδου, συνέχεια στην καφετέρια
εν λευκώ, ήταν το λιοτρίβι των αδελφών Μήτσου και Αχιλλέα Μερτύρη και πολύ
αργότερα το ναυπηγείο του Λάζαρου Οικονόμου (Λούη). Στην καφετέρια των αδελφών
Παλυβού, ήταν το σπίτι με αυλή των αδελφών Γεωργίου Ταρούση (Κουζούμη) και
μπροστά στη φάτσα, ήταν μαγαζί με είδη αλιείας, χονδρική πώληση σιγάρων και στο
βάθος ένα μικρό υπόγειο με βαρέλια κρασί του Νίκου Λαζαρίδη. Δίπλα μετά το
στενό δρομάκι, ήταν το σπίτι των αδελφών Οικονόμου, που μπροστά στη φάτσα, ήταν
το καφενείο <Τροκαντερό> του Γιάννη του Οικονόμου, που το είχε
ονομάσει έτσι, από μία διάσημη περιοχή του Παρισιού με ξενοδοχεία και δημοφιλή
κέντρα διασκέδασης. Μπροστά στη θάλασσα είχε φτιάξει ένα μανδράκι μπαζωμένο με
χώμα και πέτρες, το καλλίτερο από την πλευρά των Μανδρακιών που μπορούσαν να
αράξουν και μικρά καΐκια, έβγαζε και τραπεζάκια με καρέκλες και τα
καλοκαίρια πίναμε γκαζόζα και το υποβρύχιο βανίλια, στη αίθουσα του καφενείου
πολλές φόρες το χειμώνα, ερχόντουσαν περιοδεύοντες θίασοι (Μπουλούκια)και
έπαιζαν θέατρο γιατί θυμάμαι μια χρονιά εγώ είχα δει τη Γενοβέφα στα Μανδράκια
γινόντουσαν πολλές εκδηλώσεις, διασκέδασης τις αποκριές με τους μασκαράδες,
όταν ερχότανε και ο συμμαχικός στόλος μέχρι το 1938 έβγαινε ορχήστρα από τα
πλοία και έπαιζαν διάφορους σκοπούς της εποχής και το εμβατήριο της
ποδοσφαιρικής ομάδας και έπαιζε με τον ΕΡΜΉ στα αλώνια τα δε Χριστούγεννα και
Αγίου Βασιλείου γινόταν ο χαμός, με το ρόλο (Κορώνα γράμματα),το επίκεντρο ήταν
πάντα το καφενείο το Τροκαντερό, τα καλοκαίρια της κατοχής ερχόταν ένας
Καραγκιοζοπαίχτης ονόματι Σωτήρης, πολλοί έλεγαν ότι ήταν γιος του Ευγένιου
Σπαθάρη, ήταν σπουδαίος στη τέχνη του, για μας ήταν μία νότα της παιδικής μας
ηλικίας, διότι με τα σκαμνάκια πηγαίναμε κάθε βράδυ και παρακολουθούσαμε την
παράσταση και εσκάγαμε στα γέλια με τα αστεία και της ατάκες του Καραγκιόζη .
Έβγαινε ο καραγκιόζης στο πανί και άρχιζε: Αξιότιμοι κύριοι καλησπέρα σας πέρα για
πέρα, εμπρός από εδώ , έκανε ορισμένα βήματα εμπρός, έκανε αμέσως πίσω και
έλεγε, έως εδώ και ερχόταν και στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησε , απόψε έχουμε
το υπέροχο έργο , η αφεντομουτσουνάρα μου φούρναρης, δεν σας λέω ψέματα και αν
σας λέω αλήθεια, κακιά μπόμπα να πέσει να με κάψει, η μπόμπα νάνε από φελλό και
εγώ από πίσω απ΄ το βουνό. Έκανε και τον ποιητή και έλεγε, αχ τι καιρό που
διάλεξε ο διάολος να με πάρει, τώρα που ανθίζει η θάλασσα και βόσκουν οι
γαϊδάροι, όποτε καταλαβαίνεται το τι γινόταν από τα
γέλια.
.............................................................................................
Προχωρώντας προς το Πουνέντε μπροστά στο σπίτι της οικογένειας
Στεργίου (σημερινός Ερωδιός) ήταν ,ένα Μανδρακι και στην ακτή ήταν μια ξύλινη
παράγκα εκεί άραζε η τράτα του Κώστα του Κουβαρά (Πατέρας του Βασίλη και Ησαΐα)
Και όταν σουρούπωνε ειχε τελειώσει και το καλάρισμα (τράβηγμα της τράτα)
ερχόταν και άραζε και εμείς περιμέναμε με τις σουπιέρες να αγοράσουμε τις λαχταριστή
και φρέσκια μαρίδα συνέχεια ήταν το σπίτι του Τάσου Σπετσιώτη (Πιστρίκη)
σημερινή ταβέρνα του Μιχάλη που το ισόγειο τότε ήταν του καφενείο και στη γωνία
ειχε κουρείο ο Τάσος Σπετσιώτης πιο πέρα ήταν το πατρικό σπίτι του Μήτσου του
Παλαιού που είχε ένα μικρό ψαράδικο και τελευταίο το τσαγκαράδικο του Γιώργου
του Μαντανού εκεί ο δρόμος τελείωνε και από ένα δρομίσκο ανεβαίναμε την
ανηφόρα για να βγούμε στο κεντρικό δρόμο για να πάμε στο Μοναστήρι των
Αγίων Αναργύρων η περιοχή αυτή λεγόταν Μαγκούλα και γκουρουμέσι, από το
τσαγκαράδικο του Μαιντανου μέχρι το σπίτι της Λουλουδιάς Λιναρδοπουλου
(Μπαούλενας) Σημερινή οικία του φιλόπτωχου ταμείου ήταν χωματόδρομος, τα σπίτια
και η αυλές ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα και πολλές φορές όταν φυσούσε δυνατός
γαρμπής το κύμα έμπαινε στις αυλές o αυλότοιχος του σπιτιού της μπαουλενας
ακουμπούσε στη θάλασσα εκεί ο δρόμος σταματούσε και έπρεπε να πάμε από
επάνω για να βγούμε στο καρνάγιο του Μαστρογιάννη και στο σημερινό Κάβο όπως
έχω περιγράψει ερχόμενοι από τον Άγιο Γιάννη, συγνώμη που χρησιμοποιώ
παρατσούκλια διότι τα περισσότερα επίθετα στην Ερμιόνη είναι τα ίδια πχ ο
αδελφός του πατέρα μου Ηλίας Νάκος (ο οργανοπαίκτης) είχε τέσσερες Βασίληδες με
το ίδιο επίθετο και για να τους ξεχωρίσει έλεγε, ο Βασίλης του Μοναστηριού, ο
Βασίλης του παπά, ο Βασίλης ο Χιώτης, (Επειδή ο αδελφός μου είχε
παντρευτεί Χιώτισσα ) και ο Βασίλης του Πράμα επειδή είχε παντρευτεί την αδελφή
του Απόστολο του Σιφναίου την Άννα και το παρατσούκλι του πατέρα τους, ήταν
Πράμας θα αναφέρω όσες βάρκες θυμάμαι με τους ιδιοκτήτες τους.
..............................................................................................................
Λεωνίδα Θανάσης (Ο χοντρός), Μερτύρης Δημήτριος (Λούτζας), Κιούσης
Ιωάννης (Γηπαρης), στον Γύπαρη θα αναφερθώ ιδιαιτέρως, επειδή έκανε τον
παλικαρά γιατί είχε ακούσει ότι ο Γύπαρης, ήταν πρωτοπαλίκαρο του Βενιζέλου, ο
οποίος είχε σκοτώσει τον Ίωνα Δραγούμη, και οι Ερμιονίτες δεν θέλανε και πολύ
για να του το κωλύσουν παρατσούκλι ο Γύπαρης. Αυτός ήταν αδελφός του πάτερα της
Πανωρίτσας Μερτυρη – Κιούση, και λέγετε ότι μια Αποκριά, που είχαν βγάλει έξω
τις βάρκες για τη σχετική συντήρηση, μια μεγάλη παρέα γλεντούσε στην ταβέρνα
του Μιχάλη του Νάκου, (αδελφού του πατέρα μου) απέναντι από το Λαογραφικό
Μουσείο, πολλοί από αυτούς είχαν γίνει στούπα στο μεθύσι, οι πιο νηφάλιοι
κατεβαίνουν στα Μανδράκια παίρνουν τη βάρκα του Γύπαρη και με φαλάγγια την
ανεβάζουν μπροστά στην ταβέρνα και βάζουν μέσα τον Γύπαρη στούπα στο μεθύσι και
όταν συνήλθε δεν καταλάβαινε που βρισκόταν, στα Μανδράκια ή στον Ταξιάρχη, από
τις ωραίες πλάκες που είχαμε ακούσει τότε. Συνεχίζω με τις βάρκες του Λευτέρη
του Δράκα, με το γιό του Λάζαρο (Τσετσέρη), του Κώστα Κουτούβαλη, του Σπύρου
Κουτουβαλη, πατέρα του Λάζαρου ο οποίος ήταν εξπέρ στους δυναμίτες. Μία φορά
στην κατοχή, όταν ήταν οι αντάρτες στην Ερμιόνη, ψάρευε μεταξύ νησάκι και Κάβο
μαυρονησίου, είδε με το γυαλί κοπάδια τσιπούρες αλανιάρες και πετάει
τέσσερα πλακάκια (δυναμίτες.) Σταυρωτά γέμισε τη βάρκα μέχρι τα μπουνιά με
τσιπούρες, από οκά και πάνω η μία, ήρθε μέσα στην Ερμιόνη τις άδειασε και ξανά
πήγε και ξαναγέμισε τη βάρκα. Του Μανώλη του Νόνη (Κολινέκα) , του Τάσου
Καρακώτσα με το γιό του Κώστα, του Γιώργου Μπαρδάκου, πατέρα του Γιάννη
(Γερμανού), του Βασίλη του Μπαρδάκου, με το γιό του Γιώργο, ο οποίος Γιώργος
μαζί με τον πατέρα του σκοτώθηκαν στη Δοβραίνα όταν άνοιγαν μια νάρκη,
για να πάρουν το υλικό να φτιάξουν δυναμίτες. Η γκακάβα του Παναγιώτη
Κουβαρά, η οποία ήταν ένα είδος ανεμότρατας, που ψάρευε σφουγγάρια και άραζε
στο Μανδρακι του Τροκαντερού, του Μανώλη του Λακουτση (Μουτάρη), του Αργύρη του
Κεσαραία, του Ανάργυρου του Πασχάλη, του Μανώλη του Ησαΐα (Κωνσταντάκη), τα
αδέλφια της Λιολιός Νίκα (Τζάνη) Γιάννη και Γιώργο. Του Θανάση Τζάνη, του
Μιχάλη Κομμά, του Ναπολέων Σπετσιώτη, του Αγγέλου Νοταρά με το γιό του Μανώλη
(Κοβόλο), ο οποίος έπαιζε και στον Ερμή μπάλα και ήταν και από τού καλούς,
διότι έτρεχε πάρα πολύ, του Σάββα του Σχινά, πατέρα του Μίμη, του Διαμαντή
Κουτούβαλη (Διαμαντάρα).
...........................................................................................
Πολλές φορές όταν έβλεπαν τον καιρό και χαλούσε της έφερναν από το
λιμάνι και της άραζαν για καραντιά. Προχωρώντας τον πλακόστρωτο προς τα απάνω
(Βεγγέρα), δεξιά μας ήταν ο φούρνος του Μήτσου και της Αγλαΐας Μερτύρη που
έφτιαχνε ωραίες κουλούρες ψωμί και εξυπηρετούσε τους Ερμιονίτες για τα ψησίματα
των φαγητών, είχε και κάτι μαυροπίνακες στο τοίχο του μαγαζιού, για διάφορες
σημειώσεις με την κιμωλία.
Στον πίνακα αυτόν ο ανιψιός τους Παντελής Μήτσου, ζωγράφιζε πολεμικά
πλοία και αεροπλάνα και εμείς καθόμαστε και τα θαυμάζαμε, γιατί ήταν
καταπληκτικά ωραία, συνεχίζοντας το δρόμο προς τα επάνω συναντάμε το μοναδικό
Φαρμακείο στην Ερμιόνη του Αγγέλου Παπαμιχαήλ, δεξιότερα προς το βοριά
ήταν και το λιοτρίβι του, το οποίο τότε μαζί με κάτι λίγα ακόμα λιοτρίβια
δούλευαν το αλώνι με μηχανή και όχι με άλογα όπως ήταν τα περισσότερα, πιο πάνω
αριστερά από το Φαρμακείο ήταν το μπακάλικο του και το λιοτρίβι του Μιχάλη του
Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνα) και κάτω αριστερά στα σκαλιά ήταν το φαναρτζίδικο του
Γιάγκου του Παπαβασιλείου γιο του παπαφρέδου πού έφτιαχνε διάφορα σκεύη από
λαμαρίνες, κουβάδες, μπρακάτσες, μπρακάτσες ήταν ένα ειδικός κουβάς που βγάζαμε
νερό από τα πηγάδια, και της στέρνες και πάντα οι Κρανιδιώτες μας κορόιδευαν
διότι αυτοί την μπρακάτσα τη λέγανε τέστα ο Γιάγκος ήταν και πολλά χρόνια
αριστερός ψάλτης στο Ταξιάρχη δίπλα στο Μερκουρέικο το σημερινό σπίτι του
Απόστολου του Γκάτσου ήταν κάποιος ράπτης ονόματι Στρατής πρέπει να ήταν
πρόσφυγας τον θυμάμαι γιατί πηγαίναμε και ζητάγαμε μεγάλες καρέλες
(Κουβαρίστρες) για να φτιάξουμε τα πατίνια επάνω από το Φαρμακείο ήταν το
εμπορικό και μπακάλικο του Γιώργου του Παπαγεωργίου πατέρα του καπεταν Δημήτρη
Παπαγεωργίου και ποιο πάνω στο ίδιο κτήριο στη γωνία ηταν το τσαγκαράδικο του
Δημήτρη του Δημαράκη (Ντουνούκα)
Προχωρώντας αριστερά η ταβέρνα του Παπαμιχαήλ που στην Κατοχή ηταν
αποθήκη της οργάνωσης και εμαζευαν τρόφημα για του Ανταρτες αργότερα είχε το
επιπλοποιό του Αργύρη του Σπετσιώτου εκεί σύχναζαν οι διανοούμενοι της
αριστεράς, στρίβοντας αριστερά ήταν το σπίτι του Γιάννη του Νοταρά
πρωτοπαλήκαρο του Δημάρχου Αθηνών Μερκούρη πάτερα του Αντώνη του Νοταρά εγγονός
του μπάρμπα Αντώνη που με τη μπρατσέρα ταξίδευε τη Μεσόγειο και τη Μαύρη
θάλασσα μεταφέροντας εμπορεύματα. Σε ένα ταξίδι από Τουρκία προς Αλεξάνδρεια
φορτωμένος με φακές έπαθε ζημιά στο φορτίο και η απαίτηση των ναυλωτών
αναφέρεται στα αρχεία των LLOYDS στο Λονδίνο.
.........................................................................................................
Στη δεξιά μεριά του δρόμου, απέναντι από το σπίτι του Πίτ, ακριβώς στη
γωνία, ήταν το σπίτι της οικογένειας Προκόπη Μερτύρη (Σκουλούδη), ήταν ένα
υπερυψωμένο σαν πλατειούλα με ένα μεγάλο πεύκο, και γύρω – γύρο είχε
πλακόστρωτα καθίσματα, εκεί λυνόντουσαν όλα τα πολιτικά ζητήματα, γιαυτο το
ονόμαζαν βουλευτήριο και η συζητήσεις άρχιζαν από νωρίς μέχρι τα μεσάνυκτα. Ο
Προκόπης ο Μερτυρης, ήταν κουρέας και είχε και Μπαρμπερο- ταβέρνα, από εκεί και
πάνω άρχιζε το κέντρο της Ερμιόνης, βεβαίως εμείς αυτά δεν τα
είχαμε προλάβει, απλώς τα είχαμε ακούσει, το σπίτι αυτό το έχει κληρονομήσει η
Ντίνα Γκάτσου τελευταία πουλήθηκε σε ξένους, οι
οποίοι κάθε καλοκαίρι, είναι μόνιμοι κάτοικοι Ερμιόνης . Ποίο πάνω,
ήταν ένα μικρό σπιτάκι της Μαρίνας του Δράκα και το επιπλοποιείο του Παναγιώτη
Οικονόμου (Κοτσιγκιώνη). Στρίβοντας αριστερά, πηγαίνοντας για τον Ταξιάρχη, στο
σπίτι του Λάμπρου Λαμπάτου, ήταν το Μονοπώλιο που το είχε ο Μενέλαος ο
Βοντας, ο πατέρας των κοριτσιών Βόντα, από εκεί ψωνίζαμε χοντρό αλάτι, σπίρτα,
καθαρό πετρέλαιο, και χαρτιά της τράπουλας, – παλιές αμαρτίες από δάνεια τα
οποία πληρώναμε μέχρι τότε.- Συνεχίζοντας δεξιά ήταν το καφενείο του Σαλαμανικα
και ποιο πάνω αριστερά το καφενείο του Δημήτρη Σταματίου (Ρίνας
Χατζησωκράτους), αυτά τα δύο δεν τα πολύ θυμάμαι, στη γωνία στρίβοντας για τον
Ταξιάρχη, στο σπίτι του Ηλία του Φασιλή, ήταν το σπίτι και το κουρείο του
Γιάγκου του Παπαβασιλείου, αδελφού του Μιχαλάκη Παπαβασιλείου (δασκάλου) και
απέναντι ακριβώς μεταξύ οικίας Βελούδη και κληρονόμων Γεωργίου Μερτύρη
(Σίχιση), ήταν παλιά κρασοταβερνα και το εμπορικό των αδελφών Φραγκούλη
Παναγιώτη (Χανούτης) Παύλος και Μίχος. Αριστερά από το κηπάκι του Ταξιάρχη,
απέναντι από Λαογραφικό Μουσείο, ήταν παλιά κρασοταβέρνα και αργότερα τσαγκαράδικο
του Μιχάλη Νάκου, αδελφού του πάτερα μου και προς τα κάτω η ταβέρνα και
μπακάλικο του Μίμη του Σκλαβουνου, από πάνω από την κυρία είσοδο του Ταξιάρχη,
στη πλατειούλα και αριστερά, εκεί που είναι το σημερινό Πνευματικό κέντρο της
εκκλησίας, ήταν η ταβέρνα και το λιοτρίβι του τσαούση, μας έκανε εντύπωση σε
ένα τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα δέρμα από λεοπάρδαλη. Ο δε Τσαούσης
για να περιποιηθεί τους φίλους του, έδιωχνε την Τσαουσενα από τη
κουζίνα, έπαιρνε μπροστινό χονδρό κρέας (βετούλι) και έκανε το περίφημο
Ερμιονίτικο καπαμά και το αυγόκοβε, επειδή ήταν ωραίος μεζές και τραβούσε
κρασί, δεξιά στο σημερινό σπίτι του Γιάννη του Σπετσιώτη, ήταν το λιοτρίβι του
πατέρα του, που ήταν πολλά χρόνια ψάλτης στον Ταξιάρχη. Στη γωνία αριστερά στο
σπίτι της Ήρας Βελέ Φραγκούλη, ήταν το μπακάλικο του πατέρα της Απόστολου και
ποίο πάνω το καφενείο του Μενεξή, που αργότερα ο γιος του Παντελής, είχε κάνει
ταβέρνα. Μετά πηγαίνοντας προς το δρόμο για το Μοναστήρι, είχε κτίσει ο Παύλος
Οικονόμου ένα διώροφο και είχε το καφενείο του, από τις ωραιότερες μεριές της
Ερμιόνης.
Συνεχίζεται...