Οι κουρσάροι, τύραννοι
των νησιών μας
Στα αρχαία χρόνια τα κουρσεύανε οι πειρατές της Καρίας και της Κιλικίας, που κατοικούσανε στ’ άγρια ακρογιάλια της Μικρής Ασίας, στη στεριά που είναι αντίκρυ από τα νησιά, από τη Σάμο έως το Καστελόριζο, και που είναι κατακομματιασμένη από κάβους και κόρφους.
Στα κατοπινά χρόνια ρημάζανε αυτά τα δυστυχισμένα νησιά οι Αραπάδες Μπαρμπερίνοι από τη μια μεριά, κι’ άλλοι μωαμεθανοί από την ανατολή, που φωλιάζανε στις παλιές φωλιές απ’ όπου βγαίνανε οι σκληροί πειρατές της Καρίας και της Κιλικίας. Τέτοιο θρήνο κάνανε, που πολλά νησιά εκείνον τον καιρό απομείνανε έρημα από
ανθρώπους. Τον
ίδιο καιρό πέσανε σαν πεινασμένα σκυλόψαρα σ’ αυτές τις θάλασσες κοπάδια από
Ιταλούς κι άλλους Φράγκους κουρσάρους και πειρατές, και αφού άφησαν τα νησιά
πετσί και κόκκαλο ύστερα τα πιάσανε και τα κάνανε δικά τους. Αυτοί
αλλαξοπιστήσαν τους νησιώτες, κι από τότε βαστάνε όσοι καθολικοί βρίσκονται σ’
αυτά τα νησιά. Μετά τους διώξανε οι Τούρκοι. Μα πάλι δε λείψανε τούτα τα
αχόρταγα σκυλόψαρα που έρχονταν από τις φράγκικες θάλασσες. Οι πιο παλιοί ήταν
Κορσικανοί, Λιβορνέζοι, Μαγιορκέζοι, Γενοβέζοι, Βενατσιάνοι, μα είχε και κανέναν
Πορτογάλο και Ολλανδό. Εκτός από το μάδημα των νησιών, πιάνανε ό,τι καράβι
μπορούσαν, ρωμέϊκο, τούρκικο, είτε και δικό τους ακόμα, προ πάντων όταν
κατεβαίναν από την Πόλη κι από τη Μαύρη Θάλασσα. Το πώς δούλευαν αυτοί οι
κουρσάροι και το πώς περνούσαν μέσα στα παλιοκάραβά τους, φαίνεται ζωντανά απ’
όσα λέει ένας θαλασσινός που έτυχε να πέσει στα νύχια τους. Τα μεταφέρουμε όπως
ακριβώς τα διηγήθηκε.
<<Στην
αρχή με δέσανε με μιάν αλυσίδα κ’ ήμουν αλυσωμένος κάμποσες μέρες. Ύστερα με
λύσανε και με προστάξανε να κυβερνήσω το καράβι. (έκανε τον πηδαλιούχο). Αφού
έκανα τρεις μήνες σ’ αυτό το πόστο, κι αφού πιάσαμε κάμποσα καϊκια ελληνικά, με
κάνανε πρώτον κανονιέρη, αντίς έναν γέρο από το Λιβόρνο που είχανε πρωτύτερα
και που τον είχε σακατέψει στο ξύλο ο καπετάνιος. Από κείνη τη μέρα έτρωγα μαζί
με τον καπετάνιο, που μου ‘ταζε λαγούς με πετραχήλια. Μα ύστερ’ από
δεκάξι μήνες που δούλεψα στο καράβι του, πήρα μονάχα δύο τάλαρα κι εφτά ριάλια.
Όσο για τη
ζωή που περνούνε στα κουρσάρικα, δε γίνεται πιο στερημένη και πιο σκληρή. Όποτε
βρίσκουνται σ’ ένα λιμάνι, ξεμπαρκάρουνε τη σαβούρα κι ό,τι έχει μέσα στ’
αμπάρι, (για να κάνουν συντήρηση και τυχόν επισκευές στον πυθμένα του αμπαριού)
κ’ ύστερα τα ξαναβάζουνε μέσα, φορτώνουνε ξύλα για τη φωτιά, τα νεροβάρελα κι
ό,τι άλλο. Αλλάζουνε τις πρυμάτσες , κουβαλάνε τις άγκουρες με τη φελούκα, (τη
βάρκα του πλοίου), Μ’ έναν λόγο σύντομο, δε βρίσκουνται σε ξεκούραση ποτέ. Μα,
μ’ όλο που η δουλειά τους είναι πολύ σκληρή, η τροφή τους είναι κακή και ψυχρή.
Στο δικό μας
το καράβι είχαμε ένα τροφοδότη σπαγκοραμμένο, κ’ έτρεμε το χέρι του όποτε μας
μοίραζε, τρεις φορές τη μέρα, ψωμί δίχως προσφάγι. Η αλήθεια είναι πως κάθε
Κυριακή και κάθε Πέμπτη μας έκανε ένα καζάνι φάβα, αρμυρή – αρμυρή, κ’ έριχνε
μέσα καμιά κατοστή δράμια λάδι κ’ έβραζε μαζί. (Σήμερα Κυριακή και Πέμπτη στα
πλοία το μενού περιλαμβάνει μακαρόνια με κρέας, μπύρα, σαλάτα και φρούτο).
Κάποιοι από τους ναύτες, για να καλοπιάσουν αυτόν τον βρωμάνθρωπο, του λέγανε
μυστικά για τους άλλους ναύτες, και κείνος τα ‘λεγε στον καπετάνιο. Αυτοί οι
τρισευτυχισμένοι αρπούσανε για ρεγάλο μια σαρδέλα, που τη λογαριάζανε για
μεγάλο χατίρι. Εκτός απ’ αυτά, όσον καιρό βρισκόμαστε στη θάλασσα, δεν τρώγαμε
τίποτ’ άλλο από ξερό ψωμί. Μα σαν φτάναμε στο νησί της Ρόδος ή της Κύπρος και
πετυχαίναμε να κλέψουμε κάμποσα ζωντανά, μας δίνανε τα πνεμόνια και τα’ άντερα,
ενώ ο καπετάνιος έτρωγε το κρέας. Απ’ αυτό εμείς δεν απογευόμαστε μηδέ μια
σταλιά, ως που βρωμούσε.
Σαν θέλαμε
να κουρσέψουμε κανένα καϊκι, τραβούσαμε ίσια καταπάνω του και το πατούσαμε με
τις βάρκες, κ’ είχαμε καιρό να το ψειρίσουμε καλά – καλά. Ύστερα γυρίζαμε στο
καράβι με το πλιάτσικο, χωρίς να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Μετά δύο –
τρεις μέρες μας φωνάζανε όλους απάνω στην κουβέρτα, κι ο λοστρόμος, ο δεύτερος
κ’ ένας που ήτανε απάνω στους σκλάβους, κατεβαίνανε στ’ αμπάρι κι
αναποδογυρίζανε τα κοφίνια και τα τσουβάλια ολονών μας, κι ό,τι βρίσκανε το
πηγαίνανε στον καπετάνιο. Αν βρίσκανε κάποιο πράγμα που ν’ άξιζε κάτι τις, ας
ήτανε κ’ έναν παρά, και που να το ζητούσε κανένας ναύτης γιατί ήτανε δικό του,
ο καπετάνιος του ‘λεγε πως πρόσταξε τον τροφοδότη να το φυλάξει, και κείνος το
φύλαγε τόσο καλά, που ο άλλος δεν το ξανάβλεπε πια σ’ όλη τη ζωή του. Οι πιο
πολλοί απ’ αυτούς τους φουκαράδες είχανε μονάχα κάτι παλιοκούρελα για να
σκεπάζουνε τη γύμνια τους. Κοιμόντανε απάνω σε κάτι σανίδες, και μου λέγανε με
όρκο πως από οχτώ χρόνια δεν είχανε φορέσει μήτε παπούτσι, μήτε κάλτσα.
Τα
κουρσάρικα έχουνε μέσα και τους λεγόμενους εθελοντές, κάτι παλιοτόμαρα που
κάνουνε τον χαφιέ μέσα στο καράβι. Σπιγουνεύουνε τους άλλους ναύτες, τρυπώνουνε
παντού για να κάνουνε τη δουλειά τους και για να καταδώσουνε ότι
γίνεται.
Κάθε κουρσάρος έχει καμιά σαρανταριά τέτοιους σπιγούνους, κι άλλοι απ’ αυτούς
τρώνε μαζί με τον καπετάνιο, άλλοι με τον δεύτερο, άλλοι με τον τροφοδότη, κι
άλλοι με τον λοστρόμο. Είναι όλοι τους αφοσιωμένοι στον καπετάνιο, και κείνος
τους έχει εμπιστοσύνη, γιατί τους έχει σίγουρους, επειδής, αν πιαστούνε από
καράβια βασιλικά, θα τους ρίξουνε στα κάτεργα μια που είναι κατηγορημένοι για
κλεψιά ή για παρά φύση ατιμία. Γι’ αυτό ο καπετάνιος πολλές φορές τους δέρνει,
χωρίς να φοβηθεί μήπως φύγουνε. Αυτοί μποδίζουνε τους άλλους να
επαναστατήσουνε. Όποιον καταδώσουνε στον καπετάνιο, τον ρίχνει μέσα στο
μπαλαούρο και δεν βλέπει τον ήλιο για έξι μήνες, με χαρχάλια στα ποδάρια. Για
να ξεφύγουνε στη στεριά δεν μπορούνε, γιατί όλα τα νησιά του Αρχιπέλαγου έχουν
σε τέτοιον φόβο τους κουρσάρους, που τους παραδίνουνε στον καπετάνιο. Αλλιώς ο
κουρσάρος πιάνει έναν – δυό παπάδες ή προεστούς και τους κρατά απάνω στο καράβι
αλυσοδεμένους, ως που να παραδώσουνε τον κατσάκη (Δραπέτη).
Τώρα θα σας
πω, πως ναυτολογούνε οι κουρσάροι το τσούρμο, στο Λιβόρνο ή σ’ άλλο λιμάνι. Το καράβι
είναι δεμένο στον μόλο, κι ο καπετάνιος καταφέρνει με τα μέσα που έχει και με
τους φίλους του και βγάζει από τη φυλακή κάμποσους φονιάδες. Τον ίδιο καιρό
στέλνει και μαζεύει από δω κι από κει ό,τι ρεμπέτες εύρει πεινασμένους και
κουρελήδες, προ πάντων από τη Τζόνοβα κι από την Κόρσικα. Αυτοί είναι οι
εθελοντές που είπαμε. Κάμποσοι απ’ αυτούς βγαίνουνε από το καράβι και παίρνουνε
αράδα τα κρασοπουλειά και ναυτολογούνε μούτσους και τεμπέληδες από κάθε φυλή. Ο
καπετάνιος τους κάνει καλή υποδοχή, τους γλυκομιλά, τους δίνει ένα ποτήρι κρασί
μιαν άσπρη πετσέτα για να σκουπιστούνε, και καυκιέται για το καράβι του
λέγοντας πως έχει πέντε και δέκα κανόνια πιο πολλά απ’ όσα έχει στ’ αληθινά,
και πως θα παίρνουνε καλό μερδικό από την πρέζα, (λεία) και πως θα κάνουνε στη
θάλασσα περισσότερο από τρία χρόνια, και πως θα τσεπώσουνε μπόλικο χρυσάφι
ύστερ’ από τα τρία αυτά χρόνια. Αν μετανοιώσει κανένας απ’ αυτούς και δεν θέλει
να πάγει με το καράβι, στέλνουνε ένα λαγωνικό από πίσω του, κι αν καταλάβουνε
πως θα κενώσει το μυστικό πουθενά, τον αρπάνε και τον σφαλάνε στ’ αμπάρι ως που
να σαλπάρει το καράβι.
Σαν πιάσει ο
κουρσάρος τα ελληνικά νησιά, παίρνει με το ζόρι ψωμί από τους Γραικούς στην
τιμή που θέλει αυτός, κ’ οι κακόμοιροι δεν αποκοτάνε να του αρνηθούνε, κι ας μην
έχουνε να φάνε κ’ οι ίδιοι. Όσο για προσφάγι και για τα σκοινιά και τις
γούμενες, (χοντρά σχοινιά), αυτά τα παίρνει από τα καϊκια που κουρσεύει. Μπαίνοντας
ο χειμώνας, βρίσκει καμιάν αγκάλη σίγουρη, και πηγαίνει για να μερεμετίσει το
καράβι του, σέρνοντας από πίσω του και κανένα καϊκι πιασμένο. Το κάνει ξύλα και
μ’ αυτά μπαλώνει το δικό του, κ’ ύστερα το καλαφατίζει. Όσο για μπαρούτι, τα’
αγοράζει από τους Φραντσέζους που έχουνε ντεπόζιτο (αποθηκευμένο) στη Μήλο ή
από βενετσιάνικα καράβια.
(Τέλος
πρώτου μέρους). Βιβλιογραφία Φώτης
Κόντογλου ‘’Η πονεμένη Ρωμιοσύνη’’