Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΧΕΙΑΣ EΠΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ



 ΠΗΓΗ

Δημήτρης Τουτουντζής
Το κείμενο είναι βασισμένο στο έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμος Α, εκδόσεις Στάχυ

Ο Guillaume Postel στο βιβλίο του για τους νόμους και τα έθιμα στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, που κυκλοφόρησε το 1560, γράφει τα εξής για τον "κολασμό" της μοιχείας:
Αν συλληφθεί χριστιανός με χριστιανή οδηγούνται και οι δύο στον Καδή. Κι αν είναι  νύχτα τους κρατούν και τους δύο στη φυλακή ως το πρωί. Ο δικαστής καταδικάζει τον άνδρα σε βαρύ πρόστιμο. Κι αν δεν έχει να πληρώσει τον καθίζουν ανάποδα σε ένα γάιδαρο, αναγκάζοντας τον να κρατεί την ουρά του αντί για χαλινάρι, στερεώνουν μια “πατσά” πάνω στο κεφάλι και του μουντζουρώνουν το πρόσωπο. Μαζί με τη γυναίκα (κι αυτή στο “γάιδαρο καβάλα” με τον ίδιο τρόπο) περιφέρονται στα σοκάκια της πολιτείας. Κι ο δήμιος επικεφαλής της πομπής παρακινεί τα παιδιά να τους πετούν λάσπη και ακαθαρσίες. Απαγορεύεται να ξαναβρεθούν μαζί. Γιατί αλλιώς θα τιμωρηθούν με 200 ραβδισμούς ή ισόβια δεσμά ή πρόστιμο.”
Μοιχεία Χριστιανού με Τουρκάλα (ή το αντίθετο) τιμωρείται ως εξής:
Ο Τούρκος ή Τουρκάλα σε θάνατο, οι Χριστιανοί υποχρεούνται να γίνουν Μουσουλμάνοι, αλλιώς θάνατος. Η διαπόμπευση των μοιχών ή των μοιχαλίδων αποτελεί όχι τούρκικο αλλά βυζαντινό έθιμο. Η διαδικασία της ατιμωτικής ποινής: Πρώτα πρώτα οι μοιχοί (αλλά και οι κλέφτες, οι μέθυσοι, οι αντάρτες, ακόμα και εξέχοντα πρόσωπα, πατριάρχες και βασιλιάδες) μαστιγώνονταν και ύστερα κουρεύονταν. Κρανίο κουρεμένο αποτελούσε την έσχατη καταισχύνη Ακόμα και σήμερα η “κουτρούλα” ή “κουρεμένη” αποκαλείται η εξαχρειωμένη γυναίκα (πρβλ έγινε του κουτρούλη ο γάμος). Έπειτα πασάλειβαν τα πρόσωπα του με ασβόλη (από όπου και αποσβολώθηκα). Η ασβόλη λεγόταν και μούντζα (από όπου και οι νεοελληνικές λέξεις μουτζούρα και μούτζα). Ανέβαζαν ύστερα τον ένοχο στο γάιδαρο ανάποδα (από όπου και τα νεοελληνικά “τον βάλανε στο γάιδαρο καβάλα”, τον “γαϊδουροκάθισαν”, τον έβγαλαν στο γαιδουροπάζαρο”). Η διαπόμπευση λεγόταν και πομπή (έκατσε η πομπή στη στράτα). Προπορευόταν ο ντελάλης που διαλαλούσε (γιβέντιζε) το έγκλημα (από όπου και η λέξη γιβεντισμός). Από το λαιμό των διαπομπευομένων κρεμούσαν κουδούνια για να γίνεται περισσότερος θόρυβος (του κρέμασαν κουδούνια).
Το 1591 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη ο Τσέχος βαρώνος Mitrowitz, όπου και παρακολούθησε την καταδίκη σε θάνατο ενός ζεύγους Ρωμιών.
Ένας Έλληνας του Γαλατά, γιος εμπόρου, αγάπησε την κόρη ενός άλλου Ρωμιού. Έγιναν οι αρραβώνες, ορίσθηκε η ημερομηνία του γάμου και ο νέος ταξίδεψε στην Κρήτη για εμπόριο κρασιών. Μια μέρα, κατά την απουσία του, η 16χρονη μνηστή του, βγήκε από το σπίτι συντροφιά με άλλες γυναίκες για να πάει στο λουτρό. Ο βαρώνος σημειώνει ότι ενώ οι Τουρκάλες, όταν βγαίνουν στο δρόμο φορούν φερετζέ αφήνοντας μόνο τα μάτια ακάλυπτα για να μην τις αναγνωρίζουν, οι ρωμιές, αν και ντύνονται το ίδιο με τις Τουρκάλες, αφήνουν το πρόσωπο τους ελεύθερο. Στο δρόμο την βλέπει ένας Τούρκος τσαούσης και αποφασίζει να πάει στον πατέρα της να τη ζητήσει. Αφού εξανάγκασε τον πατέρα να διαλύσει τον αρραβώνα, μετά από λίγες μέρες την παντρεύτηκε.
Όταν γύρισε ο νέος από την Κρήτη βρήκε ένα γράμμα από την μνηστή του που τον διαβεβαίωνε για την αγάπη της και εξιστορούσε τον αναγκαστικό γάμο της. Κατόπιν του προτείνει να συναντιούνται κρυφά, πράγμα που γινόταν επί ένα χρόνο. Κάποια στιγμή ο τσαούσης τους ανακάλυψε και το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί το ζεύγος και να καταδικαστεί σε θάνατο επειδή ο νέος αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει. Ο βαρώνος διηγείται τη σκηνή:
Μπροστά πήγαινε έφιππος ο αυτοκρατορικός δικαστής και ακολουθούσαν πολλοί σύμβουλοι, δικαστές και επίσημοι με φρουρά γενίτσαρων, ντελάληδες και άλλοι αξιωματούχοι της δικαιοσύνης. Έβγαλαν τον νέο από τη φυλακή, με τα χέρια δεμένα πίσω και σιδερένιο χαλκά από όπου είχε περασθεί μια αλυσίδα. Δύο μεγαλόσωμοι δήμιοι, λαμπροφορεμένοι, κρατούσαν τις δύο άκρες της καδένας. Μπροστά από τον κατάδικο και πίσω υπήρχε φρουρά γενίτσαρων. Τη σκηνή παρακολουθούσε μέγα πλήθος, άλλοι έφιπποι και άλλοι πάνω σε άμαξες. Όταν είδε ο κόσμος των μελλοθάνατο έβγαλε μεγάλη φωνή, άνδρες και γυναίκες, πως είναι κρίμα να χαθεί τέτοιο παλληκάρι. Κι όλοι τον συμβούλευαν να γίνει Τούρκος και ότι θα έπαιρνε χάρη από τον Σουλτάνο. Αλλά ο Έλληνας έλεγε: 
- Όχι δεν αλλάζω την πίστη μου! 
Ακόμα και ο πασάς, ο προδωμένος σύζηγος, του μήνησε πως αν τουρκέψει θα του χαρίσει τη ζωή και θα μπορούσε να πάρει για γυναίκα του τη Ρωμιά. Ο νέος όμως ατάραχος απάντησε ότι είχε γεννηθεί από γονείς χριστιανούς, ότι είχε βαπτισθεί και μεγαλώσει χριστιανός κι ότι χριστιανός θα πεθάνει. Την ίδια στιγμή έβγαλαν από τη φυλακή την Ελληνίδα και την κάθισαν σε ένα μουλάρι. Γύρω βάδιζε μέγα πλήθος γυναικών με φερετζέ. Η γυναίκα είχε ακάλυπτο το πρόσωπό της. Είχε χτενίσει τα μαλλιά της με τούρκικο τρόπο, δύο κοτσίδες στους ώμους και μια τρίτη κρεμασμένη πίσω στη ράχη. Φορούσε φουστάνι κόκκινο και στο λαιμό είχε περιδέραιο μαργαριταρένιο. Φορούσε επίσης σκουλαρίκια από μαργαριτάρια και φαινόταν γυναίκα εράσμια (=αξιαγάπητη). Έκλαιγε σπαρακτικά και πολλοί τη συμπάθησαν. Όταν έμαθε την πρόταση του πασά προς τον άλλοτε μνηστήρα ζήτησε να την πάνε κοντά του. Ώρα πολύ δεν μπορούσε να μιλήσει από τους λυγμούς. Άρχιζε να μιλάει ελληνικά και να τον εξορκίζει να δεχτεί να αλλαξοπιστήσει. Του έλεγε πως η ζωή τ0υς, η ευτυχία τους βρισκόταν στα χέρια του. Μίλησε πολύ ώρα εκλιπαρώντας σε κατάσταση απελπισίας. Αλλά ο νέος απάντησε λακωνικά. 
- Όχι, δεν γίνεται! Τα λόγια είναι μάταια! 
Ακούγωντας τον οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν. “Καταραμένε! Προδότη! φώναζαν με οργή. Σκύλε! Γιατί απαρνιέσαι αυτή την όμορφη γυναίκα;” Και με κραυγές και θόρυβο τον οδήγησαν στην εκτέλεση. Εκείνη πάνω στο μουλάρι ακολουθούσε θρηνώντας. Και πλάι της οι Τουρκάλες της έδιναν κουράγιο. 
Όταν έφτασαν στο Κουμ – Καπού (Πύλη της Άμμου), όπου είχαν στηθεί οι κρεμάλες, δύο δήμιοι με ανασηκωμένα μανίκια στερέωσαν τους μακαράδες για να ανασηκώσουν τον νεαρό Έλληνα ψηλά. Ύστερα του έβγαλαν τον πανωφόρι και τα ρούχα του και τον άφησαν μόνο με την περισκελίδα. Και αφού του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια τον ανύψωσαν δύο μέτρα από τη βάση της κρεμάλας. Εκείνη τη στιγμή έφτασε η γυναίκα έφιππη. Μπροστά στο θέαμα της κρεμάλας και των γάντζων λιποθύμησε. Όταν συνήλθε ζήτησε να της επιτρέψουν να του ξαναμιλήσει. Την έφεραν κάτω από τα τσιγκέλια και εκεί υψώνοντας τα χέρια ψηλά του μίλησε ώρα πολύ. Αλλά ο μελλοθάνατος Έλληνας, μετέωρος πάνω από το ικρίωμα δεν είπε λέξη. Και τότε η νεαρή γυναίκα άρχισε να τον βρίζει και να τον καταριλεται: 
- Σκύλε! Προδότη! Εβραίε! Πέθανε αφού θέλεις να πεθάνεις! Μακάρι να μπορούσα να γλυτώσω από το θάνατο που με περιμένει εξαιτίας σου! 
Οι Μουσουλμάνοι βλέποντας ότι ο νεαρός Έλληνας δεν ήθελε να τουρκέψει φώναζαν να τον καρφώσουν στους γάντζους. Τότε δύο δήμιοι που στέκονταν όρθιοι στα ικριώματα τον ύψωσαν μια πήχη παραπάνω από την κρεμάλα και ύστερα άφησαν να πέσει το σώμα του πάνω στα τσιγκέλια. Ύστερα ήρθε η σειρά της γυναίκας:
Ο μπόγιας την κατέβασε από το μουλάρι και της έδεσε τα χέρια με ένα σκοινί. Μέ άλλο σκοινί τύλιξε τη μέση της και με ένα τρίτο της έδεσε τα πόδια. Την έσυρε έπειτα σε μια βάρκα μπρούμυτα κι έπιασε τα κουπιά. Ανοίχτηκε δύο περίπου οργιές από την παραλία (οι κρεμάλες βρίσκονταν δίπλα από την θάλασσα). Στήριξε ένα ραβδί στο σκοινί που είχε τυλιχτεί στη μέση της, την έσπρωξε στην θάλασσα και την κράτησε κάτω από το νερό ώσπου να πνιγεί. Έπειτα έφεραν μια νεκρόκασσα, τύλιξαν το πτώμα με ένα σεντόνι και συνόδεψαν το φέρετρο στο νεκροταφείο σύμφωνα με τα τουρκικά έθιμα. Ο νέος έζησε καρφωμένος στα τσιγκέλια τρεις ημέρες. Έλεγε πως διψάει και παρακαλούσε να του δώσουν λίγο νερό. Κανείς όμως δεν τόλμησε. Την τρίτη νύχτα συγκινήθηκε κάποιος και τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Κανείς δεν έμαθε ποιος ήταν.