Του Βασίλη Γκάτσου
Στους 1000 τόνους ρόδια είναι η παραγωγή ροδιού στην Ερμιόνη. Η μέση τιμή παραγωγού είναι γύρω στα 0.50 ευρώ το κιλό. Το ετήσιο εισόδημα των καλλιεργητών ροδιάς φτάνει τα 500 000 ευρώ.
Στους 1000 τόνους ρόδια είναι η παραγωγή ροδιού στην Ερμιόνη. Η μέση τιμή παραγωγού είναι γύρω στα 0.50 ευρώ το κιλό. Το ετήσιο εισόδημα των καλλιεργητών ροδιάς φτάνει τα 500 000 ευρώ.
Αν
όμως μεταποιείται αυτή η ποσότητα σε διάφορα προϊόντα (πάνω από 250
προϊόντα κυκλοφορούν στον κόσμο με βάση το ρόδι) στην Ερμιόνη, τότε
προσθέτουμε αξία και πουλάμε το κιλό προς 3 ευρώ. Τώρα το εισόδημα
παραγωγών και μεταποιητών γίνεται 3 000 000 ευρώ.
Αν
η μεταποίηση είναι καινοτόμος και οδηγεί σε προϊόντα brand name τότε
προσθέτουμε αξία και πουλάμε 20 ευρώ το κιλό. Τώρα το εισόδημα γίνεται 20 000 000
ευρώ. Το μοιράζονται παραγωγοί, μεταποιητές, σχεδιαστές συσκευασίας,
διαφημιστές και πολλοί άλλοι. Αν αυτοί έχουν κέντρο την Ερμιονίδα το
εισόδημα αυτό μένει σχεδόν ολόκληρο στην Ερμιονίδα.
Έτσι
από την αγωνία των μεμονωμένων καλλιεργητών, αν η τιμή είναι 0.60 ευρώ
και περισσέψει κάτι, ή 0.30 και μπήκαμε μέσα, πάμε στον ενθουσιασμό
να αυξήσουμε την παραγωγή μας, να την κάνουμε πρότυπη, να συνεργαστούμε
να εμπορευθούμε να καινοτομήσουμε.
Έτσι
μετά από 20 χρόνια προσπάθειας και κόπου (μιλάμε για δημιουργικά
ξενύχτια σαν αυτά που ρίχνουν οι υποψήφιοι για τα ΑΕΙ
και αγρότες στον παλιό τον τρύγο), και με την βοήθεια των ευρωπαϊκών και δημόσιων χρημάτων για να έρθει ο Ανάβαλος και να γίνουν τα απολύτως απαραίτητα φράγματα στην ορεινή Ερμιόνιδα, θα έχουμε μια ετήσια παραγωγή 30 000 τόνους η οποία θα δίνει εισόδημα από 90 000 000 ευρώ έως 600 000 000 ευρώ ανάλογα το πόσο καινοτόμοι γίναμε.
και αγρότες στον παλιό τον τρύγο), και με την βοήθεια των ευρωπαϊκών και δημόσιων χρημάτων για να έρθει ο Ανάβαλος και να γίνουν τα απολύτως απαραίτητα φράγματα στην ορεινή Ερμιόνιδα, θα έχουμε μια ετήσια παραγωγή 30 000 τόνους η οποία θα δίνει εισόδημα από 90 000 000 ευρώ έως 600 000 000 ευρώ ανάλογα το πόσο καινοτόμοι γίναμε.
Έχουν
ξαναγίνει αυτά στον τόπο μας και κίνητρο ήταν μόνο οι μακροχρόνια καλές
τιμές και η ζήτηση εκτός Ερμιονίδας. Αν υπήρχε μεταποίηση και
καινοτομία θα γίνονταν πολύ περισσότερα.
Υπενθυμίζω:
Η
μεγάλη ζήτηση λεμονιών κυρίως και λοιπών εσπεριδοειδών μετά το 1830
ήταν το κίνητρο της δημιουργίας του Λεμονοδάσους του Πόρου, της
Περιβόλας Βούλγαρη στην Ερμιόνη αλλά και στην Αίγινα και της Περιβόλας
του Ζωγράφου και του Μπάμπα (Λεούση).
Η υψηλή τιμή και η ζήτηση (ως τρόφιμο αλλά και για σαπούνι) του ελαιόλαδου γέμισε ελαιόδεντρα την Ερμιονίδα.
Αργότερα
με τις γεωτρήσεις (πίστεψαν όλοι ότι τα υπόγεια νερά δεν τελειώνουν
ποτέ) η Ερμιόνη από περίπου 10 000 μανταρινοπορτόκαλων τη δεκαετία του
1950, έφτασε μέσα σε 30 χρόνια τα 180 000 δέντρα!
Από την παραγωγή αυτή, είναι ζήτημα αν η Ερμιόνη κατανάλωνε το 30% του λαδιού,το 1% των λεμονιών και των άλλων εσπεριδοειδών.
Δεν
είναι υπερβολές αυτά που γράφω. Κάθε άλλο μάλιστα. Θυμηθείτε την
περιοχή του Δαμαλά και της Λεσιάς που σε μια 20ετία έγινε παραγωγός του
80% των ανθέων που κατανάλωνε η χώρα.
Τι
παραπάνω είναι το Μπορντώ με τα κρασιά του, και τόσα μέρη με τα ουΐσκια
τους; Αυτό που κατάφεραν είναι να πουλάνε ένα κιλό καλό μούστο ή ένα
κιλό κριθάρι ως brand name κρασί και ουΐσκι σε τιμές εκατονταπλάσιες.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος