Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Λάδι και ελιά (1)

Ο μύθος της ελιάς και του λαδιού μας

Του Βασίλη Γκάτσου
Στην Ερμιόνη οργανώθηκε για πρώτη φορά η γιορτή ‘του ροδιού και της ροδιάς’. Τυπικά από τη Δημοτική Κοινότητα Ερμιόνης, η οποία είχε πάρει νομίζω και σχετική απόφαση σε ένα συμβούλιό της, ουσιαστικά όμως από τους παραγωγούς, μεταποιητές και εμπόρους αλλά και εστιάτορες. Το ρόδι είναι ανερχόμενη καλλιέργεια στην Ερμιόνη, έχει επιτυχίες στη διεκδίκηση ΠΟΠ, στις ποικιλίες και τα φυτώρια, στη μεταποίηση και εμπορία, στην τοποθέτηση σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Η γιορτή ήταν μια ‘πρώτη φανέρωση’ των δυνατοτήτων αυτού του προϊόντος, αλλά να μη μας διαφεύγει ότι σε άλλους τόπους της πατρίδας μας έχουν προχωρήσει περισσότερο την όλη υπόθεση του ροδιού, με συνεταιριστικές ενώσεις παραγωγών, με συμβόλαια και με παραγωγή νέων προϊόντων όπως το αναψυκτικό – ρόφημα Ρόδιον που παράγεται από εταιρεία στη Χαλκιδική και είναι χυμός ροδιού με χυμό σταφυλιού (εξαιρετικό ρόφημα), με τσάι κ.λ.π.

Αμέσως μετά ακολούθησε στο Κρανίδι η γιορτή ‘του λαδιού και της ελιάς’ οργανωμένη τώρα από τον Δήμο, για ένα όμως προϊόν που έχει μακρά ιστορία στον τόπο μας. Εδώ η γιορτή αφορούσε το
«λάδι Κρανιδίου» και ήταν μίμηση μάλλον της γιορτής του «ροδιού Ερμιόνης» με σκεπτικό: έχετε εσείς το ρόδι εμείς έχουμε το λάδι. Το κύριο και ουσιαστικό της γιορτής ήταν η ετοιμασία πλήθους εδεσμάτων με βάση το λάδι και την ελιά από Κρανιδιώτισες νοικοκυρές.

Και οι δύο γιορτές επαναλαμβανόμενες κάθε χρόνο την περίοδο της παραγωγής ροδιού, λαδιού, τότε που δεν υπάρχουν τουρίστες στα μέρη μας, ούτε περαστικοί, κινδυνεύουν να μείνουν στα πλαίσια της απλής γιορτής όπου παρουσιάζονται και επιδεικνύονται κυρίως αξίες χρήσης, δηλαδή πράγματα που φτιάχνει η οικογένεια για αυτοκατανάλωση ή για κατανάλωση στον ευρύτερο συγγενικό και φιλικό κύκλο. Το ζητούμενο είναι, οι αξίες χρήσης, όλα αυτά που τα άξια χέρια φτιάχνουν με ξεχωριστή φροντίδα για το σπίτι τους, να γίνουν προϊόντα για την τοπική και ευρύτερη αγορά, οπότε και η γιορτή να γίνει εμπορική γιορτή (εμποροπανήγυρις). Δύσκολο βέβαια, αλλά σε άλλα μέρη θεωρείται φυσικό και αυτονόητο.

Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε σε μια τάξη την τοπική ιστορία της ελιάς και του λαδιού, γιατί όσα ακούστηκαν άφησαν πολλές απορίες. Πολλά και ουσιώδη αποσιωπήθηκαν, άλλα υπερτονίστηκαν.

Στα βάθη της ιστορίας Κρανίδι δεν υφίσταται. Εμφανίζεται σε μια θέση που δεν είναι συνέχεια αρχαίου οικισμού, και η ανάπτυξή του τοποθετείται κάπου στον 18ο αιώνα και η παραγωγική σπουδαιότητά του τον 19ο αιώνα και κυρίως μέχρι τη Γερμανική Κατοχή.
Η παλιά ιστορία του λαδιού έχει σχέση με την πόλη των Ερμιονέων τη συνέχειά της που είναι η Ερμιόνη των Ρωμαϊκών χρόνων και των Βυζαντινών μέχρι τα χρόνια πάνω κάτω του Ιουστινιανού, γιατί από κει και πέρα είναι ένα μικρό κάστρο με λίγο πληθυσμό και υποτυπώδη παραγωγή. Είναι επομένως λογικό τα αρχαιότερα δέντρα της Ερμιονίδος να βρίσκονται στους κάμπους της Ερμιόνης, ελάχιστα όχι τόσο παλιά στην περιοχή Κρανιδίου – Πορτοχελίου και ορισμένα στον κάμπο των Φούρνων. Αυτό το σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της ελιάς και του λαδιού στον τόπο μας που είναι και ο μύθος του προϊόντος, αποσιωπήθηκε .... φρονίμως γιατί ερχόταν, κατά τους διοργανωτές, σε αντίθεση με την έννοια «λάδι Κρανιδίου». Αποσιωπήθηκε βεβαίως το γεγονός ότι στον κάμπο των Αγίων Αναργύρων  υπάρχει το αρχαιότερο δέντρο ελιάς που πιθανόν να έρχεται από την Κλασσική Εποχή, ότι τα δύο επόμενα παλαιότερα δέντρα βρίσκονταν (δυστυχώς όχι πια, γιατί το ένα έγινε καυσόξυλα και το άλλο πήγε..... στο νησάκι της Κοιλάδας) στους Φούρνους και ότι γύρω από το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων υπάρχουν παμπάλαια δέντρα ελιάς, απομεινάρια ενός παμπάλαιου ελαιώνα της μονής.

Η «γιαγιά ελιά» του κάμπου των Αγίων Αναργύρων έπρεπε λοιπόν να τιμάται στη γιορτή ως το ιερό δέντρο της Ερμιονίδας που παραπέμπει στην ιερότητα και των καρπών. Αντ’ αυτής τιμήθηκε μια ολίγων δεκαετιών μέσα σε .... γλάστρα με κομμένα τα μεγάλα κλαριά της (σαν σώμα με κομμένα χέρια και πόδια) και φυτρωμένα νεαρά πυκνά βλαστάρια κάτω από τα κοψίματα. Στην αρχαιότητα αυτό το κλάδεμα θα θεωρείτο έγκλημα και ιεροσυλία. Σωστή όμως η επιλογή, γιατί με αυτό το λάθος λέμε την αλήθεια, δηλαδή την παραγωγική πραγματικότητα του σήμερα. Οι ελιές αυτού του .....λατρευτικού τύπου, ξεριζωμένες από το χώμα και ακρωτηριασμένες, είναι εργαλεία καταπάτησης. Ξηλώνουμε τα πεύκα, βάζουμε αυτές τις ελιές, σε λίγα χρόνια φουντώνουν και νάσου ο παλιός ελαιώνας που δείχνει ότι εκεί δεν ήταν ποτέ δάσος! Οι συνεορτάζοντες λοιπόν οικολόγοι δεν πρόσεξαν αυτές τις λεπτομέρειες, δεν γνώριζαν ως φαίνεται, ότι τουλάχιστον στην Ερμιονίδα ΠΟΤΕ δεν ξηλώθηκε ελιά, γιατί ήταν ύβρις και αμαρτία. Και όταν γερνούσε, κόβανε τον κορμό για να τον κάνουν ξύλα και αμέσως διαλέγανε μία ίσια κωλόριζα από τη ρίζα του δέντρου, τη μεγάλωναν και την μπόλιαζαν. Γι’ αυτό και λέγανε οι παλιοί έχω 100 ρίζες ελιές και όχι 100 ελιές.  Ατυχής λοιπόν η επιλογή αυτού του δέντρου ως συμβόλου. Αρκούσαν τα στεφάνια και οι καρποί.

Επί τελευταίας Ενετοκρατίας και τελευταίας Τουρκοκρατίας, πρακτικά πριν την επανάσταση του 1821, σε ολόκληρη την Πελοπόννησο οι πηγές δεν αναφέρουν πάνω από 10000 δέντρα ελιάς. Άντε να ήσαν και 2 φορές περισσότερα. Κυρίως γύρω από μοναστήρια, σε ορισμένους ασφαλείς κάμπους που είχαν κυρίως γίνει με ‘επιδοτήσεις’ των Ενετών με σκοπό να παίρνουν το λάδι για την Ευρώπη, όπου όμως δεν χρησιμοποιείτο ως βρώσιμο, αλλά ως πρώτη ύλη για την παραγωγή σαπουνιού, το οποίο ήταν πολύτιμο για το πλύσιμο του μαλλιού και του βαμβακιού στην τότε ανερχόμενη βιομηχανία νημάτων και υφασμάτων. Δηλαδή η Ευρώπη το γνώρισε ως βιομηχανική πρώτη ύλη, και μάλιστα δεν ενδιέφερε η ποιότητα μιας και από οποιαδήποτε ποιότητα φτιάχνεις καλό σαπούνι για βιομηχανική χρήση. Και δεν είναι εύκολο μετά ο Ευρωπαίος να το δεχθεί ως βρώσιμο στο τραπέζι του. Το δέχθηκε χάριν του τουρισμού στην Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα, όπου το γνώρισε στα φαγητά και τις σαλάτες και το συνήθισε πλέον. Γι’ αυτό χρειάζεται να κάνει αγώνα το λάδι για να πείσει, δεν είναι όπως το ρόδι.

Και στην Ερμιονίδα μέχρι το 1821 ήσαν πολύ λίγα τα δέντρα. Οι περισσότερες οικογένειες είχαν ελάχιστα και σκορπισμένα στους κάμπους, δοσμένα ως δώρο από συγγενείς, στο γάμο τους.
Με τον ερχομό του Καποδίστρια, των νόμων για εκχέρσωση και φύτεμα - μπόλιασμα ελιών, αρχίζει η ουσιαστική επέκταση της ελιάς, πάντα ως ξερικής καλλιέργειας. Μάλιστα οι ελαιώνες ήσαν πολύ αραιά φυτεμένοι, γιατί το έδαφος ήταν συγχρόνως σταροχώραφο. Αυτή η τακτική συνεχίστηκε περίπου μέχρι την δεκαετία του 1950, ενώ από το 1960, με τις μηχανές και γεωτρήσεις άρχισαν να δημιουργούνται πυκνοφυτεμένοι ποτιστικοί ελαιώνες, που απαιτούσαν λιπάσματα και φυτοφάρμακα.
Η δημοτική καλλικράτειος αρχή επικαλέστηκε τον Μηλιαράκη και το βιβλίο του όπου καταγράφεται ότι ο δήμος Κρανιδίου τέλη 19ου αιώνα έχει ετήσια παραγωγή 450000 οκάδες λαδιού, όμως αυτό ήταν η ....μισή ανάγνωση. Πιο κάτω γράφει ότι η παραγωγή του δήμου Ερμιόνης ήταν την ίδια εποχή 150000 οκάδες. Όμως ο δήμος Κρανιδίου είχε περί τους 6500 κατοίκους ενώ της Ερμιόνης γύρω στους 2000 κατοίκους, άρα η παραγωγή λαδιού ανάλογα με τον πληθυσμό ήταν εξίσου σημαντική στον δήμο Ερμιόνης.
Όμως το Κρανίδι για ένα μεγάλο διάστημα του 19ου αιώνα είχε αρκετά ιστιοφόρα που μεταξύ των εμπορευμάτων τους σημαντική θέση είχε το λάδι, ενώ αργότερα στο Λιμάνι του Πειραιά υπήρξαν μεγάλοι λαδέμποροι, όπως η οικογένεια Στρίγγου που εμπορεύονταν αποκλειστικά λάδι Κρανιδίου, ασχέτως αν αυτό εν μέρει ήταν από ερμιονίτικα κτήματα. Θυμάμαι τον Στρίγγο τη δεκαετία του 1960 να μας λέει γιατί το Κρανιδιώτικο λάδι έχει όνομα και απολαμβάνει 20% μεγαλύτερη τιμή από το επόμενο καλύτερο ελληνικό λάδι: «Είναι αγουρέλαιο από περιποιημένες ελιές αραιές και ηλιόλουστες, προσεγμένο στην παραγωγή του και σωστά αποθηκευμένο, γλυκό, πολύ γευστικό και χωρίς οξέα. Μόνο μια περιοχή στη Σητεία της Κρήτης και μια στην Καλαμάτα βγάζουν έτσι καλό λάδι. Όλα τα άλλα είναι από ελαιώνες της τεμπελιάς, περιμένουν τις ελιές να πέσουν, γιατί χρόνια τώρα παράγουν για τα σαπουνοποιεία και μόνο λίγο λάδι είναι προσεγμένο και καλής ποιότητας, για αυτοκατανάλωση κυρίως». Έτσι όριζε το λάδι Κρανιδίου ο Στρίγγος, και παρόλο που ήταν Κρανιδιώτης υποστήριζε ότι το λίγο λάδι που έπαιρνε από το Καρακάσι ήταν άριστο, λόγω του εδάφους και του κλίματος του οροπεδίου.
Άρα έχουμε μύθο για την ελιά και το λάδι που σχετίζεται με την ιστορία της Ερμιόνης και τη συνέχεια του μύθου που είναι το λάδι Κρανιδίου, που στην πραγματικότητα είναι το λάδι της Ερμιονίδας, όμως με ελιές τοπικές και έτσι όπως το όριζε ο Στρίγγος.

Μετά όμως από την δεκαετία του 1960 το λάδι Κρανιδίου δεν υπάρχει στην αγορά του Πειραιά, έκλεισε και ο Στρίγγος, ενώ το εμπόριο γινόταν κατευθείαν από τους παραγωγούς σε 16κιλους τενεκέδες και από τα λιτρίβια στα ίδια δοχεία προς τους πελάτες τους ή χύμα προς μεγάλες εταιρείες συγκέντρωσης. Διατηρούσε πάντα τη φήμη του από στόμα σε στόμα. Τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν σε αυτό το σύστημα και ντόπιοι συσκευαστές που το έβγαλαν επώνυμα σε μικρότερα δοχεία.
Όμως το λάδι της Ερμιονίδας ξέφυγε πολύ από τον ‘ορισμό του Στρίγγου’. Οι περισσότεροι ελαιώνες έγιναν πολύ πυκνοί, ποτιστικοί, με πολλά ραντίσματα και λιπάσματα. Δεν είναι πλέον τα δέντρα ηλιόλουστα, δεν τα ξεπλένει ο άνεμος, το χώμα εξαντλείται και είναι αναγκαία η χρήση λιπασμάτων. Δηλαδή εντατική έως υπερεντατική καλλιέργεια, καμία σχέση έχουσα με την ξερική του Στρίγγου.
Προστέθηκε μια ποτιστική ελιά τελείως διάφορη από την τοπική ποικιλία, με λάδι που δεν έχει τη γλυκύτητα του ντόπιου. Σε πολύ μεγάλες εκτάσεις, γιατί είναι παραγωγικότερο δέντρο.
Διαφοροποιήθηκε το ελαιοτριβείο. Από τη μυλόπετρα και τα κλασσικά πιεστήρια με τα τσούλια, περάσαμε στα σύγχρονα λιτρίβια που σπάνε μηχανικά τον καρπό και τον πυρήνα και βγάζουν το λάδι με φυγόκετρο. Άλλο η μυλόπετρα και το άθερμο λάδι, άλλο η μυλόπετρα και το εν θερμώ λάδι, άλλο το μηχανικό σπάσιμο, η σχετικά μη ελεγχόμενη θερμοκρασία και η φυγοκέντριση.
Διαφοροποιήθηκε και το ράντισμα. Εκεί που ήταν αράντιστες οι ελιές, εκεί που ελάχιστοι ράντιζαν με τον ραντιστήρα της πλάτης, ήρθαν τα ραντίσματα με αεροπλάνο, με επίγεια μέσα μεγάλης ισχύος (το ράντισμα έγινε πλέον λούσιμο του δέντρου και της γης), τα πολλαπλά ραντίσματα για να κρατήσει ο καρπός, εν πολλοίς ανεξέλεγκτα.
Στη συνέχεια προστέθηκε η βιολογική καλλιέργεια ανάμεσα σε κτήματα εντατικής καλλιέργειας που και αυτή είναι ποτιστική με περιορισμούς σε ποσότητες και είδη φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.
Διαφοροποιήθηκαν και οι τόποι παραγωγής. Το Κρανίδι έμεινε στάσιμο ή μειώθηκε η παραγωγή του, η Ερμιόνη μάλλον στάσιμη, τα Δίδυμα απέκτησαν σημαντικούς ελαιώνες όπως και το Ηλιόκαστρο με το Λουκαΐτι, ενώ η παραγωγή γιγαντώθηκε στο Θερμήσι, Μετόχι, Σαμπάριζα που σήμερα μάλλον είναι ο τόπος που παράγει το περισσότερο λάδι της Ερμιονίδας.
Επειδή δε σήμερα ο κόσμος πάει κι έρχεται, μένει στα εξοχικά της περιοχής, γνωρίζει την περιοχή, προμηθεύεται λάδι «από τον τάδε παραγωγό», «από το τάδε λιτρίβι», «από το τάδε χωριό της περιοχής μας» που λόγω φήμης, γνωριμίας, σύστασης, το εμπιστεύεται.
Τα ως άνω είναι μια νέα κατάσταση όπου το σημερινό πραγματικό προϊόν δεν είναι αυτό που όρισε ο Στρίγγος και που γνώριζε η αγορά ως λάδι Κρανιδίου. Το σημερινό πραγματικό προϊόν άνετα μπορεί να πάρει το όνομα του παραγωγού, του λιτριβιού, του εμφιαλωτή, του χωριού, όμως κακά τα ψέματα, επιδιώκεται πάντα η σύνδεση με τον μύθο «λάδι Κρανιδίου» ο οποίος είναι διαβατήριο στην αγορά.
Γι’ αυτό και το παράδοξο: ο δήμος Κρανιδίου, ο συνεταιρισμός Κρανιδίου με το πολύ μεγάλο λιοτρίβι του (το όλον συνεταιριστικό εγχείρημα είχε άδοξο τέλος, αναμενόμενο φυσικά) ή άλλη σχετική συλλογικότητα που λογικά έπρεπε να είναι ο φορέας που θα ενεργοποιείτο για να κάνει ΠΟΠ το λάδι της περιφέρειας Κρανιδίου, δεν έκανε καμιά ενέργεια, ενώ ενήργησε με επιτυχία επιχείρηση της Ερμιόνης να κατοχυρώσει το λάδι Κρανιδίου.
Κινδυνεύουμε λοιπόν να πάθουμε τα της σαρδέλας Καλλονής – calonis. Να ρωτάνε στο Κρανίδι για λάδι Κρανιδίου, να απαντάνε ότι έχει το Κρανίδι πια μικρή παραγωγή, και να τους δείχνεις το λάδι που μόλις αγόρασες από κατάστημα του Κρανιδίου και να σου λένε γελώντας ότι ναι μεν Κρανιδίου αλλά έρχεται από το Θερμήσι.
Πώς λύνεται όλος αυτός ο γόρδιος δεσμός; Γιατί η σοβαρή αγορά επωνύμων και εξαίρετων (άρα και ακριβών) λαδιών δεν σηκώνει ...λαδιές!

Σημείωση: Επισυνάπτω δύο φωτογραφίες της «γιαγιάς ελιάς» που είναι και εξώφυλλο στο βιβλίο μου. Η πάνω είναι από κάποια απόσταση, ενώ η κάτω δείχνει τη δομή του κορμού της. Δεν είναι ξεχωριστά δέντρα. Ο κορμός κουφαλώθηκε με το πέρασμα των αιώνων, σάπισε, εξαφανίστηκε και κομμάτια του φλοιού αναπτύσσονταν επί αιώνες, αυτόνομα.
Αυτό το δέντρο – σύμβολο του τόπου μας, δεν συγκίνησε κανέναν. Δε έγινε άξιο θέας και επισκέψεως ούτε καν από τη σχολική κοινότητα, φαίνεται από το φόβο μήπως τα παιδιά δεχθούν το κάλεσμα της νύμφης που αιώνες κατοικεί σ’ αυτό το δέντρο και τα τραβήξει κοντά της, στην καλλιέργεια της μάνας γης, και ξεφύγουν έτσι από το τυπικό εκπαιδευτικό δρομολόγιό τους. Αλλού αυτό το δέντρο, και ένα άλλο 50 μέτρα πιο κει που είναι πολύ παλαιό κι αυτό, θα ήταν το αξιοθέατο της Ερμιονίδας, το σημείο αναφοράς της ελιάς και του λαδιού μας.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος