Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Το οριζόντιο ύψος

Αφιέρωμα στον Αργύρη Χιόνη

«Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει»:

Αυτοί οι στίχοι του Γ. Σεφέρη (Τελευταίος σταθμός, στ.83-86, από τη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’), ήταν το έναυσμα για να γράψει ο Αργύρης Χιόνης «Το οριζόντιο ύψος», όπου η αμίλητη φρίκη, έλεγε, αντιμετωπίζεται με τα μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος: το όνειρο και το χιούμορ.

Σας το παραθέτουμε
 
Το οριζόντιο ύψος

Μια φορά κι έναν καιρό, πλάι σ’ ένα πανύψηλο, υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη, ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι’ αυτό τεντωνότανε αδιάκοπα στις άκρες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα. Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή, γιατί κάθε φορά που έκανε αυτήν τη γυμναστική, για μέρες μετά, την πόναγε ανυπόφορα η μέση της. Το κυπαρίσσι που παρακολουθούσε αφ’ υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης: Δεν γνωρίζετε τι χάνετε, αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και αν θα ήταν ακόμη πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή μάλλον, έχω τη βεβαιότητα ότι η
βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω και τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια».
Η αγριάδα, αν και  δεν ήξερε ούτε πού βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν απ’ τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τ’ ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και την Ακαλαλούμπα, χώρα ακόμη πιο μακρινή, ακόμη πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χόρευαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγαν ρούμπα. Βέβαια, όταν ξύπναγε, το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό της πεδίο όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντάς την να μη βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρινό Ακαλαλούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε  λέγαν ρούμπα.
Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι κι αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν από τα επτακόσια), που ο ουρανός είχ’ ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του ‘κρύβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και  γκρίζα λάσπη την υπερηφάνεια του έκανε. Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστό της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι που-πώς να το κάνουμε;- αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει το όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου.
Μέσα απ’ αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλιώς ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και πού έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλαλούμπα. Κανένας όμως δε χόρευε εκεί τη ρούμπα. Ήτανε, βέβαια, ακόμη νεαρά και εστερείτο πείρας, τόσο εστερείτο πείρας, που καν δεν γνώριζε τις φυσικές της ιδιότητες.
Έτσι ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νιώθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε δυο μέρες αργότερα, λίγο πιο κει, μέσα απ’ το χώμα να προβάλλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας. «Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!» ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά όταν είπε καλωσόρισες, γειτόνισσα», άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια ακριβώς λόγια, να την καλωσορίζει, δηλαδή, με τη φωνή της, το ίδιο έγινε ακριβώς, άλλες δυο τρεις μέρες αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι. Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη αλλά κουτή δεν ήταν. Έτσι, κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήταν. Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ’ την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από επτακόσια, η αγριάδα είχε, ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα την καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο τον κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως την κορφή τους και πιο πέρα. Για πιο πέρα δεν μπορώ να πω∙
 Τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές που ακολούθησαν πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στην Ακαλαλούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές  τη ρούμπα.
Επιμύθιο І:Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ’ αστροπελέκια είσαι.
Επιμύθιο ІІ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, έως το Ακαλαλούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.

 
Ό,τι περιγράφω με περιγράφει


Καβάλα σ’ ένα ξύλινο αλογάκι,

με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,

πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,

στο αίμα, στη φωτιά, στην αρπαγή.



Καβάλα σ’ ένα κουνιστό αλογάκι,

μπρος -πίσω, πίσω – μπρος,

γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,

 κι έφτασα τώρα εδώ,

 στην κουνιστή μου πολυθρόνα,

μπρος –πίσω, πίσω – μπρος…



Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο

και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί

η μάχη, το αίμα, η φωτιά κι η αρπαγή

 θαμπές  εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη

καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει

ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.



Από το τελευταίο βιβλίο του Α. Χιόνη,

 «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει – ποίηση δωματίου»,

 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011, που συμπεριλήφθηκε

 στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο ποίησης.




Ένας λύκος αισθηματίας



Διψάω γι’ αγάπη, πεινάω γι’ αγάπη, πονάω γι’ αγάπη

Ουρλιάζω γι’ αγάπη, πεθαίνω γι’ αγάπη αλλά

Είμαι ο λύκος ο κακός λύκος και δε γίνεται

Δεν είναι δυνατό τέτοια αισθήματα να έχω

Γιατί αν μάθουνε τα πρόβατα

Θα πέσουνε να με σπαράξουν.



(Από την Ενότητα «Παρά ένα δώδεκα μαγικά παραμύθια»).


Βιογραφικό:

Ο Αργύρης Χιόνης, από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70 -πρόσθετε και την ιδιότητα του μετανάστη- γεννήθηκε στα Σεπόλια της Αθήνας το 1943 από γονείς νησιώτες. Tελείωσε νυχτερινό γυμνάσιο για να μπορεί να εργάζεται και άσκησε διάφορα επαγγέλματα. Εμφανίστηκε στα λογοτεχνικά με τη συλλογή «Απόπειρες φωτός» το 1966. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε σε χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο. Στα 28 του γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, όπου σπούδασε Ιταλική φιλολογία.  Τα θεατρικά του έργα:  «Ο ρήτορας» και «Αυτός εντός και εκτός του κουστουμιού του» πήραν βραβείο από το Θεατρικό Οργανισμό της Ολλανδίας Safer και το λογοτεχνικό περιοδικό Soma το 1971.     
Εργάστηκε ως μεταφραστής στο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις Βρυξέλλες. Το 1992 παραιτήθηκε και επέστρεψε  στην  Ελλάδα.  Εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας για να ασχοληθεί με το γράψιμο και τη γεωργία.  Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και μετέφρασε έργα. Το 2007 βραβεύτηκε το έργο του «Όντα και μη όντα», από το περιοδικό Διαβάζω. Το 2009 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο διηγήματος, για το έργο του «Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες», εκδόσεις Κίχλη.
Με το έργο του ο Χιόνης εξέφρασε την απορία του ανθρώπου μπροστά στο παράλογο και μάταιο της ύπαρξής του αλλά και μια βαθιά αγάπη για τη ζωή και μια ειλικρινή κατάφαση σ’ αυτή.

Έφυγε από τη ζωή, από ανακοπή, στα 68 του, ανήμερα των Χριστουγέννων, 25 Δεκέμβρη του  δύσκολου έτους 2011.Είχε φύγει από το Θροφαρί και είχε πάει στην Αθήνα για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με τους συγγενείς του. Κηδεύτηκε στο Θροφαρί.

«Δεν είναι πλέον ουρανός αυτός είναι
ένα γαιοβάμον σκότος που μας πνίγει».

Από τη Συλλογή Εσωτερικά Τοπία, Νεφέλη 1991.



Αντί  Επιλόγου

Είναι ωραίο πράγμα ο άνθρωπος, το πιο ωραίο ίσως, αντικείμενο, κυρίως όταν μένει ακίνητος και σιωπηλός σε μια γωνιά του δωματίου ή του τοπίου, λησμονημένος και σχεδόν αόρατος. Όσο πιο ακίνητος ο άνθρωπος, όσο πιο σιωπηλός τόσο πιο ωραίος∙ όσο πιο αόρατος τόσο καλύτερα για το δωμάτιο ή το τοπίο.
(Του Blaise Pascal, γάλλου στοχαστή,1623-1662.
 Η μεταγραφή έγινε από τον Αργύρη Χιόνη).

Ευχαριστούμε Μερσίνη