Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

άπνοια

Μπαλκόνι, δυόμιση, ξημερώματα, Τρίτη. Υπάρχουν κάποιοι που διατείνονται πως «ξημερώματα» πριν τις τέσσερις, άντε πέντε το πρωί, δεν υπάρχουν. Προφανώς τα ξημερώματά μας δεν πρόκειται να συναντηθούν ποτέ. Ίσως -σκέφτομαι- σε κανένα δωμάτιο ή προθάλαμο νοσοκομείου αλλά εκεί δεν έχει ώρες, όλα είναι ένα. Η μέρα είναι νύχτα και ανάποδα.
Παράτησα το βιβλίο που διάβαζα, το βαρέθηκα πριν καν αποφασίσω να ψάξω σελιδοδείκτη, ακουμπάω στο κάγκελο το χέρι μου, σε λίγο γέρνω και το κεφάλι, κοιτάζω στην ευθεία του κάγκελου, μέχρι εκεί που πάει το μάτι μου και προσπαθώ να χαθώ. Δεν είναι δύσκολο, η μυωπία είναι ενισχυτική του άγνωστου, μόνο γκρίζους και μαύρους όγκους βλέπω μέσα στο σκοτάδι. Οι τέντες είναι ανεβασμένες, ένα αεράκι κουνάει ο,τι απέμεινε πάνω στο κεφάλι μου, σε λίγο γίνεται πιο
δυνατό, κοροϊδεύομαι ότι το μπαλκόνι σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε, ευτυχώς δεν ζω -όχι ακόμη- δίπλα σε καμιά χωματερή, να ακούσω και πεντέξι γλάρους να πετάνε παραδίπλα και να τρέχω μετά για Xanax.
Αν -μια στο δισεκατομμύριο- είναι καράβι, το υπόλοιπο πλήρωμα κοιμάται. Πρέπει να μείνω ξύπνιος λοιπόν και να το βγάλω στα ανοιχτά μόνος μου, αφού πρώτα ειδοποιήσω αυτόν με το αναμμένο φως στην απέναντι πλευρά του δρόμου να περιμένει λίγο, αν ξεκινήσουν ταυτόχρονα δυο τρίτοι όροφοι μπορεί να έχουμε δράματα, αν σαλπάρει και ο δεύτερος διαγώνια -βλέπω την κάφτρα του ύπαρχου να κουνιέται εκεί χαμηλά- τότε κανείς δεν θα διηγείται την ανιαρή ιστορία του Τιτανικού σε λίγα χρόνια. Κακώς οι μηχανικοί δεν σκέφτηκαν να βάλουν κόρνα στα μπαλκόνια, δε λέω για τις παλιές μπρούτζινες ναυτικές, μια φτηνή κινέζικη θα αρκούσε. Ποιος προέβλεπε τότε, θα μου πεις, ότι θα καταλήγαμε να περιφερόμαστε καλοκαιριάτικα σ’ αυτό το κατάστρωμα, πέρα δώθε, να το πλένουμε κάθε μέρα -σαν τους μούτσους του Bounty- και να αγναντεύουμε από μια γωνιά του τον ίδιο σταθερό ορίζοντα που ούτε κοντά μας έρχεται ούτε στην αγκαλιά του πάμε. Σαράντα, πενήντα, εξήντα μπαλκόνια, άλλα με μηχανές, άλλα με πανιά, ακινητοποιημένα καταμεσής δυο δρόμων. Σα να μας τέλειωσαν ξαφνικά τα καύσιμα ή να έκλεισε κάποιος τον διακόπτη του αέρα και της ανάσας μας.
Ελπίζω αύριο, μεθαύριο, να αποφασίσω να βουτήξω. Λάντζα δεν έρχεται, λιμάνι δεν πιάνουμε, ανεμόσκαλα δεν έχουμε, αν δεν έρθει το καλοκαίρι προς τα δω λέω να πάω εγώ να το βρω πριν χαθεί οριστικά το στίγμα του από το ραντάρ..
amancalledkkmoiris