Σε κάποιο σχολικό βιβλίο υπήρχε ο στίχος
«Κάνει κρύο, κάνει τσίφι / για το δόλιο το κοτσύφι».
Αυτό το «τσίφι» δεν ήξερα, βέβαια, τι ακριβώς είναι.
Αργότερα είχα υποθέσει ότι το τσίφι είναι λέξη αυτοσχέδια, χωρίς νόημα, που μπήκε για την ομοιοκαταληξία. Περιέργως, δεν το έψαξα περισσότερο.
Φυλλομετράω σήμερα τη μελέτη για τους ιταλισμούς της νεοελληνικής, της Domenica Minniti Gonias
και βλέπω ανάμεσα στα διαλεκτικά δάνεια και το:
φα τσιφέτα < fa cifetta “fa molto freddo” [κάνει πολύ κρύο]
Και μετά βρίσκω στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος ότι τσίφι είναι το ελαφρό και διαπεραστικό κρύο.
Οπότε, βρέθηκε και το τσίφι. Αχ, το δόλιο το κοτσύφι!
Νίκου Σαραντάκου
Έλλη Βασιλάκη