Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

Το πρώτο Ψυχοσάββατο του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη

 


Το πρώτο Ψυχοσάββατο

«Μνείαν ποιούμεθα... των απ’ αιώνος κεκοιµηµένων!»

 

του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη

Το Σάββατο, πριν από την Κυριακή της πρώτης Αποκριάς, της Κρεατινής όπως οι παλαιότεροι την έλεγαν, στην Εκκλησία μας ξεκινούν τα Ψυχοσάββατα. Είναι μέρες αφιερωμένες κατεξοχήν στους νεκρούς. Έχουν έντονο συγκινησιακό αποτύπωμα και η τελετουργία τους αποδεικνύει την απέραντη μνήμη εκείνων που ζουν προς τους «κεκοιμημένους» καθώς και τον μεγάλο σεβασμό στις ψυχές τους.

Τα σπουδαιότερα Ψυχοσάββατα πριν από το Πάσχα είναι της Κρεατινής, της Τυρινής και των Αγίων Θεοδώρων, της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής. Γι’ αυτά ο λαϊκός λόγος αναφέρει (δείχνοντας τη μεγάλη σημασία τους): «Ανάθεμα ποιος δούλεψε αυτά τα τρία Σάββατα, Κρεατινής και Τυρινής και των Αγίων Θεοδώρων». Το τέταρτο μεγάλο Ψυχοσάββατο είναι εκείνο πριν από την Πεντηκοστή που λέγεται και Ψυχοσάββατο του Μάη ή Σάββατο του Ρουσαλιού.

Είναι άξιο παρατήρησης πως σε μέρες με εύθυμο και χαρούμενο τόνο εξ αιτίας των αποκριάτικων εθίμων συνυπάρχει το πένθος και η ανάμνηση των νεκρών, καθώςαναβιώνουν οι αρχαίες γιορτές που είχαν διπλή όψη, όπως τα Ανθεστήρια των Αρχαίων Αθηναίων (γιορτή της ζωής και του θανάτου).

Την Παρασκευή, λοιπόν, το απόγευμα μετά το χτύπημα της «μεσαίας» καμπάνας με τον βραχνό ήχο έφταναν στον Ταξιάρχη γυναίκες και παιδιά για να δώσουν στον παπά-Μιχάλη και στην κυρα Λένη, τη νεωκόρο, το πρόσφορο τυλιγμένο πάντα σε πεντακάθαρη ολόλευκη πετσέτα. Έδιναν και το χαρτάκι «υπέρ αναπαύσεως». Είχαν σ’ αυτό γράψει τα ονόματα των στενών συγγενικών τους προσώπων που είχαν φύγει από τη ζωή για να τα μνημονεύσει ο ιερέας.Έφερναν και πιάτα με στάρι, μυρωδάτο λιβάνι και ψυχοκέρια αφήνοντας και ένα μικρό φιλοδώρημα.

Στα περισσότερα σπίτια επικρατούσε παρόμοια ατμόσφαιρα. Οι νοικοκυρές άναβαν το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα και κεριά μπροστά στις φωτογραφίες των δικών τους ανθρώπων, ενώ με το λιβανιστήρι θυμιάτιζαν ολόκληρο το σπίτι.

Την επομένη, Σάββατο πρωί, γύρω στις 6, η ίδια καμπάνα καλούσε τους πιστούς για το πρώτο Ψυχοσάββατο, ενώ η μητέρα μου στο άκουσμά της πάντα έλεγε:

− Από σήμερα οι ψυχές δίκαιες και άδικες, αγαθές και πονηρές απολύονται και κυκλοφορούν έξω, ελεύθερες,ανάμεσά μας. Θα μπουν μέσα το Σάββατο της Πεντηκοστής, το τελευταίο Σάββατο των αναστημένων ψυχών και η κάθε ψυχή θα γυρίσει ξανά στη θέση της. Αυτό το Ψυχοσάββατο,το Σάββατο του Ρουσαλιού (όπως, αλλιώς, το λέει ο λαός),είναι το πιο φοβερό απ’ όλα τα Σάββατα του χρόνου!

Η Τζένη θυμάται τη γιαγιά της νοσταλγικά, και αργότερα τη μητέρα της, βυθισμένη σε μια γλυκιά θλίψη, να στολίζει με περισσή τέχνη, αγάπη και φροντίδα την «τροφή των κεκοιμημένων» λέγοντας:

«Όλα τα Σάββατα να ’ρθουν, να παν και να γυρίσουν/του Ρουσαλιού το Σάββατο, ποτές να μη γυρίσει!»1

Στον Ταξιάρχη έφταναν γυναίκες κρατώντας πιάτα με στάρι που τα έδιναν στην κυρα -Λένη. Εκείνη τα άδειαζε στη μεγάλη «κοφινάδα» που ήταν τοποθετημένη στα δεξιά, δίπλα από την Ωραία Πύλη ή τα άφηνε πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του σολέα, για να «διαβαστούν» στο τέλος της Λειτουργίας, όπου ψάλλεται η επιμνημόσυνη ακολουθία.

Ο παπά-Μιχάλης από νωρίς είχε αρχίσει να βγάζει από τα δεκάδες πρόσφορα, στο σπίτι ζυμωμένα τα περισσότερα και λιγότερα του φούρνου, το ύψωμα που θα έδινε στο τέλος «στους δικαιούχους». 

Ο ίδιος, όμως, είχε διαλέξει το καλλίτερο, το πιο νόστιμο σταρένιο προσκόμιδο που είχε και την ωραιότερη σφραγίδα για να «προσκομίσει». Αφαιρούσε την κυκλική σφραγίδα με περισσή δεξιοτεχνία και ξεκινούσε την προσκομιδή. Είχε δίπλα του στοιβαγμένα τα χαρτιά με τα ονόματα των νεκρών που τα διάβαζε προσεχτικά, με μεγάλη επιμέλεια και σεβασμό. 

Όταν τελείωνε, μοίραζε σε μας «τα παιδιά» του ιερού τις τέσσερις «κόρες», έτσι τις λέγαμε, που είχαν κοπεί από το πρόσφορο της προσκομιδής. Νοστιμότερο ψωμί δεν έχω φάει Μέχρι και σήμερα θυμάμαι τη γεύση του!

Όταν τελείωνε η λειτουργία και ξεκινούσαν τα μνημόσυνα πάλι ο παπά-Μιχάλης με υπομονή διάβαζε τα πολλέςεκατοντάδες ονόματα «των κεκοιμημένων». Στο τέλος η ευχή όλων ήταν μία.

− Θεός να τους συγχωρέσει!

Σ’ όλα τα Ψυχοσάββατα επαναλαμβάνονταν οι ίδιες εικόνες ενώ σε πολλά μέρη της Ελλάδας τα έθιμα εκείνων των ημερών είναι πολλά, ποικίλα, ενδιαφέροντα και με εξαιρετικούς συμβολισμούς.

Η εκκλησιαστική λατρεία (δρώμενα, Μουσική, Αγιογραφία, Αρχιτεκτονική) αλλά και τα ήθη, έθιμα και οι παραδόσεις προκαλούσαν ανέκαθεν το ενδιαφέρον των ανθρώπων. Έτσι αγράμματοι και εγγράμματοι, ειδικοί και μη, μας παρέδωσαν γραπτά ή προφορικά σπουδαία κείμενα εκκλησιαστικής λατρείας. Ένα απ’ αυτά, σχετικό με το θέμα μας, ιδιαίτερα ενδιαφέρον, δημοσιεύουμε στη συνέχεια.

«… στη λευκή, καθαρή πετσέτα που τύλιγαν το πρόσφορο άφηναν διπλωμένο κι ένα κομμάτι χαρτί με γραμμένα τα ονόματα νεκρών και ζώντων μελών της οικογένειας για να μνημονευτούν μετά τη λειτουργία, υπέρ υγείας και αναπαύσεως. Όλοι μαζί• μία γραμμή τους χώριζε, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς από τη μια μεριά κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους από την άλλη. Μικρός έγραφα καλά, με έβαζαν κάποιες φορές να τα καλλιγραφώ, προσέχοντας να είναι τακτοποιημένα σωστά και καθαρά τα ονόματα, μην κάνει κανένα λάθος ο παπάς και ξαστοχήσει η ευχή. Μου έκανε πάντα βαθειά εντύπωση η τόση επιμέλεια, ακόμα και των λιγότερο ευσεβών, στην παρασκευή και την προσκόμιση των προσφορών. Πόση φροντίδα απαιτούσε η προσφορά ύλης στο αόρατο. Πόση προσοχή, πειθαρχία και τάξη για να μετεωριστείς στην όποια ελευθερία του πνεύματος. Και πάλι για λίγο, ελάχιστα και προσωρινά, ίσα να τ’ αγγίξεις, κι αν τ’ άγγιζες κι αυτό».2

Σημ.

1. Το Σάββατο αυτό της Πεντηκοστής το είπε ο λαός μας «Σάββατο του Ρουσαλιού» επειδή στα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια γιορταζόταν, επίσης, μια γιορτή αφιερωμένη στους νεκρούς, τα R o s a l i a (Ροζάλια: από τα ρόδα-τριαντάφυλλα). Τα Ροζάλια ήταν η συνέχεια της μεγάλης αρχαιοελληνικής αθηναϊκής γιορτής με την ονομασία «Ανθεστήρια», που γίνονταν κατά την περίοδο της Άνοιξης, κρατούσαν 3 μέρες και την τελευταία μέρα τους γιορτάζονταν τα Υδροφόρια προς τιμήν των νεκρών.
2. Χρήστος Θ. Μποκόρος (1956), Νομικός και Εικαστικός.
3. Η φωτο είναι από το διαδικτυο.