Λέσβος, 23 Φεβρουαρίου 1867: Η ημέρα που σταμάτησε ο χρόνος
Του Γιάννη Λακούτση
Μόνο οι ειδικοί επιστήμονες γνώριζαν για το ρήγμα της Αγίας Παρασκευής που διασχίζει τη Λέσβο από τα βόρεια, ανάμεσα σε Μόλυβο και Σκάλα Συκαμνιάς μέχρι τον κόλπο της Καλλονής. Ένα ρήγμα που σημάδεψε το νησί. Συνηθισμένηείναι η Λέσβος στους σεισμούς, αλλά ο σεισμός του 1867 ήταν ο ποιο καταστροφικός όλων. Ήταν 23 Φεβρουαρίου 1867. Ξαφνικά στις 6 ώρα το απόγευμα ένας φοβερός σεισμός τράνταξε ολόκληρο το νησί. Πριν καλά καλά συνέλθουν οι κάτοικοι από την τρομάρα τους, ένας δεύτερος πιο δυνατός και μεγαλύτερης διάρκειας ήρθε να συμπληρώσει τις καταστροφές του πρώτου. Ύστερα ακολούθησε άλλος και άλλος, έτσι που επί πολλές ημέρες σειόταν το νησί. Ο σεισμός έγινε αισθητός στα Δαρδανέλια, το Αϊβαλί, Αϊδίνιο, Μαγνησία και προκάλεσε ζημιές και σε πόλεις της Μικράς Ασίας. Οι μετασεισμικές δονήσεις συνεχίστηκαν έως τον Μάρτιο του επόμενου χρόνου 1868. Λεπτομερής και ανατριχιαστική περιγραφή των γεγονότων αναφέρεται από τον Τύπο της εποχής, αλλά και από ανθρώπους που έζησαν αυτές τις φοβερές ώρες. « Η καταστροφή ήρχισε την 23 Φεβρουαρίου, ώρα 6μ.μ. Ουδεμία υπόγειος βοή, ουδέ κρότος προηγήθη αυτής. Μόνον ο αήρ ήτο βαρύς. Περί την δύσιν του ηλίου εκλόνησε την γην σφοδρός σεισμός. Όσοι ευρέθησαν εις τας οδούς ερρίφθησαν βιαίως κατά γης, αι οροφαί και τα δώματα των οικιών διερράγησαν, και μετ’ ολίγον κατέπιπτον και αυταί αι οικίαι.Ολίγοι άνθρωποι έλαβον καιρόν να σωθώσιν οι δε διασωθέντες παρευρέθησαντότε εις θέαμα του οποίου η φρικαλέα αίσθησις ουδέποτε θέλει εξαλειφθή εκ της μνήμης αυτών. Επί ώρας είδον την γηνσειομένην μετά τιναγμών επαγόντων σκοτοδινίασιν, έπειτα κρότους φοβερούς, συγκρούσεις φρικαλέας, και τέλος αναβάσεις και καταβάσεις του εδάφους, αίτινες σχεδόν ουδέν άφησαν όρθιον. Αι μεγάλαι κωμοπόλεις της άρκτου ηφανίσθησαν. Ο οφθαλμός ουδέ ίχνος κατοικίας ανακαλύπτει πλέον εκεί. Ο αριθμός των θυμάτων του σεισμού της Μιτυλήνηςείναι μέγας. Άνευ υπερβολής δύναταί τις να είπη ότι πέντε χιλιάδες ανθρώπων απολέσθησαν επί της νήσου». (1)
Τις δικές της πληροφορίες μας δίνει η «ΑΡΜΟΝΙΑ»: « Την πέμπτην, 23 φθίνοντος, κατά 6 ώραν μ.μ. δυο αιφνίδιοι αλλεπάλληλοι σεισμοί κατέστρεψαν όλην την πρωτεύουσα σχεδόν και ίσως όλην την νήσον. Θύματα εν μόνη τη πρωτευούση υπολογίζονται περί τα 300, καθ’ όλην την νήσονπερί τας τέσσαρας χιλιάδας. Σχολεία, νοσοκομείον και εκκλησίαι κατεστράφησαν, ιδιωτικαί δε οικίαι οι πλείσται ή μάλλον όλαι έπαθον, διότι και αι μη καταπεσούσαι εισίνακατοίκητοι. Θρήνος και κλαθμός ακούεταιπανταχού,απολέσαντες και θρηνούντες οι γονείς ζητούσι τα τέκνα των, και τα τέκνα τους γονείς, οι δε διασωθέντες ζώσιν εν υπαίθρω άνευ τροφής και καλυμάτων, διότι η αγορά κατεστράφη, μετ’ αυτής δε όλαι αι αποθήκαι γεννημάτων και αλεύρων»(2). Ενώ ο Τύπος αλλά και οι αυτόπτες μάρτυρες συμφωνούν ότι κανένα γεγονός δεν συνέβη πριν από τον σεισμό, στον Κώδικα Ε’ της Μητρόπολης Μυτιλήνης σελ. 73 γίνεται αναφορά σε γεγονότα που προμήνυαν τον σεισμό, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής. «Προηγήθη του σεισμού έκλειψις ηλίου την 22αν του μηνός, προ δε του πρώτου κλονισμού, η ατμόσφαιρα κατενεφελώθη πυρακτωθείσα ως εν πολυτρόφοις πυρκαϊάς Επί δε των πρώτων ισχυροτάτων δύο δονήσεων, η μεν γη περιστροφικώς εσείετο, εις πολλά μέρηεξετμίζουσα θειώδη τινά παχύν καπνόν, συναναμιγνύμενον με τον εκ των καταπιπτόντων κτιρίων κονιορτόν και συνανιψούμενον, αι δε των κτιρίων πέτραι, τούβλα, κέραμοι κ.τ.λ. δίκην των επί του ύδατος των Πιδάκων Κεράσεαστροβιλιδόν περιπηδώντα κατέρρεον, δια της αυτωθήσεως οιονεί του εκ των εγκάτων της γης εξερχομένου καπνού και της ατμοσφαιρικής δυνάμεως ησύχως καταπίπτοντα, επικρατούντος φοβερού τρισμού και απεριγράπτου βοής, εις μόνους γνωστών, όσοι εδυστύχησαν να ευρεθώσιν εις την σκηνήν. Εδώ κλαθμοί και οδυρμοί, εκεί κοπετοί, εδώ σπαραξικάρδίως εκπνέοντες εκεί θανασίμως τετραυματισμένοι, άνευ ουδεμιάς προστασίας υπερπηδώμενοι, εδώ παρά των συναποθνησκόντων γενναιοτέρων προστατευόμενοι τετραυματισμένοι ή αποθνήσκοντες, εκεί εκ των οικοδομών εις την θάλασσαν ή εις τας οδούς πίπτοντες προς διάσωσιν, εδώ εκ των οικοδομών επικινδύνως εξερχόμενοι ή εν τω εξέρχεσθαι υπό τα ερείπια θαπτόμενοι, εκεί εις τας οδούς ασκεπείς και ανυπόδητοι διατρέχοντες, άσυλον ζητούντες όπου ευρυτέρα η οδός και ολιγώτερος ο κίνδυνος καταπτώσεως κτιρίου, εδώ μήτηρ ζητούσα τα τέκνα της, εκεί συζυγοι εν τω ιδίω κινδύνω αναλογιζόμενοι τα των συζύγων αυτών, πανταχού δε άστεγοι και ασκεπείς, διανυκτερεύσαντες εις το ύπαιθρον εν νυκτί ασελήνω και νεφελώδει, πλούσιοι και πένητες, ασθενείς και υγιείς, οι μεν παραμένοντες παρά τοις σεισμοπλήκτοις αποθανούσιν οι δ’ ουκ οιδότες, πού αυτών οι αδερφοί, αν εν τοις ζώσιν ή μη…». Έχουμε και μία άλλη σημαντική μαρτυρία . Είναι του Κ. Κανταρτζή, τότε, Διδάκτορα της Ιατρικής του Γαλλικού Πανεπιστημίου και αργότερα γιατρού της Δημαρχίας Μυτιλήνης. Στα χειρόγραφά του «Μετεωρολογικά και Αστρολογικά της Λέσβου», περιγράφει τον σεισμό όπως ο ίδιος τον έζησε. « η ατμόσφαιρα ήτο βαρεία, αναποφάσιστος, η θερμοκρασία θερινή, γαλήνη εδέσποζε. Δεν προεκλήθη ουδείς υπόγειος κρότος κατά την αρχήν του σεισμού…Ολίγα λεπτά πριν του σεισμού 1ονεισερχόμενοι τινές εις την πόλιν Μυτιλήνην είδον ποίμνιονπροβάτων ισταμένον και είχον τας κεφαλάς προς τον ουρανόνσηκωμένας.2ον ημίονοι, όνοι, ίπποι, έφυγαν εις τους αγρούς, κύνες ορλίζοντες εξήλθον του χωρίου Μεσαγρού της Γέρας, βόες και είς κύων έκοψαν τα σχοινιά των και εσώθησαν, διότι μετ’ ολίγον κατέρρευσεν το αχούρι των». Αναφέρει επίσης διάφορα άλλα χαρακτηριστικά περιστατικά. « Κατά τον σεισμόν τούτον είδον πολλοί άνθρωποι εις την ΒΑ πλευράντου Ν. λιμένος Μιτ. Πλησίον της θαλάσσης λάμψιν τινά ήτις ευθύς εχάθη. Εις τον Ν. λιμένα Μιτ. Ευρέθησαν μετά τους 3 πρώτους σεισμούς εντός λέμβου ιχθύες. Εις τον Παλαιόκηπον της Γέρας εν ελαιοχώραφον μετετοπίσθη με τα δένδρα του. Τα πλείστα πόσιμα ύδατα της Καλλονής κατ’ αρχάς εχρωματίσθησαν ερυθρά ύστερον έμειναν επί πολλάς ημέρας θολά και ως το γάλα λευκά…». Ο Κανταρτζής αναφέρει συνεχώς σεισμούς ως τις 13 Αυγούστου.
Ανταπόκριση από τη Μυτιλήνη: « Περί των ημετέρων καταστροφών, των τε εν μέρει και των εν γένει, ουδέν ακριβές εισέτι δύναμαι να διακοινώσω υμίν, επειδή ουδ’ αυτή η επιτόπιος αρχή ηδυνήθην να κατορθώση το τοιούτον, ένεκα των επισυμβαινόντων καθ’ ημέραν δονισμών της νήσου. Περιερχόμενος δε τις την πόλιν καθ’ απάσας τας συνοικίας, κυρίως δε κατά την αγοράν, αισθάνεται αποφοράν μέχρι ναυτιάσεως ή και φόβου, ένεκα των εισέτι ενταφιασμένων θυμάτων, εν όλη δε τη νήσω κατά τους μεν υπολογίζονται 1.200, κατ’ άλλους δε πάλιν 1.500 οι φονευθέντες, τραυματίαι δε και ακρωτηριασθέντες άπειροι. Ο πληθυσμός της νήσου υπολογίζεται σήμερον ως 75 χιλιάδες, εξ ων 10 χιλιάδες μόνον είναι Οθωμανοί. Κατ’ άλλους, ο πληθυσμός της νήσου αναβαίνει εις 90.000».(3)
«Λίαν καταστρεπτικός και απαίσιος δια την Λέσβον υπήρξε και ο φρικώδης σεισμός ο συμβάς την 23 Φεβρουαρίου, ώραν 6 μ.μ. του 1867, του οποίου ουδεμία υπόγειος βοή ουδέ κρότος προηγήθη, μόνον ο αήρ ήτο κατά τι βαρύς. Περί την δύσιν του ηλίου είχε κλονισθή η γη σφοδρότατα. Κατ αρχάς αι οροφαί και τα δώματα των οικιών διερράγησαν, μετ’ ολίγον δε κατέπεσαν και αυταί αι οικίαι και όλοι έλαβον καιρόν να σωθώσιν, επί ώρας ολοκλήρους εθεώντο συγκρούσεις φρικαλέας, και τέλος αναβάσεις και καταβάσεις του εδάφους, αίτινες ουδέν σχεδόν άφησαν όρθιον. Από δε της αποφράδος εκείνης ημέρας επανήρχοντο οι σεισμοί μετά υπογείων κρότων επί μήνας ολοκλήρους».(4)
Πόσα ήταν τα θύματα των σεισμών, ακριβώς, κανείς δεν μπορεί να μας το βεβαιώσει, αφού ούτε Στατιστική υπηρεσία υπήρχε, ούτε κανείς άλλος φρόντισε να συλλέξει στοιχεία. Πολλοί άνθρωποι χάθηκαν χωρίς κανείς να ενδιαφερθεί να τους αναζητήσει, Σκοτώθηκαν και πολλοί ξένοι που ήταν στα διάφορα χάνια του νησιού.
«Θύματα εγένοντο πλείστα, πλειότερα ή όσα κατ’ αρχάς υπετέθησαν. Γενομένων ανασκαφών εν τη αγορά ανευρίσκονται πλείστα πτώματα ξένων και εντοπίων αγνώστων καταστάντων. Οι φονευθέντες και πληγωθέντες πρέπει να υπερβαίνωσι τους τριακοσόυς εν τη πρωτευούση μόνον. Αναγγέλλεται δε καθ’ εκάστην ότι και εις τα έξω μέρη της νήσου όμοια και χείρω εγένοντο».(5)
H ιστορία των σεισμών στην Ελλάδα πηγαίνει πολύ βαθιά στοπαρελθόν. Υπάρχουν γραπτές πηγές που ξεκινούν από τον Ηρόδοτο, φθάνουν στους ελληνιστικούς και βυζαντινούς χρόνους, στην οθωμανική εποχή και καταλήγουν στα νεότερα χρόνια, οπότε και άρχισε η καταγραφή τους. Οι αρχαιότεροι Έλληνες φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν με το φαινόμενο του σεισμού και προσπάθησαν να βρουν κάποια ερμηνεία του, φαίνεται ότι είναι ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος (585-528π.χ.) και ο μαθητής του ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος. Ο Αναξιμένης στα σωζόμενα αποσπάσματα των έργων του γράφει: «…ο σεισμός γίνεται από αλλοιώσεις της γης, από μεταβολές της δηλαδή, λόγω θερμάνσεώς της και ψύξεώς της». Αργότερα ο Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά» του γραμμένα περί τα μέσα του Δ’αιώνα, καταγράφει τις γνώσεις της εποχής του. « Είναι, λέγει, φανερό ότι για να προκληθή σεισμός χρειάζεται και η υγρασία και η ξηρασία…Οι περισσότεροι σεισμοί συμβαίνουν όπου η θάλασσα είναι γεμάτη ρεύματα, η γη σπογγώδης και με σπηλιές, όπως συμβαίνει γύρω από τον Ελήσποντο, στην Αχαΐα, στην Σικελία, στην Εύβοια και αλλού…».Μετά τον Αριστοτέλη και μέχρι τον Παυσανία, «Αχαϊκά» κεφ. 24 ( 170 μ. χ.) δεν βρίσκουμε κάτι αξιόλογο για σεισμούς. Μια άλλη κατάταξη των σεισμών αναλόγως των αποτελεσμάτων τους, έδωσε τον Γ’ αιώνα μ. χ. ο Διογένης ο Λαέρτιος. Τους διακρίνει σε: σεισματίες, δηλ. σεισμούς που προκαλούν παλινδρομικές κινήσεις. Χασματίες, σεισμούς που ανοίγουν ρήγματα. Κλιματίες, όταν κάνουν τα κτίρια να γέρνουν στα πλάγια. Βρασματίες, όταν προκαλούν κατακόρυφες μετακινήσεις, όπως όταν βράζει το νερό. Στους Βυζαντινούς χρόνους οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη παρέμειναν σε ισχύ μέχρι το 1750 όπου έχουμε διατύπωση νέων απόψεων. Υποστήριζαν ότι οι σεισμοί προκαλούνται από την προσέγγιση άλλων αστέρων προς τη γη ή από πτώσεις μετεωριτών.
Οι αρχαιότερες συσκευές καταγραφής σεισμών ανακαλύφθηκαν στην Κίνα. Η συσκευή δεν είχε μέσα καταγραφής, παρά μόνο βοήθησε στον προσδιορισμό της ισχύος του σεισμού και το επίκεντρό του. Αυτά τα όργανα ονομάζονται σεισμοσκόπια. Το αρχαίο κινεζικό σεισμοσκόπιο χρονολογείται από το 123 μ.χ. To 1898 εγκαταστάθηκε στον ελληνικό χώρο το πρώτο όργανο αναγραφής των σεισμικών κινήσεων. Αυτό ήταν ένας σεισμογράφος «Αgamemnone” και μπήκε σε λειτουργία στο Αστεροσκοπείο Αθηνών όπου λειτούργησε μέχρι το 1910, οπότε αντικαταστάθηκε από ένα οριζόντιο σεισμόμετρο «Mainka», με το οποίο έγιναν οι πρώτες κατάλληλες παρατηρήσεις για σύγχρονη επιστημονική έρευνα. Το 1928 ο Αμερικανός φυσικός Τσαρλς Ρίχτερ επινόησε μια κλίμακα, η οποία βασιζόταν στη μέτρηση μετατόπισης εδάφους εξαιτίας των σεισμικών κυμάτων. Το 1935 η κλίμακα Ρίχτερ υιοθετήθηκε στη μέτρηση έντασης των σεισμών, αντικαθιστώντας εκείνη που είχε αναπτυχθεί το 1902 από τον Ιταλό ηφαιστειολόγο Τζουζέπε Μερκάλι.
Θεομηνίες στη Λέσβο τον 19ο αιώνα. Ζαννή Καμπούρη 1978
Χρονικό των σεισμών της Ελλάδος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Παν. Σπυρόπουλου 1997