Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο έβδομο μέρος


ΗΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο έβδομο μέρος

Δημήτρης Τουτουντζής

Οι πειρατές του Μαλαμπάρ.

Η δυτική ακτή της Ινδίας, από τη Βομβάη ως το Κοσέν, γνωστή στους ναυτικούς με το όνομα ακτή του Μαλαμπάρ, έβγαλε στο τέλος του 17ου αιώνα μια δυναστεία πειρατές, που απόκτησαν ουσιαστικά το μονοπώλιο στην πειρατεία και έγιναν τόσο ισχυροί, ώστε για εξήντα χρόνια η δύναμη της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών, βοηθούμενη πότε-πότε από το αγγλικό βασιλικό ναυτικό, στάθηκε ανίκανη να τους κάνει καλά. Ο έλεγχος της ομοσπονδίας τους έμεινε στα χέρια της οικογένειας Άνγκρια, που τα μέλη της ήταν Μαράττες από καταγωγή, το προσωπικό της ομοσπονδίας όμως δεν αποτελούνταν μόνο από Ινδούς. Ένας από τους χειρότερους πειρατές ήταν Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα Άγγλοι, τραβηγμένοι προς την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό από τις αφηγήσεις για τα μυθικά πλιάτσικα που είχε εξασφαλίσει ο Αίηβερυ.
    Ο πρώτος από την οικογένεια Άνγκρια, που έγινε αναγνωρισμένος αρχηγός, ήταν ο Κανχοτζί ή Κονατζή, που έγινε
το 1698 ναύαρχος στον μαραττικό στόλο. Ο Κανχοτζί κατόρθωσε σιγά-σιγά να γίνει ανεξάρτητος από τους αφέντες του, από όπου εξαρτιόταν, και έγινε κύριος της ακτής σε μια έκταση τριακόσια μίλια νοτιότερα από τη Βομβάη. Κατά μήκος αυτής της ακτής έχτισε μια σειρά από φρούρια, στο Αλιμπάγκ, στο Σεβερντρούγκ και στο Βιτζαϋντρούγκ, από όπου έκανε εξορμήσεις, σαν πραγματικός αρχηγός των πειρατών, για να πολεμήσει εναντίον όλου του θαλασσινού εμπορίου, ιδιαίτερα όμως εναντίον του εμπορίου της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών. Η εταιρία αναγκάσθηκε να παραπονεθεί στους διευθυντές της στην Αγγλία, με μοναδικό αποτέλεσμα ο Κανχοτζί να μπορεί να αιχμαλωτίζει όλα τα ευρωπαϊκά καράβια, εκτός από τα μεγάλα, και στην ουσία να αρπάζει σε όλη την ακτή όλα τα ιδιωτικά εμπορικά καράβια που συναντούσε.
    Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κανχοτζί ήταν κύριος ενός νησιού απέναντι στη Βομβάη. Το οχύρωσε τόσο καλά, ώστε με το στόλο του από ισχυρά καράβια, που ορισμένα από αυτά διαθέτανε ως εξήντα κανόνια και τα περισσότερα είχαν έμπειρους Ευρωπαίους ναυτικούς, ιδιαίτερα Ολλανδούς, για κυβερνήτες, έγινε σοβαρή φοβέρα για την πόλη. Οι πειρατές μπορούσαν λοιπόν να σταματούν όσα καράβια ήθελαν, όταν έμπαιναν ή όταν έβγαιναν από το λιμάνι. Η Εταιρία τρομαγμένη, έστειλε για αντίποινα έναν ισχυρό στόλο από είκοσι γαλιότες. Το αποτέλεσμα αναφέρεται λακωνικά στην επίσημη έκθεση της εκστρατείας: «9 Ιουνίου, γυρίσαμε στις γαλιότες μας αφού χάσαμε, από ανικανότητα του αρχηγού μας, πενήντα άντρες και καταστρέψαμε μια από τις πόλεις του Άνγκρια».
    Ωστόσο αν λάβει κανείς υπόψη του τα κατακάθια που αποτελούσαν το προσωπικό των αξιωματικών και των αντρών της Εταιρίας, κακοπληρωμένα και χωρίς πειθαρχία, δεν μπορεί παρά να απορήσει πως κατόρθωσαν να σημειώσουν νίκες. Η ανικανότητα των διευθυντών ήταν απίστευτη. Κάποτε δημοσίευσαν μια διαταγή, που απαγόρευε να σπαταλούν μπαρούτι των κανονιών για ασκήσεις με μοναδική εξαίρεση πως αραιά και που οι άντρες θα έπρεπε να ασκούνται στη σκοποβολή, από φόβο μήπως στη μάχη επηρεαστούν από το θόρυβο και το κλώτσημα των όπλων τους.
    Το 1715 όμως διορίστηκε στη Βομβάη ένας νέος κυβερνήτης, ο Τσαρλς Μπουν,
άνθρωπος με πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τους αδύνατους και φιλοχρήματους προκατόχους του, που βασική τους απασχόληση ήταν πως θα πλουτίσουν. Πρώτη του ενέργεια ήταν να χτίσει έναν τοίχο γύρω από τις εγκαταστάσεις της Εταιρίας. Έπειτα έβαλε να ναυπηγήσουν πολεμικά καράβια, βρήκε όμως μεγάλες δυσκολίες να τα επανδρώσει, γιατί η Εταιρία πλήρωνε τόσο άθλιους μισθούς στους ναύτες της, ώστε οι καλύτεροι προτιμούσαν να αναλάβουν υπηρεσία στον Άνγκρια. Ωστόσο ο Μπουν σύντομα είχε στη διάθεσή του έναν όμορφο στόλο από δέκα εννιά φρεγάτες, και γαλέρες με κουπιά. Μ’ αυτόν θα είχε εξοντώσει την πειρατεία, αν δεν τον εμπόδιζε η ανικανότητα και η έλλειψη πειθαρχίας των υφισταμένων του.
    Όταν ο ναύαρχος Μάθιους έφτασε στη Βομβάη, προερχόμενος από τη Μαδαγασκάρη, το 1721, διαπίστωσε πως ο Μπουν είχε κιόλας οργανώσει έναν ισχυρό συνασπισμό με τους Πορτογάλους για να χτυπήσουν μαζί την πληγή του Μαλαμπάρ. Ο χαρακτήρας του Μάθιους όμως εξαγρίωσε τον αρχηγό των Πορτογάλων. Εκτός από αυτό και οι ίδιοι οι Πορτογάλοι δείλιασαν και αποσύρθηκαν μετά τις πρώτες κρούσεις στην επίθεση εναντίον του Άνγκρια και η εκστρατεία εκφυλίστηκε σε καυγάδες για να βρεθεί ο υπεύθυνος. Ο Μάθιους χτύπησε τον Πορτογάλο αρχηγό με το μπαστούνι του στο πρόσωπο και αυτό διέλυσε τη συμμαχία.
    Η επιχείρηση αυτή επρόκειτο να είναι το τελευταίο έργο της διοίκησης του Μπουν. Αποσύρθηκε απογοητευμένος. Ωστόσο είχε καταφέρει να προκαλέσει περισσότερες ζημιές στους πειρατές, τόσο του Μαλαμπάρ όσο και της Ερυθράς Θάλασσας, από όσες είχαν προκαλέσει όλοι οι προκάτοχοί του παρά τις δυσκολίες που είχαν βάλει στο δρόμο του δολοπλόκοι σύμβουλοι και απείθαρχοι βοηθοί. Στις 9 Ιανουαρίου 1722 μπάρκαρε για την Αγγλία. Καθώς ταξίδευε κοντά στην ακτή, τα τρία καράβια του δέχτηκαν την επίθεση της μοίρας του Άνγκρια, τη νίκησαν όμως. Σε κάποιο άλλο σημείο έδωσε το τελευταίο του χτύπημα αιφνιδιάζοντας τους πειρατές την ώρα που λεηλατούσαν ένα καράβι. Το έσωσε και αιχμαλώτισε ένα από τα καράβια των πειρατών.
    Ο Κανχοτζί Άνγκρια πέθανε το 1729 αφήνοντας πέντε γιούς να διεκδικήσουν την περιουσία του. Οι Πορτογάλοι συμμαχήσανε διαδοχικά με τον έναν αδερφό και έπειτα με τον άλλο, έστρωσαν όμως το δρόμο για την ίδια την κατάπτωσή τους στη δυτική ακτή των Ινδιών παραμελώντας εκείνον από τους αδερφούς που επικράτησε, τον Τουλατζί. Αυτός ο γιος κατόρθωσε στο τέλος να πάρει σταθερά στα χέρια του τη θέση του πατέρα του και στο μεγαλύτερο διάστημα του υπόλοιπου αιώνα, ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Άγγλους συνεχίστηκε ο αγώνας για τον έλεγχο των θαλασσών της Ινδίας, γιατί η δύναμη των Ολλανδών και των Γάλλων καθώς και των Πορτογάλων άρχισε να σημειώνει κατάπτωση.
    Οι εμφύλιοι καυγάδες ανάμεσα στους αδελφούς έδωσαν μια ανάπαυλα είκοσι χρόνων στην Εταιρία των Ινδιών. Στο μεταξύ άρχισε να ναυπηγεί και να εξοπλίζει καράβια με τύπο πολεμικών καραβιών και να τα κάνει ικανά να αντιμετωπίσουν, αν παρουσιαζόταν ανάγκη, μια σοβαρή ναυμαχία. Πολλές φορές, ενώ δέχονταν επίθεση, περνούσαν στην αντεπίθεση και βυθίζανε τα ινδικά «γκράμπ» (είδος πλοίου) πριν τελειώσει η σύγκρουση.
    Η άνοδος όμως του Τουλατζί Άνγκρια έδωσε πάλι στην παλιά φοβέρα όλη της την ένταση. Το πρώτο του κατόρθωμα ήταν η επίθεση εναντίον μιας αγγλικής νηοπομπής και η απαγωγή πέντε ιστιοφόρων μπροστά στα κανόνια δύο πολεμικών καραβιών. Το 1749 έπιασε το «Ρεστορέισιον», το καλύτερο ποστάλι της Βομβάης, ύστερα από ναυμαχία που κράτησε από το μεσημέρι ως τη νύχτα, και που δεν τίμησε καθόλου τους Άγγλους κανονιέρηδες ούτε την πειθαρχία του καραβιού τους.
Από τότε ο Τουλατζί κυριάρχησε αναμφισβήτητα σε όλη την ακτή και χωρίς τη βοήθεια τεσσάρων πολεμικών καραβιών που στάλθηκαν από το Μαδράς ειδικά για να προστατεύσουν τη Βομβάη, όλο το εμπόριο θα είχε διακοπεί. Παρ’ όλα αυτά, τα γοργά ιστιοφόρα του Τουλατζί ακολουθούσαν συχνά ολόκληρες μέρες τις νηοπομπές περιμένοντας σαν κοπάδι λύκοι την ευκαιρία να ριχτούν στους καθυστερημένους. Μόνο όταν η Εταιρία έμαθε πόση σημασία είχε να διαθέτει καράβια αποκλειστικά για μάχη, αντί να χρησιμοποιεί τα ίδια για να πολεμάει και να μεταφέρει φορτία, κατόρθωσε να αποκτήσει ασφάλεια σε κάποιο βαθμό.
   Οι Άγγλοι δεν ήταν οι μόνοι που υποφέρανε από τους πειρατές του Μαλαμπάρ. Οι Πορτογάλοι και οι Ολλανδοί έχαναν κάθε χρόνο ολοένα και αυξανόμενο αριθμό εμπορικών καραβιών και οι Ολλανδοί έπαθαν τη χειρότερη καταστροφή τους, όταν ένα από τα καράβια τους, γεμάτο πολεμοφόδια πιάστηκε αιχμάλωτο και άλλα δύο τινάχτηκαν στον αέρα ύστερα από σκληρή ναυμαχία, που στη διάρκειά της βυθίστηκαν δύο μεγάλα γκράμπ και σκοτώθηκαν πολλοί άντρες του Τουλατζί.
    Όσο απλωνόταν η δύναμη των Άγγλων σε ολόκληρη την Ινδία, ύστερα από την ήττα των Γάλλων, πολλοί από τους λιγότερο σημαντικούς πειρατές θεώρησαν τον εαυτό τους τυχερό που συμβιβάσθηκαν με την κυβέρνηση της Βομβάης. Ακόμα και ο περήφανος Τουλατζί έστειλε έναν αντιπρόσωπο για να προτείνει ειρήνη. Οι όροι που πρόσφερε θα γίνονταν σίγουρα δεκτοί την εποχή του πατέρα του, τώρα όμως το συμβούλιο βρισκόταν σε πολύ δυνατότερη θέση και έτσι στην πρόταση του Τουλατζί απάντησε αρνητικά.
    Υπογράφτηκε τότε μια συμφωνία ανάμεσα στο συμβούλιο και στους Μαράτες, που δεν βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του Τουλατζί, για να του ριχτούν ταυτόχρονα από την ξηρά και από την θάλασσα. Η ναυτική δύναμη θα ήταν κάτω από τις διαταγές του ναυάρχου Ουίλιαμ Τζέιμς, που από τότε που έφτασε το 1751 είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες εναντίον των πειρατών του Μαλαμπάρ.
    Στις 22 Μαρτίου 1755 ο ναύαρχος Τζέιμς σαλπάρησε με το «Προτέκτορ», ένα καράβι σαράντα κανονιών, συνοδευόμενος από το «Σουάλοου», καράβι δέκα έξη κανονιών, το «Βίπερ», καθώς και από μια σκούνα την «Τράιουμφ». Ύστερα από δύο μέρες ταξίδι, συναντήθηκαν με το συμμαχικό στόλο, που αποτελούνταν από κάπου πενήντα μεγάλα και μικρά καράβια. Στις 29 διακρίνανε το Σεβερντρούγκ, το βασικό οχυρό του Τουλατζί, από όπου έβγαινε ο στόλος των πειρατών. Αμέσως υψώθηκε το σήμα της επίθεσης, τα μαραττικά καράβια όμως, που ήταν πιο αργά από τα πλοία του Τζέιμς έμειναν πίσω και όταν πλησίασε η νύχτα, οι σύμμαχοί του είχαν χαθεί στον ορίζοντα. Ο στόλος όμως του Τουλατζί δεν είχε καμιά όρεξη για σύγκρουση ακόμα και με τη μικρή μοίρα του Τζέιμς.
    Όλη την άλλη μέρα συνεχίστηκε το κυνηγητό, το «Προτέκτορ» ξεπέρασε σιγά-σιγά τους συντρόφους του, ενώ ο μαραττικός στόλος είχε χαθεί πριν από πολλές ώρες στον ορίζοντα. Καταλαβαίνοντας τότε πως το κυνηγητό του ήταν μάταιο ο ναύαρχος άλλαξε ρότα και γύρισε στο Σεβερντρούγκ. Αυτή η πόλη ήταν χτισμένη σε ένα βραχώδη κολπίσκο στην άκρη ενός ακρωτηρίου. Την υπεράσπιζε το «Χρυσό Κάστρο», οχυρό που τα τείχη του είχαν πενήντα πόδια ύψος. Από σταβέντο (προσήνεμα) βρισκόταν ένα άλλο δυνατό οχυρό, οπλισμένο με σαράντα πέντε κανόνια, ενώ στα νότια βρίσκονταν δύο λιγότερο σημαντικά φρούρια.
    Ο Τζέιμς είδε αμέσως πως για την κατάληψη των διαφόρων φρουρίων από τα μαραττικά στρατεύματα θα χρειάζονταν μήνες, ακόμα και αν είχε τη δυνατότητα να εμποδίσει κάθε βοήθεια από τη θάλασσα, πράγμα που δεν το επιτρέπανε οι μουσσώνες. Έτσι παρά τις διαταγές του συμβουλίου, αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος το ζήτημα. Είχε
εκπαιδευτεί σε καλή σχολή και ήξερε πως για να πολεμήσει αποτελεσματικά ένα καράβι με ένα κάστρο, χρειαζόταν να πλησιάσει όσο μπορούσε περισσότερο και να το συντρίψει με το βάρος των βλημάτων του. Αφού έκανε τις αναγκαίες βυθομετρήσεις, στις 21 Απριλίου πλησίασε σε βάθος τεσσάρων οργιών, έχοντας μαζί του το «Βίπερ» και το «Τράιουμφ» και βομβάρδισε το φρούριο του Σεβερντρούγκ. Ο μαραττικός στόλος δεν υποστήριξε τη δράση του, και γι’ αυτό το «Σουάλλοου» αποσπάστηκε για να φυλάει τη νότια είσοδο.
    Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε όλη τη μέρα ως τη στιγμή που μια φουσκοθαλασσιά, που έπεσε κατά το βράδυ, τον υποχρέωσε να σταματήσει το πυρ. Το φρούριο απάντησε ζωηρά, δεν προκάλεσε όμως παρά λίγες αβαρίες, ενώ ο μαραττικός στόλος έμενε μακριά σαν απλός θεατής της σύγκρουσης. Στη διάρκεια της νύχτας έφτασε ένας λιποτάχτης από το φρούριο και δήλωσε πως είχε σκοτωθεί ο κυβερνήτης και πως ο βομβαρδισμός είχε κάνει μεγάλες ζημιές. Είπε ακόμα πως ήταν αδύνατο να ανοίξουν ρήγμα στο σημείο που κατευθύνανε το πυρ του «Προτέκτορ». Γιατί εκεί υπήρχε ένας γερός βράχος.
   Το πρωί το «Προτέκτορ» σαλπάρησε και μπήκε στον κόλπο. Ο Τζέιμς έβαλε τα καράβια ανάμεσα στο Σεβερντρούγκ και την Γκόβα. Η ναυαρχίδα άρχισε τον κανονιοβολισμό του Σεβερντρούγκ από τόσο κοντά, ώστε τα πυρά των λιανοντούφεκων των αντρών στα ξάρτια, μαζί με τις βόμβες δύο τριών κανονιών του επάνω καταστρώματος, εμποδίσανε τους κανονιέρηδες του κάστρου να δώσουν οποιαδήποτε απάντηση. Με τα κανόνια της άλλης πλευράς του το «Προτέκτορ» βομβάρδιζε τα άλλα φρούρια της ξηράς, που δέχονταν ταυτόχρονα και τις βολές του «Βίπερ» και του «Τράιουμφ». Λίγο μετά το μεσημέρι μια μπαρουταποθήκη τινάχτηκε στον αέρα και στο Σεβερντρούγκ η πυρκαγιά απλώθηκε αμέσως και είδαν άντρες, γυναίκες και παιδιά να τρέχουν στις βάρκες τους για να φτάσουν στη στεριά έξω από τα φρούρια. Πολλοί από αυτούς πιάστηκαν στο δρόμο και κρατήθηκαν στο «Σουάλλοου» καθώς και στις μαραττικές γαλιότες. Ο βομβαρδισμός των φρουρίων της ξηράς συνεχίστηκε ως τη νύχτα και ξανάρχισε το άλλο πρωί ως τις δέκα. Την ώρα αυτή και τα τρία φρούρια κατεβάσανε τις σημαίες τους και παραδόθηκαν. Έτσι μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες ο Τζέιμς με τη ρωμαλέα δράση του, δάμασε αυτό το οχυρό του Άνγκρια, που σε δύναμη ήταν κατώτερο μόνο από το Γκέριαχ, και όλα αυτά χωρίς να χάσει ούτε ένα άντρα.
  Παίρνοντας θάρρος από την καταπληκτική επιτυχία του Σεβερντρούγκ, το συμβούλιο της Βομβάης αποφάσισε να κάνει μια ανάλογη προσπάθεια εναντίον του ακόμα πιο γερού φρουρίου των πειρατών στο Γκέριαχ. Στις 11 Φεβρουαρίου 1756 συγκέντρωσε στ’ ανοιχτά του Γκέριαχ την ισχυρότερη ναυτική δύναμη που βγήκε ποτέ από το λιμάνι της Βομβάης. Εκτός από το στόλο της Εταιρίας, δέκα οχτώ καράβια κάτω από τη διοίκηση του ναυάρχου Τζέιμς, υπήρχαν και έξη πολεμικά κάτω από τις διαταγές του αντιναυάρχου Ουώτσον. Τα τέσσερα από αυτά ήταν πλοία γραμμής. Ο στόλος είχε για τις μάχες στην ξηρά οχτακόσιους Ευρωπαίους και εξακόσιους ιθαγενείς στρατιώτες κάτω από τις διαταγές του Ρόμπερτ Κλάιβ.
    Φτάνοντας στο Γκέριαχ βρήκαν το συμμαχικό στρατό των Μαραττών στρατοπεδευμένο απέναντι από το φρούριο. Ένας μαντατοφόρος ήρθε να τους ειδοποιήσει πως με λίγη υπομονή θα έβλεπαν το φρούριο να παραδίδεται χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, γιατί ο Τουλατζί ήταν στο στρατόπεδο, έτοιμος να συνθηκολογήσει. Αυτό όμως δεν ικανοποιούσε τους Άγγλους, που ήξεραν πως οι Μαράττες δεν ενδιαφέρονταν παρά για το πλιάτσικο, που θα έπρεπε να το μοιραστούν αν το φρούριο παραδινόταν χωρίς μάχη, ενώ αν το έπαιρναν με τη βία, οι νικητές Άγγλοι θα
κρατούσαν το πλιάτσικο για λογαριασμό τους. Παρά την προσφορά χρημάτων, ο αντιναύαρχος Ουώτσον αρνήθηκε να διαπραγματευθεί και κάλεσε το φρούριο να παραδοθεί χωρίς όρους. Στις μιάμιση το μεσημέρι έφτασε η αρνητική απάντηση και ο στόλος πήρε διαταγή να μπει στο λιμάνι περνώντας από το στενό, όπου ήταν παραταγμένα τα γκραμπ του Τουλατζί. Ανάμεσα στα πενήντα οχτώ πολεμικά του στόλου του βρισκόταν και το «Ρεστορέισιον», που είχε αιχμαλωτισθεί έξη χρόνια νωρίτερα.
    Ο αγγλικός στόλος εξαπέλυσε έναν τρομερό βομβαρδισμό. Οι βόμβες έπεφταν τόσο πυκνά στο φρούριο, ώστε οι πειρατές δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους. Ύστερα από δύο ώρες βομβαρδισμό, μια βόμβα έβαλε φωτιά στο «Ρεστορέισιον». Η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γκραμπ και σε λίγα λεπτά ο στόλος του Άνγκρια, που για μισό αιώνα ήταν ο τρόμος των ακτών, μεταβλήθηκε σε φλεγόμενο καμίνι.
    Αργά το απόγευμα ο Κλάιβ αποβιβάστηκε επικεφαλής των στρατευμάτων του και έπιασε θέσεις ενάμιση μίλι έξω από το φρούριο. Εκεί πήγαν και ενώθηκαν μαζί του οι Μαράττες. Όλη τη νύχτα οι βόμβες εξακολουθούσαν το θανάσιμο έργο τους, το φρούριο όμως κρατούσε ακόμα. Τα φλεγόμενα καράβια του στόλου των πειρατών μετέδωσαν την πυρκαγιά στο παζάρι και στις αποθήκες και προσφέρανε ένα τέλειο φωτισμό στους Άγγλους κανονιέρηδες.
    Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ο αντιναύαρχος Ουώτσον έστειλε άλλον ένα κήρυκα, οι υπερασπιστές όμως αρνήθηκαν να παραδοθούν και έτσι τα πλοία της γραμμής ξαναμπήκαν στο λιμάνι και ξανάρχισαν το βομβαρδισμό, ενώ ο Κλάιβ έκανε επίθεση από την ξηρά. Στις τέσσερις το απόγευμα σημειώθηκε μια βίαιη έκρηξη στο φρούριο, που αμέσως ύστερα ύψωσε λευκή σημαία. Στάλθηκε ένας αξιωματικός στην ξηρά, ο Τουλατζί όμως εξακολουθούσε να αρνιέται να παραδοθεί χωρίς όρους. Οι Άγγλοι ανοίξανε και πάλι φωτιά και είκοσι λεπτά αργότερα η σημαία των πειρατών κατέβηκε οριστικά.
    Βρήκαν στο φρούριο χρυσάφι και διαμαντικά αξίας εκατόν τριάντα χιλιάδων λιρών, που μοιράστηκαν ανάμεσα στις δυνάμεις της  ξηράς και της θάλασσας, για μεγάλη λύπη των Μαραττών, που αν και δεν είχαν κάνει τίποτε, πίστευαν πως δικαιούνταν μερτικό από το πλιάτσικο. Ο Τουλατζί όμως παραδόθηκε σ’ αυτούς και όχι στους Άγγλους. Οι Μαράττες τον κράτησαν φυλακισμένο σε όλη την υπόλοιπη ζωή του και έτσι δεν του δόθηκε πια η ευκαιρία να βλάψει τους ιθαγενείς και ξένους ναυτικούς. Η πτώση του και η κατάληψη του Γκέριαχ έβαλε ουσιαστικά τέλος στην κυριαρχία των πειρατών του Μαλαμπάρ.

Τέλος δέκατου έβδομου μέρους.