δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο !
Δυο παιδιά, στην ησυχία της αυλής, παίζανε φτιάχνοντας μιαν ειδική γλώσσα για να μπορούν να μιλούν μεταξύ τους, χωρίς οι άλλοι να καταλαβαίνουν τίποτα.
-Μπριφ, μπραφ, είπε το πρώτο.
-Μπραφ, μπροφ, απάντησε το δεύτερο. Και ξέσπασαν σε γέλια.
-Μπραφ, μπροφ, απάντησε το δεύτερο. Και ξέσπασαν σε γέλια.
Σ ένα μπαλκόνι του πρώτου ορόφου ήταν ένας ηλικιωμένος καλός κύριος που διάβαζε εφημερίδα, και στο απέναντι παράθυρο καθόταν μια ηλικιωμένη κυρία, ούτε καλή, ούτε κακιά.
-Τι ανόητα είναι αυτά τα παιδιά! είπε η κυρία.
Αλλά ο καλός κύριος δεν ήταν σύμφωνος:
Αλλά ο καλός κύριος δεν ήταν σύμφωνος:
-Εγώ δε βρίσκω! είπε.
-Μη μου πείτε ότι καταλάβατε τι είπαν.
-Μη μου πείτε ότι καταλάβατε τι είπαν.
-Κι όμως τα κατάλαβα όλα. Το πρώτο είπε: Τι ωραία μέρα! Το δεύτερο απάντησε: Αύριο θα’ναι ακόμα ωραιότερη!
Η κυρία ζάρωσε τη μύτη της αλλά δεν είπε τίποτα, γιατί τα παιδιά είχαν ξαναρχίσει να μιλάνε τη γλώσσα τους.
-Μαράσκι, μπαραμπάσκι, πιπιριμόσκι, είπε το πρώτο.
-Μπρουφ, απάντησε το δεύτερο. Και να πάλι γέλια και τα δύο.
-Μπρουφ, απάντησε το δεύτερο. Και να πάλι γέλια και τα δύο.
-Μη μου πείτε ότι καταλάβατε και τώρα, φώναξε αγανακτισμένη η ηλικιωμένη κυρία.
-Κι όμως τα κατάλαβα όλα, απάντησε χαμογελώντας ο ηλικιωμένος κύριος. Το πρώτο είπε: πόσο είμαστε ευχαριστημένα που βρισκόμαστε στον κόσμο. Και το δεύτερο απάντησε: Ο κόσμος είναι πολύ ωραίος.
-Κι όμως τα κατάλαβα όλα, απάντησε χαμογελώντας ο ηλικιωμένος κύριος. Το πρώτο είπε: πόσο είμαστε ευχαριστημένα που βρισκόμαστε στον κόσμο. Και το δεύτερο απάντησε: Ο κόσμος είναι πολύ ωραίος.
-Μα είναι ωραίος στ' αλήθεια; επέμεινε η ηλικιωμένη κυρία.
-Μπριφ, μπρουφ, μπραφ, απάντησε ο ηλικιωμένος κύριος !
Τζιάνι Ροντάρι
Έλλη Βασιλάκη