Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Ναπολέων  Λαπαθιώτης



Του Γιάννη Λακούτση

Σαν  σήμερα  31  Οκτωβρίου  1888,  γεννήθηκε  στην  Αθήνα  ο  Ναπολέων  Λαπαθιώτης,  μοναχογιός  του  Λεωνίδα  Λαπαθιώτη  και  της  Βασιλικής  Παπαδοπούλου. Από  μικρό  παιδί  συντάσσει  δικές  του  εφημερίδες,  συγγράφει  μυθιστορήματα,  διηγήματα,  ασχολείται  με  την  ποίηση  και  παράλληλα  γράφει  και  ανεβάζει,  σε  φιλικό  κύκλο, θεατρικά  έργα.  Ένα  από  αυτά,  με  τίτλο  Νέρων  ο  τύραννος,  τυπώνεται  από  τον  πατέρα  του  ως  δώρο  γενεθλίων  του  στα  1901.  Στα  νεοελληνικά  γράμματα  εμφανίστηκε  επίσημα  το  1905,  ( 17  ετών),  στο  περιοδικό  Ο  Νουμάς,  στις  27  Φεβρουαρίου,  με  το  ποίημα  « Έκσταση»,
 

νεανικά  γραπτά  του  είχαν  ήδη  δημοσιευθεί   σε  διάφορες  εφημερίδες,  ενώ  συμμετείχε  τακτικά  ως  «Αιθήρ»,  στη  Διάπλαση  των  παίδων,  που  ήταν  συνδρομητής  από  την  ηλικία  των  εννέα  χρόνων. Συνεργάστηκε  με  τα  περισσότερα  περιοδικά  και  εφημερίδες.  Συμμετέσχε  στην  έκδοση  των  περιοδικών   Ηγησώ   το  1907 και   Ανεμώνη   το  1910. Στην  Ανεμώνη   δημοσιεύθηκε  το  ποίημά  του,  « Κι  έπινα   απ’  τα  χείλια  σου»,  (τεύχος  3-4,  Μάιος- Ιούνιος),  που  προκάλεσε  σκάνδαλο  λόγω  του  ερωτικού  θέματος: Γράφει,  λοιπόν,  ο 
Λαπαθιώτης  στην  αυτοβιογραφία  του,    «Η  ζωή  μου», ( σελ. 181):  Στο  τρίτο  φύλλο  η  στο  τέταρτο,  δεν  καλοθυμούμαι,  έτυχε  μια  σύμπτωση  περίεργη,  όλα  σχεδόν  τα  περιεχόμενά  του  μηδέ  της  συνεργασίας  του  Παλαμά  και  του  Βλαχογιάννη  εξαιρουμένων,  μιλούσαν  γι  απολαύσεις  η  άφηναν  υπαινιγμούς  για  ωραιοπάθειες.  Ο  Παλαμάς  είχε  ένα  «Αμαρτωλό  τραγούδι»!  Εγώ  είχα  το  γνωστό,  έκτοτε,  και  χιλιοειπωμένο:  Κι  ήταν  οι  μπερντέδες  κόκκινοι, / κι  ήταν  άσπρο  το  κρεβάτι.   Αμέσως  ξέσπασε  σκάνδαλο για  όλο  το  τεύχος  της  Ανεμώνης…


( Η  Ανεμώνη  προκαλούσε  και  στο  γλωσσικό  επίπεδο,  αφού  χρησιμοποιούσε  δημοτική  γλώσσα  και  έτσι  βρήκαν  ευκαιρία  να  της  επιτεθούν).   Και  την  άλλη  μέρα,  συνεχίζει  ο  Λαπαθιώτης,  ο  Τσοκόπουλος,  με  ένα  χρονογράφημά  του  έκρουε  τον  κώδωνα  του  κινδύνου,  καυτηριάζοντας  την  υλιστική   και  ανήθικη  ύλη  του  περιοδικού  και  υποδεικνύοντας  τ’  άτοπα  που  εγκυμονούσε,  κυκλοφορώντας  σε  αθώα  χέρια  νέων!  Ο  Μελάς,  στην  Εστία, επέπεσε  δριμύτερος  με  τον  τίτλο  « Σάρκα!  Σάρκα!...» (  τα  φύλλα  της  Εστίας  28-31  Μαΐου  είναι  δυσεύρετα).  Αλλά  και  ο  Πολύβιος  Δημητρακόπουλος,  με  ένα  χρονογράφημά  του  στο  Σκριπ  την  1/6/1910,  με  το  ψευδώνυμο,  POL  ARCAS,  επιτέθηκε  στο  περιοδικό,  « …έχομεν  και  ημείς  εδώ  την  Νέαν  Γενεάν,  η  οποία  ήρχισε  να  μας  ξεντροπιάζη,  υποσχόμενη  μέγα  το  μέλλον  της  φυλής  μας,  και  αποτελέσασα  περί  το  περιοδικόν  Ανεμώνη  είδος  τι  Ιερού  Λόχου  των  Θηβών,  ετοίμου  να  πέση  εις  πρώτην  ευκαιρίαν!  Η  κλίκα  αυτή  αποτελεί  σχολήν,  ιδρυθείσαν  επι  τη  βάσει  των  εκφύλων  έξεων  του  γνωστού  Άγγλου  ποιητού  Οσκάρ  Ουάιλδ,  του  οποίου  μιμείται  και  την  εξωτερικήν  φόρμαν:  ξυρίζει  το  γένειον  και  τους  αρτιφυείς  μύστακας,  πίνει  ουίσκυ,  φέρει  κόκκινα  γελέκα,  μια  ανθισμένην  κλάραν  εις  την  κομβιοδόχην  και  εν  γένει  παρουσιάζει  τόσην  αναιμίαν,  ώστε  νομίζομεν  ότι  το  περιοδικόν  των  θα  ήτο  καλλίτερα  να  επεγράφετο   Α ν α ι μ ώ ν η».  Επειδή  το  «αμαρτωλό»  τεύχος  της  Ανεμώνης  είχε  γίνει  άφαντο  και  κανένα  άλλο  περιοδικό  δεν  αναδημοσίευσε,  το  ποίημα  αυτό,  κυκλοφορούσε  σε  χειρόγραφα.  Σκάνδαλο  θα  προκαλούσε  τέσσερα  χρόνια  αργότερα  και  η  δημοσίευση  του  « Μανιφέστου»  στον  Νουμά  στις  19  Απριλίου  1914:  …Τρικυμίζει  μέσα  μου  το  Θείο  Πνεύμα  της  Καταστροφής.  Αηδιασμένος  απ’  το  γύρω  μου  καθεστώς,  φτύνοντας  απάνου  στη  Ρωμαίικη  Τέχνη  καθώς  την  κατάντησαν  οι  ανθρωπάκοι  των  γραμμάτων,  αποφασισμένος  για  τρανούς  αγώνες,  λυτρωμένος  απ’  τις  ταπεινές  ελπίδες  των  προλήψεων  και  των  μικροσυμφερόντων,  σήμερα,  πρώτη  φορά,  κρούω  το  πολεμόχαρο  τραγούδι μου  πλατύστομα  και  ειλικρινά…   καλώ  τους  Νέους,  που  βράζει  μέσα  τους  το  αίμα,  κι  είναι  καλεσμένοι  γι  αυριανούς  θρίαμβους,  να  συντρίψουμε  τα  είδωλα  και  να  μπούμε  εμείς  μπροστά… Είκοσι  έξι  χρόνια  αργότερα  ο  Λαπαθιώτης  ομολογεί ( «Η  ζωή  μου»  σελ. 201):  Ένα  πρωί  που  δεν  είχα  τι  να  κάνω,  σκάρωσα  αυτό  το  μανιφέστο  και  το  ‘στειλα  να  μπει  στον  Νουμά… Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  προκαλεί  η  σχέση  του  Λαπαθιώτη  με  το  κομμουνιστικό  κίνημα.  Αρχικά   ένθερμος  βενιζελικός ,  αργότερα  προσέγγισε  τους  κομμουνιστές,  πολλοί  αναφέρουν  ως  πρώτη  εκδήλωση  αυτής  της  προσέγγισης  την  ανοιχτή  επιστολή  που  δημοσιεύει  ο  Λαπαθιώτης  στον  Ριζοσπάστη  τον  Αύγουστο  του  1927,  με  την  οποία  ζητεί  από  τον 



Αρχιεπίσκοπο  να  τον  διαγράψει  από  το  ορθόδοξο  ποίμνιο.  Υπάρχει  όμως και  μια άλλη   επιστολή  που  φανερώνει  πως  ο  Λαπαθιώτης  είχε  πλησιάσει  το  κομμουνιστικό  κίνημα  πολύ  νωρίτερα  από  το  1927,  η  οποία   δημοσιεύθηκε  στο  Ριζοσπάστη  στις  13  Ιουνίου  1921,  (κυκλοφορεί  στο  διαδίκτυο,  αντιγράφω  ένα  απόσπασμα,  με  επιφύλαξη): 


Καλέ  μου « Ριζοσπάστη» ,  Σε  παρακολουθώ  ολοένα,  και  με  πιστήν   συμπάθειαν  απ’  τον  καιρό  που  παρουσιάσθης   κι  εγκαινίασες  την  φλογεράν  πολεμικήν  σου  εναντίον  της  κοινωνικής  αθλιότητος  και  της  βλακείας  που  μας  περικυκλώνει.  Σε  θεωρούσα  πάντα  σαν  έναν  τίμιο  φίλον  κι  ένα  εντευκτήριον  μαζί  κοινόν  όλων  εκείνων  των  ανθρώπων  που  ζουν  πνευματικά  και  θέλουν  την  διάνοιαν  των  υπεράνω  των  καθημερινοτήτων,  λυπημένος  που  δε  μπόρεσα  ως  τώρα  ν’  αναμιχθώ  ενεργότερα  στην δράσιν  σου…. Μ’  αυτό  το  γράμμα   θέλω  να  σου  διαπιστώσω,  ότι  ανήκω  ολόψυχα  στις  τάξεις  των  θερμών  στρατιωτών  σου,  πρώτη  φορά  γυμνά  χωρίς  προσχήματα  σ’  εκείνους  που  παλαίουν  για  τον  σκοπόν.  Με  την  ελπίδα  πως  θα  ‘ρθει  μια  μέρα  καθώς  όλοι  να  χρησιμοποιηθώ  επίσης  στον  Αγώνα.  Σε  χαιρετώ  με  το  μέτωπο  ψηλά.  ΝΑΠΟΛΕΩΝ  ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ.



Ανάμεσα  στο  τεράστιο  έργο  του  Λαπαθιώτη,  ξεχωρίζει   ένα  ποίημα,  που  σκοπίμως  δεν  παράγει  κανένα  νόημα  από  την  αρχή  μέχρι  το  τέλος.  Το  έγραψε  το  1938,  με  έναν  παράξενο  τίτλο,  «ΒΑΟ  ΓΑΟ  ΔΑΟ».  Ένα  ποίημα  που  δεν  ταίριαζε  καθόλου  με  τη  σχολή  του  Νεορομαντισμού  που  εκπροσωπούσε  ο  ποιητής  τότε  στην  Ελλάδα.  «Ένα  ποίημα  απρόσμενο  για  την  εποχή  του,  αλλά  και  το  προσωπικό  ποιητικό  του  ύφος,  όχι  ίσως  για  την  προσωπικότητά  του  απρόσμενο».    Μήπως  ήθελε  να  μεταδώσει  κάποια  συγκεκριμένα  μηνύματα  σε  ένα  συγκεκριμένο  κοινό,  όπως  ισχυρίζονταν  κάποιοι;  Την  απάντηση  την  δίνει  ο  ίδιος  ο  Λαπαθιώτης,  στον  διευθυντή  της  Νέας  Εστίας,  τχ.  271/1938,  Πέτρο  Χάρη.  « Αγαπητέ  μου  Χάρη,  θα  ξαίρης   βέβαια,  ότι  είμαι  ο  κατ’  εξοχήν  άνθρωπος  των  αποκαλυπτικών  εμπνεύσεων  και  καινοτομιών.  Αν  δεν  το  ξαίρης,  μάθε  το,  λοιπόν,  σήμερα!  Μελετώντας,  άρρωστος,    αυτές  τις  μέρες  τη  φιλοσοφία  του  Συρρεαλισμού,  που  λογικά,  καταργεί  τη  λογική,  σκέφτηκα  τούτο:  Αφού  καλά  η  κακά,  φτάσαμε  στο  σημείο,  λυτρωμένοι  από  το  ζυγό  του  ειρμού,  στις  σημερινές  ποιητικές  συνθέσεις  μας,  να  ζητήσουμε  την  έμπνευση  στην  ίδια  της  πηγή,  που  ήταν  πάντα,  έμμεσα,  το  υποσυνείδητο,  γιατί  τάχα  να  μην  κάνουμε  ακόμα  ένα  βήμα,  το  τελευταίο  ίσως  δυνατό  προς  την  κατεύθυνση  αυτή,  και  να  λυτρωθούμε  κι  από  τη  συμβατικότητα  της  γλώσσας,  κάθε  γλώσσας;  Γιατί  να  μην  άρωμε  και  το  τελευταίο  εμπόδιο   προς  την  κατάκτηση  της  άμεσής  του  επαφής  που  μας  προβάλλουν  οι  καθιερωμένοι  γλωσσικοί  τύποι με  τα  έτοιμα  καλούπια  τους;  Γιατί  να  μην  αφήσσωμε  το  υποσυνείδητο  εντελώς  ελεύθερο  να  δημιουργήση  και  τους  γλωσσικούς  εκφραστικούς  του  τρόπους,  ανάλογα  κάθε  φορά,  με  τις  μυστηριώδεις  απαιτήσεις  του;  Φαντάζομαι,  τότε,  τη  λαμπρή  προοπτική  που  διανοίγεται  στο  μέλλον  της  Ποιήσεως  από  μια  τέτοια  ριζική  της  χειραφέτηση!  Σου  παραθέτω  για  δείγμα,  ένα  σονέττο,  που  μου  υπαγόρευσε  το  υποσυνείδητό  μου,   ώστε  να  χρησιμεύση  σαν  αφετηρία  στην  ανυπολόγιστη  αυτή  μελλοντική  κίνηση… Διάβασε  και  καμάρωσε».
Ανάμεσα  στα εκατό  καλύτερα  ελληνικά  ποιήματα  βρίσκεται  και  το  «Εκ  βαθέων»  του  Ν.  Λαπαθιώτη,  του  ποιητή  που  δήλωνε  άθεος.
Εκ  βαθέων

Λυπήσου  με,  Θε  μου,  στο  δρόμο  που  πήρα,
Χωρίς,  ως  το  τέλος,  να  ξέρω  το  πώς,
-χωρίς  να  ‘χω  μάθει,  με  μια  τέτοια  μοίρα,
Ποιο  κρίμα  με  δένει,  και  ποιος  ο  σκοπός!

Λυπήσου  τα  χρόνια  που  πάνε  χαμένα,
Προτού  η  νύχτα  πάλι  βαριά  ν’  απλωθή,
Ζητώντας  τους  άλλους,  ζητώντας  και  μένα,
Ζητώντας  εκείνο  που  δε  θα  βρεθή!

Λυπήσου  όλα  κείνα  που  πάνε  του  κάκου,
Γιατί  έτσι  τους  είπαν  πως  είναι  γραφτό,
Και  γίνουνται  χώμα,  στα  βάθη  ενός  λάκκου,
Χωρίς  να  γυρέψουν  το  λόγο  γι’  αυτό!

Λυπήσου  κι  εκείνα,  λυπήσου  και  μένα,
-και  μένα  που  πάω  με  καρδιά  στοργική,
ζητώντας  μια  λύση,  σε  πράγματα  ξένα,
που  δεν  έχουν,  Θε  μου,  καμιά  λογική…
Λιγάκι  να  κάνω  πως  κάτι  με  σέρνει,
Λιγάκι  να  φέξει,  μες  στα  σκοτεινά,
Κι  αμέσως  η  μοίρα  μου  το  ξαναπαίρνει,
Κι  αμέσως  η  νύχτα  γυρίζει  ξανά…

Λυπήσου  με  Θε  μου,  στην  απόγνωσή  μου,
Λυπήσου  τη  φλόγα  που  μάταια  σκορπώ
-λυπήσου  με  μες  στην  αγανάκτησή  μου,
Να  ζω  δίχως  λόγο  και  δίχως  σκοπό…