Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ



Δημήτρης Τουτουντζής

    Οι περισσότεροι από τους περιηγητές που ταξίδεψαν ως την πρωτεύουσα του Αληπασά συγκέντρωσαν πληροφορίες για το βίο και την πολιτεία του σατράπη της Ηπείρου, για τη διοίκηση και τους πολέμους του. Αυτός όμως που είχε τις μεγαλύτερες δυνατότητες για πληρέστερη ιστοριογραφία είναι ο Γάλλος πρόξενος  στα Ιωάννινα Πουκεβίλλ, επειδή έζησε μια δεκαετία εκεί και είχε την ευκαιρία συλλογής υλικού, συστηματικών ερευνών και εξακριβώσεων. Και μ’ όλη την αποστροφή του εναντίον του Αλή τα κεφάλαια που του αφιερώνει στο περιηγητικό χρονικό του είναι η πληρέστερη ιστορία της εποχής. Λαμπρή είναι επίσης η σκιαγραφία του Αλή που δίνει στο χρονικό και εύστοχο το ψυχογράφημά του.
    «Κάτω από τη μάσκα μιας πλαστής καλοσύνης ανακάλυψα πολύ γρήγορα την ανησυχία και το φόβο που συνέχουν όλους τους αξιωματούχους της οθωμανικής Ανατολής. Δεν ζούσε ποτέ  με τους οικείους του. Στηριζόταν πάντοτε στη φρουρά του  γιατί
πίστευε πως όσοι τον πλησίαζαν τον κατασκόπευαν ή τον επιβουλεύονταν. Εμπιστοσύνη δεν ένοιωθε ποτέ, ούτε στις οικογενειακές του σχέσεις. Έδειχνε προστατευτική αγάπη σ’ εκείνους που σκόπευε να εξαπατήσει και μεγαλοπρέπεια στους υπηκόους του. Περνούσε ξαφνικά από την υπεροψία στους γλυκούς τρόπους, δίνοντας στο πρόσωπό του κάτι αμφίλογο.
    Δεν έβλεπες τίποτα στη φυσιογνωμία του από την απάθεια των οκνηρών και πανούργων μουσουλμάνων. Όταν δεχόταν δώρα δεν ένοιωθε καμιά ευγνωμοσύνη γιατί πίστευε πως αποβλέπουν σε κάποιο κρυφό σκοπό. Το βλέμμα του είχε πάντοτε κάτι εξεταστικό και δύσπιστο, οι ερωτήσεις του ήταν ύπουλες, οι απαντήσεις του ζωηρές και πάντοτε ψεύτικες παρ’ όλη την αληθοφάνειά τους. Ανεξάντλητος σε προφάσεις μεταμόρφωνε αδιάκοπα το κίνητρο κάθε πρωτοβουλίας του, ακόμα και στην περίπτωση που δεν έχει συμφέρον να το αποκρύψει. Έτσι εξηγούνται οι επιορκίες του, οι αθετήσεις των υποσχέσεών του, οι υποκριτικές περιποιήσεις, το δηλητήριο που κρύβεται κάτω από τη θελκτική συνομιλία του, ακόμα και τα δάκρυα που με την μεγαλύτερη ευκολία ξοδεύει για τους σκοπούς του».
    Ο Πουκεβίλλ δεν πιστεύει πως ο Αλής φιλοδοξούσε να κατακτήσει το σουλτανικό θρόνο, όπως υποστήριξαν μερικοί περιηγητές και ιστοριογράφοι. «Δεν είχε τόσο μυαλό ώστε να συλλάβει τέτοιο σχέδιο. Αλλά και κανένας άλλος βεζίρης δεν σκέφθηκε να γίνει σουλτάνος. Είναι αλήθεια ότι οι Τούρκοι βάφουν συχνά τα χέρια τους στο αίμα των σουλτάνων. Αλλά σέβονταν τα κληρονομικά δικαιώματα της δυναστείας. Ο Αλής, ποτισμένος απ’ αυτή την αδιάσειστη νομιμοφροσύνη, δεν διανοήθηκε ποτέ να αμφισβητήσει τη σουλτανική εξουσία. Η κακουργία του και οι μυστικές συνεννοήσεις του με ξένες δυνάμεις υπαγορεύονταν περισσότερο από την ανησυχία του για ενδεχόμενο διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας παρά από διάθεση να δημιουργήσει ένα αποχωριστικό κίνημα. Η Πύλη είχε επανειλημμένως αποδείξεις της νομιμοφροσύνης του. Ο Αλής φρόντιζε να εκπληρώνει τις φορολογικές υποχρεώσεις του, αλλά επέμενε να κυβερνάει με τη δική του μέθοδο. Δεν σκέφτηκε ποτέ να καλέσει τους ξένους για να υποστηρίξουν τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Η πολιτική, του Αλή ήταν να υποθάλπει τις εσωτερικές διαμάχες, να καταφεύγει στους σφετερισμούς για να μεγαλώνει τη δύναμή του και να θησαυρίζει. Κι’ αν ακόμα μπορούσε να κατακτήσει το στέμμα  δεν θα περνούσε ποτέ την οροσειρά της Πίνδου. Δεν θα απομακρυνόταν από τα Γιάννενα. Απ’ αυτό το άντρο, ανάμεσα στα βουνά, απ’ αυτό το εργαστήριο του εγκλήματος καθοδηγεί τις ραδιουργίες του και εξακοντίζει τις προσταγές του. Τον κατατρώει ένα πάθος για δράση. Ανακατεύει τις επιχειρήσεις με τις ηδονές. Δίνει εντολή να χτιστεί ένα σαράι και την ίδια στιγμή να πυρποληθεί ένα χωριό. Ενώ ακούει την ανάγνωση ενός φιρμανιού, τακτοποιεί τους λογαριασμούς για τα έξοδα του αρχιθαλαμηπόλου του. Υπογράφει μια θανατική καταδίκη και μια συμβολαιογραφική πράξη γάμου. Όλες οι απασχολήσεις του αποβλέπουν στην ικανοποίηση της απληστίας του. Στη μέθοδό του κυριαρχεί το συμφέρον, του σήμερα παρά η μελλοντική πλουσιότερη προσδοκία. Στη μέση ενός σημαντικού έργου σταματάει σε μικρολεπτομέρειες. Ξεκινάει ένα σωρό υποθέσεις χωρίς να κατορθώσει τίποτα μεγάλο ή μόνιμο, γιατί καθώς δε λογοδοτεί σε κανένα μπορεί να μεταβάλλει αδιάκοπα αποφάσεις χωρίς καμιά επιφύλαξη. Διατηρεί κατασκόπους στην Κωνσταντινούπολη. Τοποθετεί πράκτορες στην Πύλη, πληρώνει μισθούς ακόμα και στους ευνούχους για να παρακολουθούν τα μυστικά του σαραγιού. Άνθρωποί του κατασκοπεύουν τους γείτονές του, πληρωμένοι φονιάδες είναι έτοιμοι να χτυπήσουν. Κι’ ολόκληρη η επικράτειά του επιτηρείται από στρατιά καταδοτών και κακούργων. Σκότωνε το γιό και διόριζε τον πατέρα σε κάποιο αξίωμα. Σκότωνε τον πατέρα και έπαιρνε το γιο στη σωματοφυλακή του.
    Τον Οκτώβριο του 1808 ταξιδεύοντας μαζί με τον Αλή σταθήκαμε λίγο κοντά στην Αμβρακία. Κάθισα πλάι του, ενώ οι βαθμούχοι του σχημάτισαν ημικύκλιο σε μικρή απόσταση. Μου λέει ο Αλής: - Βλέπεις αυτά τα παλικάρια; Δεν υπάρχει κανένας ανάμεσά τους που να μην του έχω σκοτώσει τον πατέρα, τον αδερφό, το θείο ή κάποιο συγγενή! – Κι’ όλοι αυτοί σε υπηρετούν και περνούν τις νύχτες πλάι στο κρεβάτι σου χωρίς να σκεφτούν την εκδίκηση για το θάνατο των δικών τους; - Εκδίκηση; Μα αυτοί δεν έχουν άλλον από μένα στον κόσμο. Είναι τυφλοί εκτελεστές των διαταγών μου. Όσο πιο πολύ εξαχρειώνονται οι άνθρωποι τόσο πιο πολύ μου αφοσιώνονται. Τα εμβλήματά μου είναι το χρυσάφι, το σίδερο και το ραβδί. Μ’ αυτά τα τρία κοιμάμαι ήσυχος! – Και η συνείδησή σου; Άρχισε να γελάει. – Είσαι απλοϊκός άνθρωπος μου λέει!».
    Έλεγε μια μέρα στο Λιδωρίκη, τον σφραγιδοφύλακά του: « Ε, τήρα, τόσους σκότωσα και έχω εδώ τα παιδιά και τους συγγενείς των θυμάτων μου και δεν βρίσκεται κανείς να με φονεύσει. Εγώ μόνον από τις πλάτες φοβάμαι. Ει δε και όποιος έλθει να με σκοτώσει απ’ εμπρός, και το πετύχει, χαλάλι να του γένει». Και στο Γάλλο εξωμότη Ιμπραήμ Μανζούρ, δικαιολογώντας τις αγριότητες έλεγε: - Δεν τους ξέρεις εσύ τους Αρβανίτες και τους Έλληνες. Ενώ κρεμάω έναν στο δέντρο ο αδερφός του κλέβει κάτω απ’ αυτό το δέντρο. Αν πρόσταζα να τον κάψουν ζωντανό, ο γιος του θα έκλεβε τη στάχτη του για να την πουλήσει. Μονάχα εγώ μπορώ να τους συγκρατήσω. Με το φόβο.
    Κάθε περιοδεία του Αλή στην επικράτειά του ισοδυναμούσε για τους κατοίκους με άγρια εχθρική εισβολή. «Απομάκρυναν τα αγόρια και τα κορίτσια τους που κινδύνευαν να απαχθούν. Εξαφάνιζαν τα πιο πολύτιμα αντικείμενα. Και έμεναν μονάχα οι παπάδες μαζί με μερικούς ρακένδυτους ραγιάδες για να υποδεχτούν την Αλή. Αντί για ζητωκραυγές του πλήθους άκουγε κανείς χαμηλόφωνες προειδοποιήσεις. – Φεύγα μωρέ! Σε τρώει ο αφέντης!
    Κάθε φορά που ο Πουκεβίλλ συνόδευε τον Αλή στις περιοδείες έβλεπε νιόσκαυτους τάφους και κρεμασμένους στα δέντρα. «Ας με μισούν», έλεγε, «αλλά θέλω να με τρέμουν». Ο Γάλλος περιηγητής δίνει μια εφιαλτική εικόνα των αρπαχτικών μεθόδων του Αλή, που καταδυνάστευε και απογύμνωνε όλες τις κοινωνικές τάξεις, φτωχούς και πλούσιους.
    «Ξυπνούσε πρωί-πρωί σ’ όλη την καταστροφική ζωή του και ενημερωνόταν πάνω στις αναφορές και τις πολυάριθμες κατηγορίες που προέρχονταν από έναν εξαχρειωμένο εξ αιτίας του λαό. Έπειτα επινοούσε μαζί με τους γραμματικούς του διάφορες μηχανορραφίες. Θεωρούσε τη μέρα του χαμένη αν δεν κατόρθωνε κάποια κατάσχεση. Επέβαλλε φόρους, εισφορές και αγγαρείες στα χωριά που ήθελε να μεταβάλει σε τσιφλίκια του. Στο θησαυροφυλάκιό του υπήρχε κάλπικη μονέδα για τις κάθε λογής απάτες».
    Κάποτε που συνόδευε ο Πουκεβίλλ τον Αλή σε μια περιοδεία στην Ήπειρο έφτασαν στο χωριό Κουκουλιό κοντά στην Πρέβεζα. Οι χωριάτες άδειασαν στα πόδια του Αλή ένα δοχείο γάλα και μια χούφτα αλεύρι, σύμβολα της ευημερίας και της αφθονίας που επικρατούσε στην επικράτεια της Αυτού Υψηλότητος. – Πολυχρονεμένε να πολυχρονίσεις! Του ευχήθηκαν οι ξωμάχοι. Κρέμασέ μας, πνίξε μας, κάνε ό,τι θέλεις αλλά λιγόστεψε τους φόρους! Νισάφι, δεν αντέχουμε πια! Ο Αλής τους άκουσε και ύστερα τους έγνεψε να φύγουν, λέγοντάς τους! – Αντέστε στο καλό, να κάνετε το σταυρό σας να είμαι καλά και τίποτα δεν θα σας λείψει!
    Οι χωριάτες τον αποχαιρέτησαν. Ενώ βρίσκονταν στην πόρτα τον άκουσαν να λέει: Παιδιά, σας έχω στην καρδιά μου! Ακολούθησε μια μικρή σιωπή. Ύστερα: Και για να σας το αποδείξω, θα μου χτίσετε με έξοδά σας ένα σαράι σε έξη μήνες. Και το κρίμα στο λαιμό σας. Και γυρίζοντας σ’ έναν από τους γραμματικούς του έδωσε οδηγίες: Γράψε! του λέει. Έτσι κι’ έτσι το θέλω το σαράι, και γέλασε βροντερά ευχαριστημένος.
    Στη συνέχεια λέει στον Πουκεβίλλ: « Όμορφος τόπος, λέω να έρχομαι εδώ για κυνήγι. Να έχω, βρε αδερφέ, κάπου ν’ απαγκιάσω! Αυτά τα παλιόσκυλα, μου έχουν φάει όλο το βιός μου, μου χρωστάνε ένα σωρό λεφτά, τους τόκους των τόκων. Έπειτα για να ξέρεις, ήταν εχθροί του πατέρα μου».
     Αλλά η χωριάτες, παρατηρεί ο Πουκεβίλλ, δεν είχαν ακόμα γεννηθεί στα χρόνια του πατέρα του Αλή.
    Ο γραμματικός του Αλή εξήγησε αργότερα στον περιηγητή: «Το σαράι δε θα χτιστεί. Ο Αλής θέλει να αναγκάσει τους χωριάτες να του πουλήσουν τα χτήματα και να γίνει τσιφλίκι του το χωριό. Θα φυλακίσει τους κοτζαμπάσηδες και θα τους απογυμνώσει. Το ίδιο θα κάνει και με τους αντικαταστάτες τους όταν θα πλουτίσουν. Οι προεστοί κλέβουν τους Έλληνες, οι πασάδες τους προεστούς, ο σουλτάνος τους πασάδες, οι γυναίκες το σουλτάνο. Έτσι κυκλοφορεί ο δημόσιος πλούτος στην αυτοκρατορία. Όλους τους χαράτσωνε. Τους επιστάτες του, τους γραμματικούς του, τους προμηθευτές, τους φρουρούς του σαραγιού, τον αρχηγό της αστυνομίας, τους δεσμοφύλακες. Μοιραζόταν ακόμα με τους δημίους ό,τι βρισκόταν πάνω στα θύματα. Αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι έπεφταν κάθε τόσο στη δυσμένειά του. Για να  αποκατασταθούν έπρεπε να καταβάλλουν τεράστια ποσά. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες γονάτιζαν από τους καταθλιπτικούς φόρους. Οι κοτζαμπάσηδες ανέβαιναν και κατέβαιναν και τα πλούτη που αποκόμιζαν από την αρπαχτική πολιτική τους κατέληγαν στα χέρια του Αλή. Κανένας δεν είναι σίγουρος για την περιουσία του. Όλοι τρέμουν για τη ζωή τους και για την τύχη των παιδιών τους».
    Σκληρόψυχος και παραδόπιστος ο Αλής, αλλά στ’ αχνάρια του βάδιζαν και οι άνθρωποί του. Ο Πουκεβίλλ αφηγείται ένα δραματικό περιστατικό από τις δοκιμασίες ξεριζωμένων Πρεβεζάνων: «Είδα μια μητέρα, μαραμένη από τον πόνο, να έρχεται από τα βάθη της Ηπείρου στην Πρέβεζα μαζί με τον άντρα της σκυμμένο από τα γερατειά, για να ξεθάψουν τα κόκαλα του παιδιού τους και να τα’ αποθέσουν στο νεκροταφείο του χωριού, ώστε να βρεθούν πλάι στα δικά τους όταν κι’ αυτοί πεθάνουν.
    Είδα να σταματούν οι φορατζήδες στο φυλάκιο του τελωνείου αυτό το αξιοσέβαστο ζευγάρι και να του ζητούν δασμό για το δισάκι με τα κόκαλα. Ένας Έλληνας (ανάξιος να λέγεται χριστιανός), Τσαρλαμπάς τα’ όνομά του, φορατζής του πασά ρωτάει ειρωνικά τους χωριάτες: Τι κουβαλάτε σ’ αυτό το σακί; Τα κόκαλα του παιδιού μας που πέθανε εδώ δουλεύοντας στην αγγαρεία. (κατά την εκτέλεση των οχυρωματικών έργων στην Πρέβεζα ο Αλής είχε μεταφέρει χιλιάδες Έλληνες από μακρινές περιοχές. Εξ αιτίας των βάρβαρων συνθηκών εργασίας, των στερήσεων και των επιδημιών χάθηκαν πολλοί). Να πληρώσετε τη ντογάνα (τελωνείο). Να πληρώσω τα κόκαλα του παιδιού μου; Λέει η μάνα. Μα δεν έχω τίποτα άλλο από τα δάκρυά μου. Δάκρυα! Δάκρυα! Τι να τα κάνω τα δάκρυα; Εγώ θέλω 40 πιάστρα. Ποτέ δεν πιάσαμε στα χέρια μας τόσα λεφτά. Θα τα δώσετε! Ε, λοιπόν, λέει ο πατέρας, βγάζοντας από το σακί το κρανίο του παιδιού του. Πάρτο μπόγια. Να ο φόρος σου! Πάρτο και σκότωσέ με! Ο κόσμος που παρακολουθούσε τη σκηνή ανάγκασε τον αναίσχυντο Τσαρλαμπά να αποτραβηχτεί. Η μάνα πήρε κλαίγοντας το κρανίο, φορτώθηκε το σακί κι’ απομακρύνθηκε κρατώντας από το χέρι τον ετοιμόρροπο άντρα της. Πήραν το δρόμο της Νικόπολης. Μα εκεί τους ξαμασταμάτησαν οι φορατζήδες. Και δεν τους άφησαν να περάσουν πριν τους χαρατσώσουν με δέκα πιάστρα. Ήταν όλο το βιός τους. Η πέννα πέφτει από τα χέρια μου».
    «Μια άλλη φορά, φτάνοντας στη Ζίτσα, άκουσα φωνές. Μια ορδή από εξαγριωμένους Αλβανούς έσερναν γυμνούς δύο ξένους προς το σαράι. Εκείνοι, μόλις είδαν άνθρωπο με φράγκικα, φώναξαν πως είναι Άγγλοι (ήταν ναύτες βρετανικού καραβιού που ναυάγησε στα Ακροκεραύνια) και ζήτησαν βοήθεια».
    Ο Πουκεβίλλ έτρεξε στον Αλή και τους έσωσε. Εξασφάλισε μάλιστα και εντολή να δοθούν στους αιχμαλώτους ρούχα. Η διαταγή αυτή εκτελέστηκε με ταχύτητα και οικονομία από τον άνθρωπο του Αλή.
    «Σταμάτησαν έναν Έλληνα που περνούσε τυχαία, του άστραψε ένα σκαμπίλι, του άρπαξε την κάπα και την έριξε στους ώμους ενός από τους Άγγλους. Μόλις πέρασε δεύτερος διαβάτης βόλεψε και τον άλλο ναύτη. Παπούτσια, φέσια κ.λ.π. Οι ξένοι έβλεπαν απορημένοι, κι’ εγώ σκεφτόμουν πως εκεί που υπάρχει τυραννία δεν μπορείς να κάνεις καλό χωρίς να ζημιώσεις κάποιον αθώο.
    Οι γάμοι μελών των εύπορων τάξεων έπρεπε να εγκριθούν από τον Αλή. Πουλούσε το χέρι μιας πλούσιας νύφης σ’ έναν κακούργο βουτηγμένο στο έγκλημα. Ανάγκαζε πολίτες ενάρετους να τελούν ανήθικους και τερατώδεις γάμους».
    Πρόσταξε με μπουγιουρντί τον προεστό των Καλαρύτων Γ. Δουρούτη να παντρέψει το γιό του Γιάννη με μια «βαγιοπούλα» του, την Αικατερίνη Φώλλου. Ο γαμπρός βρισκόταν στην Ιταλία και για να αποφύγει την εξαιρετική τιμή όλο καθυστερούσε την επιστροφή. Ώσπου ήρθε το τέλος του Αλή και διαλύθηκε ο αρραβώνας. Μια άλλη φορά κάλεσε τον πλούσιο Γιαννιώτη Ν. Μπουγά και του πρότεινε να παντρέψει το γιό του με μια παλλακίδα του χαρεμιού του. Του λέει: Έλα εδώ μπίρο μου, να σου πω ένα σιχαρίκι. Θα δώσω μια τσούπρα μου στο παιδί σου και να το φέρεις αύριο να μου φιλήσει το χέρι. Αλλά ο γέρο Μπουγάς δεν τα έχασε. Ορισμός του πασά μου, αλλά τον έχω αρραβωνιασμένο με την κόρη του γείτονά μου του Δημήτρη και την αποκριά θα τον έστελνα να πάρει την ευχή σου και να στεφανωθεί. Τώρα αν η αφεντιά σου προστάζεις έτσι, ας γίνει ο ορισμός σου. Φεύγα! Του λέει ο Αλής. Γυρίζοντας ο Μπουγάς στο σπίτι του πηδάει το μεσοτοίχι που βλέπει στην αυλή του γείτονά του και τον θερμοπαρακαλεί, το και το, να δώσει τη θυγατέρα του στο γιό του. Άλλο που δεν ήθελε ο Δημήτρης που ήταν και φτωχός.
    Ο Αλής υποχρέωσε τον πλούσιο Γιαννιώτη Μπακόλα να παντρέψει την κόρη του μ’ ένα Ζούκη, περίτριμμα του παζαριού, καταδότη και μαχαιροβγάλτη.
    «Ήταν γενικός κληρονόμος των υπηκόων του. Η περιουσία εκείνων που δεν άφηναν αρσενικούς απογόνους περιερχόταν αυτόματα ολόκληρη στον Αλή, στην πραγματικότητα στο τουρκικό δημόσιο, αλλά ο Αλής , που υποχρεωνόταν από το νόμο να ενεργήσει απογραφή καρπωνόταν τη μερίδα του λέοντος. Τα κινητά αντικείμενα και κυρίως τα διαμαντικά. Τα κορίτσια δεν είχαν ούτε δικαίωμα διατροφής από την πατρική κληρονομιά. Αναλάμβανε όμως ο Αλής να τα προικίσει κατά την κρίση του. Οι χήρες εκδιώκονταν από το σπίτι του συζύγου τους όταν δεν είχαν αρσενικά παιδιά. Αποκλείονταν εντελώς διατροφή ή επιστροφή προίκας. Κι’ έπρεπε να θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό όταν δεν τις βασάνιζαν ή δεν τις έκλειναν στη φυλακή με το πρόσχημα πως έκρυψαν χρήματα και διαμαντικά. Κανείς από τους συγγενείς του νεκρού δεν τολμούσε να προσφέρει άσυλο στη χήρα. Είδα χηρευάμενες γυναίκες που είχαν ζήσει μια έντιμη και άνετη ζωή πλάι στους άντρες τους να κοιμούνται στις εκκλησίες και να ζητούν ελεημοσύνη.
    Το 1807 ένας πλούσιος Γιαννιώτης, γνωρίζοντας πως ύστερα από το θάνατό του όλα τα αγαθά του θα περιέρχονταν στον Αλή κι’ ότι θα τον έθαβαν σαν σκυλί με έρανο των φιλάνθρωπων, φρόντισε να γίνει η κηδεία του ενώ βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Η νεκρική πομπή έφτασε στη μητρόπολη όπου χοροστάτησε ο μητροπολίτης κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία. Έτσι, αυτός ο προνοητικός Γιαννιώτης είχε, όπως έλεγαν, την παρηγοριά να παρακολουθήσει την κηδεία του.
    Η διαφθορά είχε διαποτίσει βαθιά την κοινωνία. Το σαράι ικανοποιούσε με το αζημίωτο όλα τα πάθη. Όποιος δεν μπορούσε να εισπράξει ένα χρέος από τον οφειλέτη του, χάριζε το γραμμάτιο στον Αλή για να καταστρέψει τον άνθρωπο που δεν ήταν σε θέση να το εξοφλήσει. Ο αδερφός που είχε κληρονομική διένεξη με τον αδερφό τον εκδικιόταν παραχωρώντας το μερίδιο του στον Αλή. Η εξαθλίωση που βασίλευε στην επικράτεια του σατράπη της Ηπείρου οδηγούσε σε πράξεις απελπισίας ή απίστευτους εξευτελισμούς.
    Για να πλησιάσει κανείς τον φοβερό Αλή φρόντιζε να έχει τις χούφτες γεμάτες χρυσάφι. Έπρεπε να δώσει μπαξίσι στους πορτιέρηδες (το μοιράζονταν με τον αφέντη τους). Έπρεπε να προσφέρει στον ίδιο πεσκέσι για να αξιωθεί την εύνοια να φιλήσει τα πόδια του. Ένα κομμάτι ύφασμα, ένα πρόβατο, φρούτα, ήταν αρκετά για ν’ ανοίξουν οι πόρτες. Το ψωμί του δυστυχισμένου, ο οβολός της χήρας, όλα καλοδεχούμενα στο σαράι.
    Χωροδεσπότης, επικαρπωτής, ενοικιαστής των σουλτανικών χτημάτων, τελώνης, εισπράκτορας, μονοπώλης, τοκογλύφος, ο Αλής συγκεντρώνει στα χέρια του όλους τους κλάδους του εμπορίου. Οι αυθαίρετες επιβαρύνσεις ήταν αναρίθμητες. Άλλοτε εισπράττονταν με τη βία, άλλοτε αναγγέλλονταν με εγκυκλίους. Σ’ αυτές τις εγκυκλίους απευθυνόταν «σε όσους τον αγαπούν» και ζητούσε να τον βοηθήσουν. Ένα από τα αυθαίρετα παρακρατήματα που μάστιζε την αγορά ήταν ένας φόρος με το όνομα ταϊμ. Ταϊμ για τα υφάσματα, ταϊμ για τα παπούτσια. Οι φουρναραίοι έπρεπε να δώσουν ταϊμ για ψήσουν τα καρβέλια τους, οι χτίστες για να στήσουν τις σκαλωσιές τους. Μερικές φορές έδειχνε πως ήθελε να βοηθήσει τους εμπόρους που είχαν αναδουλειές. Τους
καλούσε λοιπόν στο σαράι και τους έλεγε: Ξέρω πως δεν πάνε καλά τα αλισβερίσια σας και θέλω σας να βοηθήσω. Αποφάσισα λοιπόν να σας δανείσω. Και χωρίς να του ζητήσουν δάνειο μοίραζε στους πραματευτάδες από ένα ποσό με διάφορο 20 ή και 30 τα εκατό. «Καλές δουλειές παιδιά μου, μη στενοχωριέστε, θα μου ξοφλήσετε το δάνειο όταν μπορέσετε».
    Έτσι η τοκογλυφία έριχνε καινούργια βάρη στο λαό. Και κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί. Γιατί θα ήταν σαν να ομολογεί πως δεν έχει ανάγκη, πως είναι πλούσιος. Και τότε τον περίμεναν τα χειρότερα.
    Για να αμείψει τους ανθρώπους που τον υπηρετούσαν τους εξουσιοδοτούσε να αξιώνουν δώρα. Φόρτωνε στο λαό τις δικές τους υποχρεώσεις. Έτσι όλες οι μεταφορές για τις ανάγκες των σαραγιών του, τα καινούργια του παλάτια, τα οχυρά και τα καστροπύργια γίνονταν με αγγαρείες».
    Δεν πλήρωνε μισθούς ούτε στους κυριότερους βαθμούχους του. Όλοι αποζούσαν από τα πεσκέσια, καταληστεύοντας δηλαδή με τη σειρά τους όσους κατέφευγαν στο σαράι για υπόθεσή τους. Γράφει ο Αθ. Λιδωρίκης στα απομνημονεύματά του: Στην αυλή του υπήρχε ένα είδος Υπουργείου αποτελούμενου από τους γραμματείς Μάνθο από τη Ζαγορά, Κολοβό από τα Ιωάννινα, Κώστα Γραμματικό από την Κόνιτσα, οι οποίοι εργάζονται από το πρωί μέχρι το βράδυ σε ένα δωμάτιο μέσα στο σαράι χωρίς μισθό. Αυτοί, κάθε φορά που παρουσιάζονται πολλοί ενδιαφερόμενοι, ζητούσαν μικρές χρηματικές ποσότητες για εξομάλυνση των υποθέσεών τους.
    Ο ίδιος ο Λιδωρίκης, ο σφραγιδοφύλακας, ήταν άμισθος , έπαιρνε όμως μπαξίσια.
    «Ο χαρακτήρας και η διοίκηση του Αλή φαινόταν και στο εσωτερικό των σαραγιών του. Υπήρχαν αίθουσες υποδοχής μεγαλόπρεπες, με πλούσιες διακοσμήσεις, βαρύτιμα άρματα, σοφάδες με πολυτελέστατα μπροκάρ της Λυών. Και πλάι άλλες με τα προϊόντα της αρπαγής ή των «κληρονομιών», σωστές αποθήκες. Κοντά σε μια μαρμαρένια τράπεζα, λεία από κάποια εκκλησία, έβλεπε κανείς ξύλινους πάγκους. Ο ίδιος ο Αλής εμφανιζόταν άλλοτε ντυμένος με βαρύτιμη φορεσιά κι’ ένα θώρακα που άστραφτε από διαμάντια, με τα δάχτυλα στολισμένα με πανάκριβα μονόπετρα, με μια ταμπακέρα κατακόσμητη από μπριλάντια στο ένα χέρι και στο άλλο ένα κομπολόι από χοντρά μαργαριτάρια, κι’ άλλοτε καθόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη κάμαρα ή θρονιαζόταν ανάμεσα στους εργάτες και τακτοποιούσε τις υποθέσεις του ενώ βροντολογούσαν γύρω του τα σφυριά και τα αμόνια. Το ίδιο θέαμα παρουσίαζαν και οι άνθρωποί του. Φορούσαν χρυσοποίκιλτες στολές αλλά δεν είχαν πουκάμισο κι’ έτρωγαν παλιόφαγα. Το χειμώνα στα διαμερίσματα του Αλή έκαιγαν όλα τα τζάκια, στους προθάλαμους όμως οι βαθμούχοι του τουρτούριζαν κι’ άπλωναν το χέρι στον πρώτο επισκέπτη αξιώνοντας μπαξίσι. Στις επίσημες μουσουλμανικές γιορτές – μπαϊράμι και κουρμπάνι – ο Αλής προφασιζόταν ένα έκτακτο ταξίδι για να αποφύγει να προσφέρει δώρα στους ανθρώπους του. Αυτό όμως γινόταν παλιότερα. Ο Αλής άλλαξε κι’ αυτές τις συνήθειες. Το νέο πρωτόκολλο επέβαλε να του προσφέρουν δώρα όχι να δίνει. Έτσι όταν έφευγε ανάσαιναν στο σαράι. Οι γραμματικοί ήταν υποχρεωμένοι να καταγράφουν τα πεσκέσια κατά τις επίσημες ημέρες. Κι’ όπως είναι φυσικό όλοι συναγωνίζονταν ποιος θα φανεί πιο γενναιόδωρος. Οι τιμές των ακροάσεων αυξήθηκαν. Άλλοτε έμπαινε κανείς στο σαράι μ’ ένα αρνί ή μ’ ένα καλάθι σύκα. Τώρα χρειάζεται χρυσάφι και ακριβά υφάσματα. Τα μικρά δώρα επιτρέπονταν μονάχα για τους γραμματικούς. Και φυσικά έπρεπε να δώσουν λόγο γι’ αυτά τα δώρα γιατί παντού καραδοκούσαν οι σπιούνοι».
    Επίσκεψη εθιμοτυπίας σε πασά ή προσκύνημα κατά τις περιοδείες του χωρίς γενναίο
πεσκέσι ήταν κάτι αδιανόητο. Το 1801 ο επίσκοπος Βελεγράδων, μαθαίνοντας πως ο Αλής έφτασε στο Βεράτι, πήγε να τον προσκυνήσει. Κι’ όπως συνηθιζόταν άφησε στα πόδια του το καθιερωμένο πεσκέσι: καφέ και ζάχαρη. Ο Αλής κοίταξε τα δώρα με περιφρόνηση και είπε στο δούλο του: Πάρτα και δώστα στο Σαλίκ (στο γιό του δηλαδή, που ήταν οχτώ χρόνων τότε). Ύστερα  γύρισε το κεφάλι του προς το παράθυρο κι’ έμεινε έτσι ακίνητος ώσπου έφυγε ο επίσκοπος. Την άλλη μέρα  ξανάρχεται ο δεσπότης κι’ αφήνει  πάνω στο σοφά ένα φουσέκι με 200 τσεκίνια. Μόλις είδε το χρυσάφι ο Αλής καλωσόρισε το δεσπότη και τον ρώτησε αν είναι ευχαριστημένος από το ποίμνιό του. Ευχαριστημένος είμαι, απαντά ο δεσπότης, μόνο που μου καθυστερούν τα δοσίματα. Φωνάζει αμέσως ο Αλής το γραμματικό του και υπαγορεύει διαταγή στους χριστιανούς της περιοχής να πληρώσουν αμέσως τα χρέη τους στον επίσκοπο «γιατί θα τους φάει το μαύρο φίδι». Έτσι βρήκε κι’ ο δεσπότης τον τρόπο να εισπράξει με το παραπάνω τα τσεκίνια του.
    Όταν αρρώσταινε τον έπιανε πανικός .Έβλεπε το χέρι ενός θεού εκδικητή πάνω στο κεφάλι του. Απελπιζόταν, βαριαναστέναζε, εξόρκιζε τους γιατρούς να φωνάξουν τους «φίλους του» να τον σώσουν, έταζε πλούτη, ελευθέρωνε φυλακισμένους, πρόσταζε τους δερβίσηδες να κάνουν δεήσεις, ζητούσε ακόμα και των χριστιανών τις προσευχές. Μα μόλις ξαναστεκόταν στα πόδια του ο τρόμος εξαφανιζόταν. Άρχιζε να κατηγορεί τους γιατρούς του για ανικανότητα για να μην πληρώσει τις αμοιβές που έταξε. Αμέσως πρόσταζε να ξαναρίξουν στα σίδερα τους φυλακισμένους που ελευθέρωσε σε ώρα αδυναμίας. Και με λίγα γρόσια ξοφλούσε τις υποχρεώσεις για τις δεήσεις των μουσουλμάνων και χριστιανών υπέρ της υγείας του. Είχαν ωστόσο κι’ ένα καλό οι αρρώστιες του. Ησύχαζε σ’ αυτό το διάστημα ο λαός.    
    Κυριευόταν από τρόμο όταν άκουγε για επιδημία πανούκλας. Αντίθετα, όλοι οι μουσουλμάνοι της αυτοκρατορίας δέχονταν την επιδημία με εγκαρτέρηση που έφτανε στην αδιαφορία και την εγκατάλειψη. Ήταν κισμέτ. Σ’ αυτό το σημείο ο Αλής αντιδρούσε σαν φωτισμένος άνθρωπος. Παραδινόταν στους Ευρωπαίους και Έλληνες γιατρούς αποφεύγοντας τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους. Μόλις ξεσπούσε επιδημία, εγκατέλειπε τα Γιάννενα και έσπευδε να κρυφτεί στην Πρέβεζα.
    Σε ορισμένες εποχές, συνήθως στο τελευταίο τέταρτο της σελήνης κι’ όταν ζύγωναν οι μέρες των βροχών, καταλαμβανόταν από κρίσεις. Κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει κατά τη διάρκεια  των παροξυσμών του. Καλούσε τότε τους αστρολόγους και διηγόταν τα όνειρά του. Και ακούγοντας τις εξηγήσεις τους γαλήνευε. Σ’ αυτά τα φοβερά διαλείμματα  ήταν ικανός για κάθε θηριωδία. Το 1818 έριξε σε βραστό λάδι κάποιον Έλληνα που καταχράστηκε μερικά αντικείμενα πανουκλιασμένων της Άρτας. «Κι’ εννοούσε να παρακολουθεί όλες αυτές τις θηριωδίες».
    Ύστερα άρχιζαν τα γλεντοκόπια. Τα σαράγια αντηχούσαν από τα τραγούδια των τσιγγάνων και τις φωνές των σαλτιμπάγκων. Προσκαλούσε τον εαυτό του στο μέγαρο του μητροπολίτη (ενώ γευμάτιζε ο Αλής, ο μητροπολίτης στεκόταν όρθιος) και στα αρχοντικά των Ελλήνων προεστών. Δεν ήταν ποτέ ακατάδεχτος. Πήγαινε για γεύμα σε εβραϊκά σπίτια, στο σπίτι του παπουτσή του, του ράφτη του γιατί ήξερε πως αυτά τα τραπεζώματα, συνοδεύονταν πάντοτε από πεσκέσια. Τα καθιερωμένα δώρα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν ένα ζευγάρι σώβρακα και δύο πουκάμισα. Αλλά όταν η εύνοια του Αλή έφτανε στο σημείο να ζητήσει ξούρισμα στο σπίτι που τον «κάλεσε» - μεγάλη τιμή – έπρεπε να του προσφέρουν χαλκώματα κι’ ένα ολόκληρο ασημένιο σερβίτσιο του καφέ. Φυσικά θα έπαιρνε γενναίο μπαξίσι κι’ ο μπαρμπέρης του Αλή, σπουδαίο πρόσωπο της
Αυλής. Αυτές οι περιποιήσεις δεν τον εμπόδιζαν διόλου να ρίξει, την άλλη κιόλας μέρα,
στα σίδερα τους νοικοκυραίους που τον φιλοξένησαν.
    Πάντρευε τις δούλες του και τις προίκιζε με τις οικοσκευές των άκληρων υπηκόων του που περιέρχονταν στο Δημόσιο.
    Φρόντιζε να μη χαθεί τίποτα κι’ από τη χειρότερη παλιατσαρία. Ο Πουκεβίλλ τον έβλεπε συχνά ανάμεσα σε σωρούς από παλιόρουχα, σκουριασμένα άρματα, λεβέτια και τεντζερέδες να παρακολουθεί την καταγραφή τους στα κατάστιχα. Ο ίδιος ελέγχει το περιεχόμενο των αποθηκών και κρατάει τα κλειδιά. Όταν θέλει να επιπλώσει το σπίτι κάποιου ξένου που έχει προσλάβει στην υπηρεσία του ή θέλει να τον περιποιηθεί, μπαίνει στις αποθήκες και διαλέγει τα τηγάνια και τους τεντζερέδες που θα του δώσει. Όλα αυτά αποκαλύπτουν την έκταση της φιλαργυρίας του.
    Για τη φιλαργυρία του Αλή γράφει και ο περιηγητής Leake που βρισκόταν την ίδια περίπου εποχή στα Γιάννενα: «Δεν επιτρέπει να πετάξουν τα κατεστραμμένα έπιπλα, σκεύη και όπλα αλλά τα διατηρεί σε χώρους που παρακολουθεί σχολαστικά και μπορεί να ανακαλύψει αν χαθεί και το παραμικρό αντικείμενο. Στους βρώμικους διαδρόμους και στους προθάλαμους που οδηγούν στα πλουσιότερα και τόσο δαπανηρά διαμερίσματα του παλατιού, βλέπει κανείς να κρέμονται μια ξεχαρβαλωμένη πιστόλα, ένα σκουριασμένο σπαθί ή θηκάρι, κουρελιασμένα ρούχα. Κανείς από τους πολυάριθμους υπηρέτες δεν τολμάει να τα μετακινήσει γιατί ξέρει καλά πως θα το προσέξει ο πασάς. Αυτό το ανακάτωμα μεγαλοπρέπειας και ευτέλειας προβάλλει κραυγαλέα σε κάθε γωνιά του παλατιού. Η μεγάλη αίθουσα που είναι ολοσκέπαστη με Γκομπλέν και ακριβά επιχρίσματα, μουσικά ρολόγια και καθρέπτες, έχει παράθυρα με σταυρωτά σιδερένια κάγκελα. Κι’ όλα αυτά για να μη μπαίνουν οι υπηρέτες όταν είναι κλειδωμένη η αίθουσα». 
    Ο Πουκεβίλλ διαπίστωσε ότι ο Αλής ενδιαφερόταν περισσότερο για τους Έλληνες παρά για τους ομοπίστους του μουσουλμάνους. Τα αίτια αυτής της εύνοιας ήταν πολιτικοοικονομικά. Και επισημαίνει εύστοχα τη σκέψη και την τακτική του σατράπη. Ο ραγιάς που δουλεύει, πλουτίζει τον αφέντη του, χωρίς όμως να μπορεί να αλλάξει τη σκληρή μοίρα του. Ο Τούρκος αντίθετα, ενώ είναι ανίκανος για παραγωγή, ανήκει στην κυρίαρχη τάξη. Μπορεί λοιπόν  ν’ αποχτήσει δύναμη και να γίνει ακόμα και πασάς. Έτσι εξηγείται, γράφει ο Γάλλος περιηγητής, η προστασία της ελληνικής δημόσιας παιδείας από τον Αλή ακόμα και μέσα στο σαράι. «Είδα στην αίθουσα ένα παπά να ασχολείται με την κατήχηση μερικών Ελληνόπουλων και πλάι ένα χότζα να εξηγεί το Κοράνι στα Τουρκάκια». Ανεξιθρησκία ή αδιαφορία: αναρωτιέται ο Πουνκεβίλλ.
    Ο Γάλος συνταγματάρχης Guillaume de Vaudoncourt γράφει ότι το ενδιαφέρον του Αλή για τους Έλληνες ήταν υποκρισία και καιροσκοπισμός. «Τους χρειαζόταν γιατί ήταν ικανοί να καλύψουν τις ανάγκες του στη διοίκηση. Οι Αλβανοί ήταν αμαθείς και ακατάλληλοι. Όσο για τους Τούρκους δεν τους εμπιστευόταν διόλου. Αντίθετα τους μισούσε και ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει στα χέρια των Οθωμανών καμιά εξουσία. Υποστηρίζει τους Έλληνες σε κάποιο βαθμό γιατί φιλοδοξεί να τους χρησιμοποιήσει εναντίον των Τούρκων όταν θα κρίνει πως ήρθε η στιγμή για να ανεξαρτητοποιηθεί. Τους φοβάται όμως γιατί γνωρίζει πως κατά βάθος τον μισούν, ότι έχουν στο νου τους τα δικά τους σχέδια, ότι βοηθώντας τον, αδυνατίζουν και εξουδετερώνουν την Πύλη. Από την πλευρά του ο Αλής προσπαθεί να τους  χρησιμοποιήσει ως όργανα της πολιτικής του. Γύρω του έχει πάντοτε Έλληνες, μιλάει τη γλώσσα τους όπως και τα αρβανίτικα, ενώ στα τουρκικά έχει αδυναμίες. Ενδιαφέρεται
για την παιδεία τους και μερικές φορές καλεί τα ελληνόπουλα του σαραγιού να επαναλάβουν μπροστά του το μάθημά τους. Η ελληνική γλώσσα είναι καθιερωμένη στη Διοίκηση αλλά και στην προσωπική του αλληλογραφία. Χρησιμοποιεί επίσης τη χριστιανική και όχι την οθωμανική χρονολογία. Ωστόσο εμποδίζει τους Έλληνες ν’ αποχτήσουν δύναμη. Τους κρατάει σε απόσταση από τα καίρια αξιώματα, λ.χ. από τις στρατιωτικές διοικήσεις. Προσέχει επίσης να μην έρχονται σ’ επαφή με τους γιούς του, ιδίως τον Μουχτάρ, και τους επηρεάζουν».
    Οι γυναίκες του χαρεμιού ήταν τελείως ελεύθερες στα θρησκευτικά ζητήματα. Η ευνοούμενή του, Βασιλική, που από απλή αγρότισσα έγινε βασίλισσα της Ηπείρου δεν αλλαξοπίστησε. Αντίθετα είχε στη διάθεσή της, μέσα στο σαράι, ένα εκκλησάκι στολισμένο με εικόνες όπου κάθε μέρα έκαιγε λιβάνι. Ο πατέρας της είχε κατηγορηθεί το 1800 για κιβδηλοποιία με αποτέλεσμα να συλληφθεί η οικογένειά του. Ο Αλής πρόσεξε τη Βασιλική, κοριτσάκι τότε, και την έκλεισε στο χαρέμι του.
    Ο Άγγλος περιηγητής Leake συγκέντρωσε στα Γιάννενα πληροφορίες για το χαρέμι του Αλή. Μ’ όλο που είναι δύσκολο να εξακριβώσει κανείς τι συμβαίνει στο χαρέμι του, όλοι γνωρίζουν ότι είχε κάποτε σύζυγο την αδερφή των μπέηδων του Αργυρόκαστρου. Παντρεύτηκε για μια μόνο μέρα τη χήρα ενός πλούσιου Τούρκου στα Γιάννενα για να οικειοποιηθεί την περιουσία του. Λένε ότι αυτό συνέβη και σε μια άλλη περίπτωση. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι έχει 200 γυναίκες στο χαρέμι του. Σε τέτοια ζητήματα δεν έχει επιφυλάξεις και κουβεντιάζει ανοιχτά. Είχε τρία χαρέμια. Στα Γιάννενα, στο Τεπελένι και στο Κερκαλόπουλο. Όπως όλοι οι Τούρκοι συνηθίζει να συμβουλεύεται τους γιατρούς για την προμήθεια φίλτρων και δηλητηρίων. Οι γυναίκες του είναι σκλάβες αγορασμένες από την Πόλη, δώρα των Τούρκων, ή Ελληνίδες που η ομορφιά τους έχει επισημανθεί από τον ίδιο ή τους ανθρώπους του και με διαταγή του οδηγήθηκαν στο σαράι. Ο Αλής και οι γιοί του διατηρούσαν παντού πράκτορες γι’ αυτό το σκοπό. Μεταξύ των προδοτών της ομορφιάς διαφόρων κοριτσιών εντίμων οικογενειών που αρπάζονταν από τον Αλή και των γιών του βίαια, ήταν και ο οπλαρχηγός του Μετσόβου Ι. Δαληγιάννης, ο προδότης και δολοφόνος του ήρωα Θύμιου Βλαχάβα. Αλλά δεν ήταν πάντοτε εύκολη η αρπαγή. Ο Μίνιος Χρήστου Κατσικογιάννης, μαθαίνοντας το 1803 ότι ο Αλής είχε αποφασίσει τον εγκλεισμό της αδερφής του Μπίλιως στο χαρέμι, την έσφαξε. Οι γονείς της πεντάμορφης Ρίνας Βαρζέλη, 13 χρόνων, μόλις έμαθαν ότι σκόπευε να την αρπάξει, της παραμόρφωσαν το πρόσωπο με ξυραφιές. Ένα κορίτσι που είχε την κακή τύχη να οδηγηθεί στο σαράι υποκρίθηκε, δασκαλεμένο από τη μάνα του, πως πάσχει από επιληψία. Βλέποντας ο Αλής τους σφαδασμούς της πρόσταξε να διώξουν αμέσως τη σεληνιασμένη. Συνήθως οι Τούρκοι πασάδες και βοϊβοδάδες χρησιμοποιούσαν τις λουτράρισσες των δημοσίων χαμάμ για μα επισημαίνουν τις πιο καλλίγραμμες Ελληνίδες και να ενημερώνουν τον αφέντη τους. Ακολουθούσε η αρπαγή της κόρης ή της συζύγου. Η σημερινή του ευνοούμενη είναι μια χριστιανή. Πριν δέκα χρόνια είχε δώσει εντολή να μεταφερθεί για κάποια αιτία ο πατέρας της με την οικογένειά του στα Γιάννενα. Την είδε ο Αλής, κοριτσάκι τότε, και πρόσταξε να την εκπαιδεύσουν στο χαρέμι. Παραμένει ακόμα χριστιανή, έχει το παρεκκλήσι της, όπου γίνεται λειτουργία από τον ιερέα του παλατιού (είναι η Βασιλική που προαναφέραμε). Πραγματικά ο Αλής δεν ενδιαφέρεται διόλου για τον προσηλυτισμό των γυναικών του. Αλλά και τα αγόρια που αγοράζονται για το σαράι έχουν δασκάλους για γραφή και ανάγνωση, παπάδες και όχι χοτζάδες. Ο Αλής απόφευγε να αρπάζει κορίτσια από την ανώτερη τάξη των Ελλήνων.
    Με εξαίρεση την ευνοούμενή του και δύο τρεις από τις ακόλουθές της, που συχνά
Μετακινεί τη νύχτα μέσα σ’ ένα κλειστό αμάξι από το ένα παλάτι στο άλλο, εκεί δηλαδή που θα περάσει την επόμενη μέρα του, καμιά από τις άτυχες σκλαβοπούλες του χαρεμιού δεν βγαίνει από τη φυλακή της στο κάστρο εκτός από μια σπάνια περίπτωση εύνοιας, όταν δηλαδή πρόκειται να την παντρέψει με κάποιον από τους ανθρώπους του. Εκεί μέσα ζουν κλεισμένες σε κάμαρες με καφασωτά παράθυρα, χωρίς ψυχαγωγία και άσκηση σ’ ένα χώρο ανθυγιεινό, κυρίως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Έτσι σύντομα χάνουν και την υγεία τους και τα θέλγητρά τους. Μπορεί κανείς να πει ότι από τη στιγμή που θα γίνουν μόνιμοι κάτοικοι του κάστρου παραμελούνται όπως το ίδιο το κάστρο. Καθώς ελάχιστες γυναίκες των ανώτερων τάξεων στα Γιάννενα είναι κομψές, μπορεί κανείς να καταλάβει πως καταντούν αυτά τα αγρίμια όταν αρχίσει να σβήνει ή πρώτη λάμψη της υγείας και της ευρωστίας μέσα στη νοσηρή φυλακή τους. Πριν λίγες βδομάδες ο γραμματικός του Αλή από τους Καλαρύτες του έδωσε πληροφορίες για ένα όμορφο χωριατοκόριτσο. Ο Αλής πρόσταξε αμέσως να το φέρουν στο σαράι. Σε λίγες μέρες αποφάσισε να την παντρέψει και όρισε για σύζυγο τον Καλαρυώτη προύχοντα Παχούμη.Ο υποψήφιος σύζυγος πληροφορήθηκε την τιμή που του είχε επιφυλάξει ο Αλής και προσπάθησε να διαφύγει στην Κέρκυρα. Τον πρόλαβαν όμως πριν φτάσει στην ακτή οι άνθρωποι του Ταχήρ αγά, και μη γνωρίζοντας ότι προοριζόταν για γαμπρός τον οδήγησαν στα Γιάννενα. Στο μεταξύ μεσολάβησε ο προεστός των Καλαρυτών και ματαιώθηκε ο γάμος. Όσο για το κορίτσι ξαναγύρισε στους γονείς του.
    Κανένας δεν γνωρίζει ακριβώς τον αριθμό των θηλυκών παιδιών του Αλή. Επικρατεί γενικά η γνώμη ότι πολλά απ’ αυτά τα κορίτσια θανατώνονται. Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τα αίτια αυτού του σκληρού μέτρου, αφού είναι γνωστό πως οι επιγαμίες αποτελούν μέσο πολιτικών συναλλαγών που συνηθίζεται από τους Τούρκους μεγιστάνες, ακόμα και από το σουλτάνο. Φαίνεται ότι η επιγαμία αποκτά μεγαλύτερη αξία όταν δεν υπάρχουν περισσότερα κορίτσια από όσα χρειάζονται. «Η ζωή ενός άντρα στην Ανατολή δεν έχει και μεγάλη αξία σε σύγκριση με την πολιτισμένη Ευρώπη. Φαντάζεται κανείς πόση αξία μπορεί να έχει η ζωή των θηλυκών». 
    Ο Αλής και οι γιοί του διατηρούσαν και χαρέμι αγοριών. Σε απόγνωση έφταναν οι γονείς όμορφων αγοριών που επισημαίνονταν από τους σπιούνους του Αλή. Ο Κουτσαλέξης αφηγείται πως φυγαδεύτηκε ο 12χρονος Αθαν. Τσακάλωφ, ο κατοπινός Φιλικός, που ζούσε στα Γιάννενα με τη μάνα του (ο πατέρας του ήταν γουναράς στη Ρωσία). Μια μέρα ο «προμηθευτής» πηγαίνει στον Αλή: Υψηλότατε βεζίρ εφέντη μας! Στην Μόσχα είναι ένας συντοπίτης μας Τζάκαλος, πολύ πλούσιος. Έχει ένα ωραίο παιδί. Θέλεις να το φέρω στο σεράγι;» Δεν είχε αντίρρηση ο Αλής. Πάει ο αχρείος στη μάνα του παιδιού. «Ο βεζίρ εφέντης μας θέλει το παιδί σου να το έχει στο σαράι. – Τόχω μοναχό! Αν μου λείψει τι θα κάνω; Ο άντρας μου είναι στην ξενητιάν. Πρέπει, πρέπει να το δώσεις! Θέλεις να σου το αρπάσει; Είμαι φίλος του σπιτιού σας και ήρθα να το πω με το καλό. – Μάλιστα, μάλιστα. Θα κάμω όπως μπορέσω να το ετοιμάσω γρήγορα. Τη θέληση και προσταγή του υψηλότατου βεζίρ εφέντη μας γρήγορα θα την κάμω, αλλά ανάγκη να το λούσω, να το χτενίσω γιατί είναι μελανωμένο από τα πολλά γράμματα. Θα του κάμω καινούργια φορεσιά, γιατί είναι ντροπή να το παρουσιάσω στον υψηλότατο βεζίρ εφέντη μας όπως είναι τώρα. Σε τρεις μέρες το στέλνω». Το ίδιο βράδυ, με τη βοήθεια του γιατρού Βηλαρά, το φυγάδεψε στη Μακεδονία κι’ από κει στη Μόσχα. Κατά τον Αραβαντινό, το μικρό Τσακάλωφ άρπαξαν οι τζοχανταραίοι του Αλή ενώ έβγαινε από το σχολείο και τον οδήγησαν στο σαράι. Μεσολάβησε όμως ο γείτονάς του Ταχήρ Αμπάζης, αρχιαστυνόμος του Αλή και το παιδί ξαναγύρισε στη μάνα του. Λίγο
αργότερα φυγαδεύτηκε στη Ρωσία.
    Το τέλος του Αλή είναι γνωστό. Αποκεφαλίστηκε μετά από εντολή του σουλτάνου και το κεφάλι του στάλθηκε στην Πόλη. Τον γιό του Βελή, τον εξόρισαν στη Μ. Ασία όπου  ήρθε και το δικό του τέλος. Έδειξε δειλία, σερνόταν μπροστά στους δημίους του, φιλούσε τα πόδια τους. Στραγγάλισαν μπροστά στα μάτια του τον αδερφό του Σαλίκ, κι’ έναν από τους γιούς του. Τις κόρες του τις πούλησαν Τουρκομάνοι τσοπάνηδες στο μπεζεστένι (κλειστή θολωτή αγορά).

Πηγή: Τέταρτος τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».