Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Οι κουρσάροι τύραννοι των νησιών μας (Δεύτερο μέρος)




Δημήτρης Τουτουντζής

Από τις 15 του Δεκέμβρη ίσαμε τον Μάρτη, οι κουρσάροι τριγυρίζουνε στα νερά της Πάρος και της Αντίπαρος, της Νιός και της Μήλος. Ύστερα πάνε κατά τους Φούρνους (μικρά νησιά στο πέρασμα ανάμεσα Σάμο και Ικαρία), και χώνουνται κάτω από τα ψηλά βράχια και βάζουνε ένα καραούλι (φρουρό) απάνω στο βουνό με μια μικρή σημαία, για να δίνει σινιάλο αν δει κανένα καράβι. Μόλις φανεί κανένα, βγαίνουνε παρευτύς  στα πανιά στο κανάλι της Σάμος και το πιάνουνε.
Τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού φωλιάζουνε στην Ικαριά και στο Γαϊδουρονήσι, κ’ κει κάνουνε τη δουλειά τους. Κατά τον Ιούλιο, πάνε στα νερά της Κύπρου. Σαν μάθουνε πως βρίσκουνται στη Ρόδο καράβια τούρκικα ή αλτζερίνικα, ευτύς πιάνουνε τα νερά της Αλεξάνδρειας, γιατί είναι ρηχά και δεν μπορούνε να πάνε γιαλό τα μεγάλα μπάρκα. Κατά το φθινόπωρο πάνε κατά την ακρογιαλιά της Συρίας, κ’ εκεί κουρσέβουνε με τις βάρκες τους που είναι αρματωμένες με πολλά κουπιά.
Μπαίνοντας ο χειμώνας, γυρίζουνε πίσω στο Αρχιπέλαγος, κ’ κει κόβουνε βόλτες ως να μπει καλά ο χειμώνας, και τότε μπαίνουνε σε κανένα λιμάνι. Αν πιάσουνε κανένα καράβι ερχόμενο από τη Μαύρη Θάλασσα φορτωμένο κερεστέ (ξυλεία), το πάνε σε κανένα μεγάλο νησί και το πουλάνε. Μα σαν πιάσουνε κανένα καράβι που έρχεται από την Αλεξάνδρεια, φορτωμένο ρύζι, καφέ, ζάχαρη, φασόλια, φακές, μπαχάρια,  πανικά και τέτοια, τότε γίνεται μεγάλο πανηγύρι.
Να σας πω τώρα τα ονόματα των κουρσάρων που τριγυρίζανε στον καιρό μου σ’ αυτές τις θάλασσες. Το καράβι που ήμουνα μέσα το λέγανε ‘’Αγία Ελένη’’, κ’ είχε δυό καπετάνιους, τον Γκιουζέπε Πρετιόζι και τον Άντζελο  Φραντζίσκο, κ’ οι δυό από την Κόρσικα.
Είχανε σημαία του Λιβούρνου, είκοσι κανόνια, τριάντα κατσαδούρους και διακόσιους τριάντα άντρες.  Αυτό το καράβι στάθηκε στο πέλαγος εννιά χρόνια στο πρώτο ταξίδι του, κ’ ύστερα ξανάπιασε τη θάλασσα μοναχά με τον καπετάν Άντζελο, κ’ είχε στο πέλαγο τέσσερα χρόνια ως τα τώρα, με τα ίδια κανόνια, με τους ίδιους ανθρώπους και με την ίδια σημαία.
Άλλο καράβι ήτανε η ‘’Βαγγελίστρα’’, με καπετάνιο τον Γιάννη Περάγκολα, Κορσικάνο. Είχε κι αυτός τη σημαία του Λιβούρνου, είκοσι δύο κανόνια δεκάξι κατσαδούρους και διακόσους τριάντα άντρες, από έξι χρόνια που είχε βγει στο κούρσος. Άλλα ήτανε η ‘’Καραβέλα’’ με σημαία Πορτουγέζικη, η ‘’Μαντόνα του Μοντενέγκρο’’ κ’ η ‘’Αγία Βαρβάρα’’, Φραντσέζικο από την Προβηγκία, με καπετάνιο τον Αντώνη Σικάρ, σημαία Βενετσιάνικη. Ήτανε και τρεις κουρσάροι Μαλτέζοι, ο πιο σπουδαίος τους λεγότανε ‘’Μεγάλος Καβαλιέρος’’, κι ο καπετάνιος ήτανε ένας καβαλιέρος της Μάλτας (Ιωαννίτης Ιππότης), οι δύο άλλοι πιο μικροί.
Όσο για τους σκλάβους που πιάνουνε, ένα καράβι μπορεί να πιάσει το πολύ πενήντα – εξήντα παραλήδες, που πληρώνουνε για να λευτερωθούνε. Οι άλλοι δεν έχουνε τίποτα, και τους στέλνουνε στο Λιβούρνο. Πολλοί από τα αφεντικά (ιδιοκτήτες των πλοίων) στο Λιβούρνο είχανε τρακόσους και τετρακόσους σκλάβους, που δουλεύανε μέσα στην πολιτεία. Εκτός από το μερίδιο που έχουνε σε ό,τι πιάσουνε, ο καπετάνιος κ’ οι άλλοι
Αρχηγοί του καραβιού, πλην από τα λεφτά και τα διαμαντικά, ο καπετάνιος παίρνει ό,τι βρεθεί στην κάμαρα τ’  αλλουνού καπετάνιου, ο δεύτερος τα πανιά του παπαφίγκου και τη μεγάλη άγκουρα, μα έχει από κει μερίδιο κι ο λοστρόμος. Ο φροντιστής, ο γραμματικός, ο γιατρός (ναι είχαν και γιατρό), ο καλαφάτης κι ο μαραγκός έχουνε τη δισπέντζα την αποθήκη με τις ζωοτροφές. (Σήμερα δεσπέντζα, ονομάζεται ένα μικρό δωμάτιο εξοπλισμένο με ηλεκτρική συσκευή και με ψυγείο, όπου τοποθετούνται λίγα τρόφιμα για τις νυχτερινές βάρδιες). Ο πρώτος κανονιέρης παίρνει τα μικρά κανόνια. Πολλές φορές συντροφιάζουνε δύο και τρεις κουρσάροι, και πάνε και βολτατζάρουνε ο ένας εδώ κι ο άλλος αλλού, και μουράζουνται την πρέζα (λεία). Το παραμικρό σφάλμα το παιδεύουνε βαριά.
Στεναχωρεμένος απ’ όλα αυτά τα βάσανα κι αηδιασμένος να ζω με τέτοιους κακούργους, αποφάσισα πολλές φορές να το σκάσω, μα δεν μπόρεσα. Τέλος, μια μέρα φτάξαμε στην Αντίπαρο με μια πρέζα, και βγήκα στη στεριά. Εκεί βρήκα ένα καϊκι ελληνικό και μπήκα κρυφά και με πέρασε στη Μήλο. Από κει ένα άλλο καϊκι με πήγε στη Σμύρνη. Μα φεύγοντας από κει, πέσαμε πάλι, κοντά στη Σέριφο, στα νύχια ενός άλλου κουρσάρου από την Κω. Είμαστε σίγουροι πως θα μας πουλούσανε στην Ρόδο, στον Μάτσα – Μαμά, (δουλέμπορος εγκατεστημένος στη Ρόδο), μα μας πήγανε στη Σάμο. Μια νύχτα, έπεσα κρυφά στη θάλασσα και κολύμπησα και βγήκα στη στεριά της Ανατολής, κι απόμεινα έξι μερόνυχτα ανάμεσα στους βράχους, κ’ έφαγα σ’ αυτό το διάστημα μονάχα τρία κοχύλια και κάτι ρίζες. Τέλος φύγανε οι κουρσάροι και σύρθηκα μισοπεθαμένος ως ένα κοντινό χωριό, ως που αντάμωσα έναν χριστιανό μ’ έναν γάϊδαρο και με πήγε σ’ ένα μοναστήρι. Οι καλόγεροι με περιποιηθήκανε και συνέφερα από την κακουχία. Ύστερα από λίγες μέρες μπαρκάρισα σ’ ένα φραντσέζικο καράβι και γύρισα στη Σμύρνη, κι από κει μπήκα σ’ ένα βενετσιάνικο, και πήγα στον τόπο μου>>.
Εδώ τελειώνει η διήγηση του ανώνυμου Βενετσιάνου και συνεχίζουμε την ιστορία των κουρσάρων που αυλακώνανε από παντού την Άσπρη Θάλασσα, όπως έλεγαν εκείνον τον καιρό τη θάλασσα που βρίσκεται ανάμεσα  στη Μικρά Ασία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Κρήτη. Τουρκικά αυτή η Άσπρη Θάλασσα λέγεται   Ακ – Ντενίζ. Οι στεριές και τα νησιά της έχουν ακρογιαλιές καταφαγωμένες από τα νερά, γεμάτες κόλπους, κάβους, ξέρες και στενά, και γι’ αυτό είναι από φυσικό τους καλές για πειρατικές επιχειρήσεις. Οι πειρατές ήταν σαν τις αράχνες που κάθονται τρυπωμένες μέσα στις γωνίες και τις σκισμάδες και από εκεί παραφυλάνε και ρίχνονται άξαφνα επάνω στον ανύποπτο που θα περάσει κοντά από εκείνο το μέρος, και σαν δεν μπορέσουνε να τον βάλουνε στο χέρι, έχουνε τον τρόπο να τρέξουν και να κρυφτούνε μέσα στις στενωσιές και τις τρύπες.
Από τον καιρό που είχαν αποβιβαστεί στην Ανατολή οι Σταυροφόροι για να απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους  από τους μουσουλμάνους, κουρσεύανε τις θάλασσες οι Άραβες της Αφρικής, Αλγερινοί, Τυνήσιοι, Μαροκινοί, που τους λέγανε με ένα όνομα Μπαρμπερίνους. Ύστερα από το 1500 μ.Χ. αυτοί οι κουρσάροι έφτασαν σε μεγάλη δύναμη, διότι άρχισε να εξασθενεί η δύναμη της Βενετίας που κυριαρχούσε στις θάλασσες αυτές. Τότε φάνηκε ο φημισμένος και φοβερός Μπαρμπαρόσας, που ρήμαξε τα ελληνικά μέρη και ξεχωριστά όσα βρίσκονται στη δυτική Μεσόγειο, μαζί με τα Επτάνησα, την Κέρκυρα, τους Παξούς, καθώς και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Τότε πολλά από αυτά έμειναν χωρίς ανθρώπους. Ύστερα από τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου ο συνασπισμένος στόλος των χριστιανικών κρατών καταναυμάχισε το συνασπισμένο στόλο Τούρκων και μουσουλμάνων πειρατών, αυτοί αποτραβήχτηκαν στα νερά που είναι κοντά στις φωλιές τους κατά τη δύση και έγιναν πληγή αγιάτρευτη για τα ευρωπαϊκά καράβια. Οι μπέηδες αρματώνανε πλήθος κουρσάρικα που εξορμούσαν από τις φωλιές τους σαν αληθινοί στόλοι, και κουβαλούσαν αμέτρητα πλούτη στις χώρες του. Οι καπεταναίοι λέγονταν ρεϊσηδες, και οι σύντροφοι που έκαναν την επιχείρηση λέγονταν αρμαντούρ.  
Οι χριστιανοί δεν πήγανε πίσω από τους Μπαρμπερίνους, μάλιστα τους ξεπέρασαν στις πειρατείες. Σ’ αυτήν την τίμια δουλειά επιδόθηκαν και πρόκοψαν πολύ οι Ιωαννίτες Ιππότες, που κατέλαβαν τη Ρόδο το 1300 μ. Χ. και την κράτησαν πάνω από διακόσια χρόνια. Άρχισαν με την πρόφαση πως πολεμούσαν τους άπιστους, και σιγά -  σιγά έγιναν πειρατές, και κυνηγούσαν κάθε καράβι που έβρισκαν μπροστά τους, αδιάφορο αν ήταν τούρκικο ή χριστιανικό, ενώ έκαναν και εμπόριο σκλάβων.
Το 1522 κατέλαβαν τη Ρόδο οι τούρκοι, ενώ οι Ιωαννίτες εγκαταστάθηκαν στη Μάλτα, και από τότε ονομάζονταν Ιππότες της Μάλτας. Από το νησί τους επιχειρούσαν πειρατείες στις θάλασσες της Ανατολής, διότι είχαν γλυκαθεί. Οι πιο πολλοί ήταν Γάλλοι, αλλά ήταν και Ιταλοί και Κορσικανοί. Στα πληρώματα βρίσκονταν λογής – λογής φυλές, και ανάμεσα στους άλλους ήταν και μερικοί έλληνες, Μανιάτες, Υδραίοι και άλλοι.  Από το θεάρεστο έργο που έκαναν οι Ιωαννίτες, ζήλεψαν και άλλοι ευλαβείς χριστιανοί, σαν τον Κοσμά Μέδικο από την Τοσκάνη, που δημιούργησε ένα άλλο Ιπποτικό Τάγμα το 1560 και το βάφτισε του Αγίου Στεφάνου. Ο πάπας έδωσε την ευλογία του και του χάρισε πολλά προνόμια. Το Τάγμα εξόπλισε εξήντα καράβια και ήρθε στην Ανατολή, και άρχισε να ληστεύει τα ελληνικά νησιά. Τότε ανάμεσα στα άλλα, ρημάξανε και τη Χίο. Μόνο καθολικούς δεν πειράζανε. Το Τάγμα είχε για λιμάνι το Λιβόρνο. Ύστερα από τόση κλεψιά και ατιμία, που κράτησε πεντακόσια χρόνια, οι δυστυχισμένοι νησιώτες ήταν πεθαμένοι. Είναι να απορεί κανείς πως βάστηξαν τη θρησκεία και τη γλώσσα τους.
Από τη μεγάλη δυστυχία και από τα παραδείγματα που έβλεπαν, αποφάσισαν και κάποιοι λίγοι Έλληνες να κάνουν τον κουρσάρο. Αλλά πόσο σιχαμερό ήταν στον Έλληνα να γίνει κανείς κουρσάρος, φαίνεται από ένα γράμμα, που έγραψε ο Κωνσταντίνος Δαπόντε σε έναν κουρσάρο: << Έως πότε, αδελφέ αυτή η κακορίζικη ζωή; Έως πότε κυρ Μιχάλη, αυτή η ελεεινή κατάστασις, αυτή η κακή πολιτεία ψυχή τε και σώματι, εντροπιασμένη, κατακεκριμένη και παρά Θεώ και παρ’ ανθρώποις, ου μόνον τοις χριστιανοίς, αλλά και τοις ασεβέσι; Την ψυχή σου δεν λυπάσαι; Τον Θεό δεν φοβάσαι; Τους ανθρώπους δεν τους εντρέπεσαι;>>
Ένας από αυτούς τους Έλληνες κουρσάρους ήταν ο Γιάννης Καψής από την Μήλο. Με την παλληκαριά του μπόρεσε και έγινε αφέντης της Μήλου. Η βασιλεία του κράτησε μόνο τρία χρόνια. Ο κόσμος τον αγαπούσε, γιατί πολεμούσε τους τούρκους. Αλλά αυτοί τον έπιασαν στο τέλος και τον κρέμασαν στην Πόλη το 1680. Οι Μανιάτες επιδίδονταν σε πειρατείες περισσότερο από τους άλλους Έλληνες, διότι η γη τους ήταν άγονη. Στο έργο αυτό τους βοηθούσαν οι βράχοι του τόπου τους, γεμάτοι σπηλιές, σκισμάδες και οι φουρτούνες που δέρνανε τη Μάνη. Οι Μανιάτες δεν κουρσεύανε με καράβια εξοπλισμένα, αλλά ληστεύανε τα καράβια που καταφεύγανε στα λιμάνια τους για να γλυτώσουν από τη φουρτούνα. Άναβαν φωτιές κατά τις φουρτουνιασμένες νύκτες, για να τραβήξουν κανένα καράβι που κινδύνευε να πέσει πάνω στις ξέρες. Βγήκαν και κάποιοι αληθινοί πειρατές από τη Μάνη,
Κάποιος Θεόδωρος Αναπλιώτης, ένας Μανέτας και ένας Γερακάρης. Το 1797 ένας Στεκούλης κούρσεψε την Αμοργό.
Τον καιρό που οι Φράγκοι κουρσάροι λεηλατούσαν τα ελληνικά νησιά, είχαν σαν βάσεις κάποια νησιά που έτρεμαν να περάσουν από κοντά τους οι θαλασσινοί. Τέτοια νησιά ήταν η Σέριφος, η Φολέγανδρος, ο Σαν Τζώρτζης (μικρό νησί νοτιοδυτικά του Σουνίου), τα Κύθηρα, οι Φούρνοι και άλλα. Η Ίος ήταν φωλιά από όπου εξορμούσαν κουρσάρικα θηρία, που της είχαν δώσει το όνομα Μικρή Μάλτα. Αυτή είναι με συντομία η ιστορία των κουρσάρων της Άσπρης Θάλασσας.   
Βιβλιογραφία: Φώτη Κόντογλου, ‘’Η πονεμένη Ρωμιοσύνη’’ Εκδοτικός οίκος Αστήρ.