Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Όλοι διαφορετικοί, όλοι μοναδικοί, όλοι άνθρωποι...

Όταν ήμουν μικρός, μια αγαπημένη μου συνήθεια ήταν να πηγαίνω στα σπίτια των παππούδων και των γιαγιάδων του χωριού μου και να τους ακούω να μου λένε παλιές ιστορίες. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες είχαν, οι πιο πολλοί, γεννηθεί, μεγαλώσει και γεράσει στον ίδιο τόπο, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, και επομένως αυτό που συνέβαινε συνήθως ήταν να μου λένε τις ίδιες ιστορίες, για τους ίδιους ανθρώπους, με το ίδιο περίπου λεξιλόγιο. Και σκεφτόμουν ότι αν όλες αυτές οι ιστορίες μπορούσαν να χωρέσουν σ’ ένα βιβλίο, όσες πολλές κι αν ήταν, μέσα τους θα είχαν πάντα τις ίδιες εικόνες, εικόνες του δικού μου τόπου, που τις ήξερα κι εγώ τους ίδιους ανθρώπους, τα ίδια φαγητά, τα ίδια ρούχα, τα ίδια περίπου γεγονότα.
Αυτά συνέβαιναν είκοσι χρόνια πριν. Σήμερα, καμμιά φορά που περπατάω τα βράδια και πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα ακούω ανθρώπους να μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες ή να διασκεδάζουν με διαφορετικές μουσικές σκέφτομαι ότι, αν και σήμερα είχα το θάρρος να χτυπήσω αυτές τις πόρτες και να ζητήσω από όλους τους δικούς τους παππούδες και τις γιαγιάδες να μού πουν τις ιστορίες τους, αυτή τη φορά θα γινόμουνα πολύ πιο πλούσιος. Θα μάζευα πολύ περισσότερες ιστορίες, για διαφορετικούς ανθρώπους, με εικόνες από τόσα πολλά διαφορετικά μέρη, μέρη που δεν γνώρισα ποτέ μου και ίσως ποτέ
δεν θα γνωρίσω, φαγητά, ρούχα και συνήθειες που ίσως δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν ποτέ. Έτσι, το υποθετικό μου βιβλίο με τις ιστορίες θα ήταν πολύ πιο μεγάλο, γραμμένο σε πολλές γλώσσες, πολύ πιο συναρπαστικό.
Κάποτε ένας θείος που ζει πάνω από σαράντα χρόνια στην Αμερική μού έλεγε ότι όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, τα βράδια στα όνειρά του βλέπει πάντα το χωριό του και την πατρίδα του. Έτσι λοιπόν σκέφτομαι και σήμερα ότι αν κάποιος μπορούσε σήμερα τη νύχτα να δει και να φωτογραφίσει τα όνειρα των ανθρώπων που ζουν στη τη μικρή μας πόλη, θα γέμιζε το φιλμ του με χιλιάδες χρώματα, χιλιάδες τοπία, χιλιάδες ανθρώπους με διαφορετικά ονόματα. Χιλιάδες πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους. Κι η μικρή μας πόλη θα γινόταν πιο πλούσια μόνο και μόνο επειδή αυτά τα χιλιάδες πράγματα που κατοικούν στα όνειρα και στις ψυχές των ανθρώπων της είναι διαφορετικά κι όχι όμοια. Είναι πολύχρωμα και όχι μονόχρωμα. Είναι πολλά και όχι ένα.
Ίσως, παλιότερα να χρειαζόταν να ταξιδέψεις σε άλλα μέρη, όπως ο Οδυσσέας, για να γνωρίσεις των άλλων ανθρώπων «τους τόπους και τη γνώμη». Σήμερα πλέον, οι τόποι, οι γνώμες και οι ιστορίες των άλλων ανθρώπων ταξιδεύουν μαζί τους. Αυτό, στην ουσία, γινόταν πάντοτε. Οι άνθρωποι πάντα γυρνούσαν τον κόσμο, σαν τα αποδημητικά πουλιά, για να γλιτώσουν από το κρύο και να βρουν κάπου λίγη ζεστασιά. Ας σκεφτούμε πόσο πιο πλούσιο γινόταν το βιβλίο με τις ιστορίες μας τα καλοκαίρια, όταν έρχονταν στο νησί για διακοπές οι δικοί μας θείοι και θείες που είχαν φύγει για το εξωτερικό και μας αφηγούνταν ιστορίες της καινούριας πατρίδας. Κάποτε ήταν οι δικοί μας θείοι, θείες, αδέλφια , παιδιά που μετανάστευαν σ’ άλλα μέρη. Τώρα, κάποιοι άλλοι θείοι, θείες, αδέλφια και παιδιά έρχονται στον δικό μας τόπο, συχνά με αποσκευές και στήριγμα ψυχής μονάχα αυτές τις ιστορίες τους. Κι αυτές τις αποσκευές τους, αν τις μοιραστούμε θα γίνουμε λίγο πιο πλούσιοι. Σαν σ’ ένα μεγάλο τραπέζι, που ο καθένας φέρνει και κάτι από το σπίτι του, ή μια μεγάλη ζωγραφιά, στην οποία καθένας αποτυπώνει με μια πινελιά τη δικιά του ψυχή, όσο αλλιώτικη και «ξένη» κι αν είναι αυτή.
Όλοι έχουμε νιώσει για λίγο ξένοι, κάπου, κάποτε, σε κάποιες περιστάσεις, για λίγο ή για πολύ, έντονα ή λιγότερο έντονα. Στο σπίτι μας, στις δουλειές μας, στις σχέσεις μας, σε μια καινούρια πόλη που πήγαμε να σπουδάσουμε ή να δουλέψουμε, σε μια καινούρια χώρα που κάποιοι πήγαμε να κατοικήσουμε, συχνά από ανάγκη κι όχι από επιλογή. Όλοι, πάλι, έχουμε νιώσει, άλλοτε στιγμιαία κι άλλοτε διαρκώς, λίγο ή πολύ «κουμπωμένοι» απέναντι σ’ έναν ή σε πολλούς άγνωστο ή άγνωστους ανθρώπους που μπαίνουν με κάποιον τρόπο στη ζωή μας. Αλλά και όλοι έχουμε νιώσει, όντας «καινούριοι» σ’ έναν τόπο ή σε μια ανθρώπινη ομάδα, έναν αλλιώτικο ενδιάθετο φόβο. Φοβόμαστε για το φόβο των άλλων. Φοβόμαστε ότι δεν θα γίνουμε αποδεκτοί, επειδή είμαστε ξένοι κι αλλιώτικοι. Κάθε ξενιτιά λοιπόν, όσο κοντινή ή μακρινή κι αν είναι, κουβαλάει μαζί της τρεις διαφορετικούς φόβους. Κι επειδή αυτοί οι φόβοι βρίσκονται σε μικρές ή μεγάλες δόσεις μέσα μας, αυτοί οι φόβοι του ξένου είναι στην πραγματικότητα φόβοι οικείοι, δικοί μας, όχι ξένοι.
Άρα στο χέρι μας είναι να νικήσουμε αυτούς τους φόβους. Ο φόβος προέρχεται όχι από τους άλλους ανθρώπους, αλλά είναι μέσα μας, δικός μας, εμείς μπορούμε να τον ξεπεράσουμε.
Αν σκεφτούμε τί σημαίνει «διαφορετικό» δεν θα αργήσουμε να καταλάβουμε ότι όσο διαφορετικοί είναι οι άλλοι άνθρωποι από μας, τόσο διαφορετικοί είμαστε κι εμείς από κείνους. Αν το ψάξουμε λίγο περισσότερο θα διαπιστώσουμε ότι ακόμα κι εμείς, που βρισκόμαστε για πολλά χρόνια σ’ έναν τόπο και μοιραζόμαστε το ίδιο παρελθόν και τις ίδιες συνήθειες, είμαστε πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας. Άρα, τελικά, όλοι είμαστε διαφορετικοί. Για να ακριβολογήσουμε, όλοι είμαστε μοναδικοί. Αν η διαφορετικότητα προσδιορίζεται από τη σχέση που έχουμε ο ένας με τον άλλο, τότε, ναι, όλοι είμαστε διαφορετικοί. Αν κοιτάξουμε όμως τον κόσμο από λιγάκι πιο ψηλά, θα δούμε ότι ο καινούριος μας κόσμος, με τους πολλούς, διαφορετικούς, μοναδικούς ανθρώπους, μοιάζει μ’ ένα καλειδοσκόπιο με πολύ πιο μικρά κομματάκια, με πολύ περισσότερα χρώματα, με πολύ περισσότερο ενδιαφέρον.
Αν υπάρχει κάτι που ενώνει τα κομματάκια σε αυτό το καλειδοσκόπιο, αυτό θα το βρούμε σε όσα πράγματα κατοικούν πίσω από τις διαφορές μας, σ’ αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους και που μπορούμε να συναντήσουμε σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, σε εκείνα που είναι κοινά για όλους μας, και που τα μοιραζόμαστε ακόμα και με ανθρώπους που ζουν χιλιάδες μίλια μακριά και που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Στα ανθρώπινα αισθήματα. Στις ίδιες αγωνίες που μοιραζόμαστε όλοι, όσο διαφορετικοί κι αν είμαστε. Στους ίδιους φόβους. Στις ίδιες ελπίδες και στις ίδιες χαρές. Σε όλα αυτά που πηγάζουν από μέσα μας και δεν έχουν χρώμα, εθνική ταυτότητα, τόπο καταγωγής ή άδεια παραμονής. Σε όλα αυτά που είναι τόσο προσωπικά, τόσο δικά μας, και τόσο κοινά σε όλους μας. Σ’ αυτά τα αισθήματα που κρύβονται μέσα στα παραμύθια των λαών της γης. Είναι συγκλονιστικό όταν διαπιστώνει κανείς πόσες ομοιότητες υπάρχουν στα παραμύθια των ανθρώπων που ζουν σε κοινωνίες που δεν είχαν καμμία απολύτως επαφή μεταξύ τους για αιώνες. Γιατί ό,τι πηγάζει από τα βάθη της ψυχής δεν έχει εθνικότητα, δεν χρειάζεται διαβατήριο ούτε μέσα για να ταξιδέψει. Ίσως τελικά το συναίσθημα είναι αυτό που μας ενώνει. Είναι η κοινή μας πατρίδα.
Γιατί η πατρίδα μας είναι οι αναμνήσεις μας. Πατρίδα μας είναι και οι άνθρωποι που αγαπάμε γύρω μας. Πατρίδα μας είναι και τα όνειρά μας. Αυτά τα τρία συστατικά με κάνουν να πιστεύω ότι τελικά η πατρίδα όλων μας είναι ολόκληρος ο κόσμος.

[Διαβάστηκε σε εκδήλωση με θέμα "Όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι" του Γραφείου Αγωγής Υγείας της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κεφαλονιάς, την άνοιξη του 2008]
Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη
 
Πρόταση ΑΥΡΑ