Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Ερμιόνη 1900 το τάμα στον Αϊ Νικόλα



Στη γιορτή του  Αϊ Νικόλα
 Ένας ακόμα  πίνακας της κας Ανθούλας Λαζαρίδου -Δουρούκου και η ιστορία του.

Αρχές του 1900 ίσως 1904, καλοκαίρι.
Το καράβι  της  γραμμής του Αργοσαρωνικού  από τον Πειραιά φτάνει  στην Ερμιόνη. 
Ποιο ήταν δεν ξέρουμε,  ίσως κάποιο του Γουδή* γιατί το «Υδράκι» μπήκε αργότερα στη γραμμή.
Στη  βάρκα που ζυγώνει το πλοίο,  για να μεταφέρει  τους επιβάτες στο λιμάνι,   μπαίνουν μόνα τους   τέσσερα μικρά παιδιά.
Τα πλοία έπιαναν  αρόδου τότε  και μεγάλες βάρκες έβγαζαν έξω στη στεριά  τους επιβάτες με τα πράγματά τους , τις εφημερίδες και ότι άλλο έδιναν στο βαπόρι.
Τα παιδιά μουδιασμένα,  τρομοκρατημένα βγήκαν έξω.
Κανείς δεν τα περίμενε.
Δέκα χρονών το μεγαλύτερο αγόρι, τέσσερα το μικρότερο, δυο κορίτσια ανάμεσά  τους.
Οι βαρκάρηδες που τα ρώτησαν, κατάλαβαν ποια είναι.
Η μητέρα τους η Χρυσάνθη ήταν ερμιονίτισσα και ζούσε με την οικογένειά της στον Πειραιά.
-Είναι άρρωστη η μητέρα ψέλλισαν τα παιδιά και θα έρθουν με τον πατέρα αύριο.
-Τι έχει;
-Ευλογιά.
Η λέξη ευλογιά έπεσε σαν κεραυνός  αφού ήταν τότε μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια , η μάστιγα της εποχής.
Τα παιδιά τα φιλοξένησαν οι συγγενείς, αλλά η είδηση έφερε πανικό στο μικρό μας  τόπο.
Την άλλη μέρα  φάνηκε η βάρκα με τους γονείς τους, που με κουπιά ήρθαν από τον Πειραιά, αλλά τους υποδέχτηκαν οι χωροφύλακες με πυροβολισμούς.
Ο άντρας,  καπετάνιος στο επάγγελμα, όταν  νύχτωσε έκρυψε τη βάρκα στα βράχια στη βορεινή πλευρά του Μπιστιού.
Μέσα στην απελπισία που τον έζωσε κοίταξε το εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα στο Μπίστι σαν καταφύγιο.
Η Ερμιόνη τότε είχε το κέντρο της ψηλά, γύρω από την εκκλησία του Ταξιάρχη.
Στο Λιμάνι με τα ελάχιστα σπίτια τέλειωνε το χωριό και τα Μαντράκια ήταν η άκρη του.
Ο λόφος του Δημαρχείου φαλακρός.
Κανένα σπίτι, κανένα δέντρο,   το Μπίστι αφύτευτο.
Ο Άγιος Νικόλας , ο Άγιος Θανάσης, ο Άγιος Γιάννης  οι φρουροί του τόπου.
«Άγιε Νικόλα βοήθα» παρακαλούσε ο καπετάνιος.
Παλικάρι  33 χρονών, η γυναίκα του λίγο μικρότερη και έγκυος  τεσσάρων μηνών. 
Αργά τη νύχτα κρυφά ανέβηκε την πλαγιά, έβγαλε το φύλλο της πόρτας της εισόδου του ναού και παίρνοντάς το μαζί του, κατέβηκε στη βάρκα που βογκούσε ετοιμοθάνατη η γυναίκα του.
Πώς να τη μετέφερε άραγε, σουρτά ή στον ώμο.
Τα κατάφερε ωστόσο.
Ούτε νερό δεν υπήρχε στο εκκλησάκι.
Τα  παιδιά τους  αργότερα καθώς έμαθαν που είναι οι γονείς τους άρχισαν να  τους πηγαίνουν φαγητό και νερό, που τα ακουμπούσανε πενήντα  μέτρα μακριά.
Οι μέρες που περνούσαν  ήταν μαρτυρικές, αλλά η πίστη τους για ζωή τεράστια και ο  Αϊ Νικόλας προστάτης.
Κάποτε μια μεγάλη αιμορραγία διώχνει το έμβρυο, μαζί όμως με το έμβρυο χάθηκαν και τα «λέπια» της ευλογιάς .
Σαν από θαύμα έφυγε η αρρώστια, γύρισε στη ζωή η μάνα άρχισε η ανάρρωση.
Ζήσανε και οι δυο άλλα σαράντα χρόνια μαζί , αγαπημένοι με πρόοδο στη ζωή τους.
Όχι εύκολα όμως αφού κάθε εποχή έχει τα δύσκολά της.
Η ευγνωμοσύνη τους στον Αϊ Νικόλα μεγάλη. Έλιωσαν τις βέρες τους και με το χρυσό έφτιαξαν τάμα στην εικόνα του.
Σε όλη τους τη ζωή προσέφεραν άρτο την ημέρα της  γιορτής του,  στις  6  Δεκεμβρίου.


Την ιστορία διηγήθηκαν στην κα Ανθούλα, τα παιδιά τους.

*Γουδής,  εφοπλιστής της εποχής. 
Για  την καταγραφή  της αφήγησης Ρίνα Λουμουσιώτη.

Άλλες αφηγήσεις της :
Μνήμες από την έναρξη του πολέμου στην Ερμιόνη
1934 Γιορτή του Προφήτη Ηλία
Ιστιοπλοϊκοί αγώνες
Το πλύσιμο ρούχων στο Κρόθι
1898 στην Ερμιόνη βγήκαν τα ψάρια στη στεριά