Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Οι καρποί του φθινοπώρου. Οι σέγκες και τα φτούα.



Οι καρποί του φθινοπώρου. Οι σέγκες και τα φτούα.
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
-     Μωρή μπουκουρίνα μου (ομορφούλα μου), έχεις κάτι μάγουλα σα σέγκες! Έτσι έλεγε ένας ερμιονίτης παππούς στην εγγονή του, ενώ τραβούσε με τα δυο του χέρια, κάνοντας τη γνωστή κίνηση, τα ροδοκόκκινα μάγουλά της. Του θύμιζαν τις σέγκες, δηλαδή τα ρόδια, όπως λέγονται στ’ αρβανίτικα.
-     Άφησέ την, καλέ, δε βλέπεις που την πονάς; Άσε που θα της τα … μαλακώσεις! Τον απόπαιρνε η γιαγιά με αυστηρή γλώσσα χρησιμοποιώντας και άλλα ακατανόμαστα επίθετα και μισόλογα με προσβλητικά υπονοούμενα.
Σέγκ, λοιπόν, είναι το ρόδι. Δεν θα γράψω όμως γι’ αυτό. Ίσως το κάνω κάποια άλλη φορά. Άλλωστε με αφορμή και την επιτυχημένη γιορτή του ροδιού, που γίνεται στις μέρες μας, κάθε φθινόπωρο, στην Ερμιόνη, έχουν ειπωθεί και γραφεί αρκετά. Τώρα γυρνώ χρόνια πίσω. Τότε που οι ντόπιοι μανάβηδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, γυρνώντας στις γειτονιές με καφάσια και κοφίνια φορτωμένα στα συμπαθή τετράποδα.
-     Ντομάτες, πατάτες … ρόδια, κυδώνια, κρεμμύδια, λεμόνια!
Τι απολαυστική ομοιοκαταληξία, ακόμη τη θυμάμαι!
Επιλέγω να γράψω, λοιπόν, για τα κυδώνια, φτούα στ’ αρβανίτικα, φτωχό και ταπεινό συγγενή των ροδιών. Πάντα στο κοινό φθινοπωρινό τους σεργιάνι τα ξαδελφάκια τους, οι σέγκες, έκλεβαν την παράσταση! Τους έπαιρναν όλη τη δόξα κι εκείνα ζούσαν στη …σκιά τους.
Αν είναι ποτέ δυνατό αυτό το κακομούτσουνο και ατσούμπαλο,
χνουδωτό, ογκώδες και δυσκίνητο φρούτο να συγκριθεί με το ρόδι! Τον καρπό «μύθο και σύμβολο», που έφταναν μόνο έξι σπυριά να δώσει ο Πλούτωνας στην Περσεφόνη, για να τη δέσει για πάντα κοντά του! Δε λέω, έχουνε και τα κυδώνια την ομορφιά τους. Με χρώμα κίτρινο προς το χρυσαφί, όταν ωριμάζουν, εύχυμα και μυρωδάτα, μα βρε παιδί μου κάπως …στυφά. Τα μασάς, τα μασάς και ενώ έχεις απολαύσει το ευχάριστο άρωμα και τους χυμούς τους, καταπίνεις με δυσκολία τη σάρκα τους. Έτσι και ξεγελαστείς να το κάνεις, σου κάθεται (ζ)ντούμπος στο στομάχι. Άσε, που μέσα σε λίγα λεπτά σε πιάνει και λόξυγκας, που και να θέλεις να τον κρύψεις, τον προδίδει ο χαρακτηριστικός του ήχος και η κίνηση του κεφαλιού σου, που φεύγει μπροστά.
Υπομονετικά, όμως, τα κυδώνια περιμένουν να πάρουν την εκδίκησή τους. Είναι η στιγμή που φτάνουν στα χέρια των άξιων γυναικών της Ερμιόνης, για να τα κάνουν «γλυκό κουταλιού». Οι περισσότερες μέχρι σήμερα είναι δεινές παρασκευάστριες. Τα ξεφλουδίζουν, αφαιρούν τους πυρήνες, τα κόβουν αρχικά σε μεγάλες φέτες, που μοιάζουν με βαρκούλες και στη συνέχεια τις ψιλοκόβουν σε μικρά ακανόνιστα κομματάκια. Ύστερα τα βράζουν προσθέτοντας ζάχαρη, τα αρωματίζουν ιδανικά με φύλλα αρμπαρόριζας (γκιούλι), που τα κάνει γευστικότερα και προσθέτουν ξεφλουδισμένα αμύγδαλα. Έτσι ετοιμάζουν το περίφημο γλυκό κυδώνι! Το αποθηκεύουν σε πανέμορφα σκαλιστά βάζα στο ψηλότερο ράφι του ντουλαπιού, για να μην το φτάνουν τα παιδιά, και μ’ αυτό θα «τρατάρουν», όλο το χρόνο, τους επισκέπτες του σπιτιού.
-     Θέλεις να σου βγάλω ένα γλυκό του κουταλιού κυδώνι;
-     Θέλω και παραθέλω, γιατί μ’ αρέσει και ξέρω πως το πετυχαίνεις!
-     Για να δούμε, όμως, θα έχουν αφήσει τίποτα τα παιδιά. Ξέρεις, το κρύβω …
Με το κυδώνι κάνουν ακόμη και τον μπελτέ, κάτι σαν μαρμελάδα, ενώ σε μερικά μέρη που υπάρχουν πολλές κυδωνιές, τα κάνουν και κυδωνόπαστα. Παστοκύδωνα τα λέει η φίλη μου, η Ειρήνη, από την Κεφαλονιά! Μην ξεχνάτε, όμως, και το γνωστό από παλιά, νόστιμο φαγητό, το κρέας με τα κυδώνια! Θαρρώ, πως εδώ το κυδώνι, καθώς βράζει κομμένο σε μεγάλες φέτες, τις ονομαστές κυδωνάτες, μαζί με το κρέας, παίρνει την εκδίκησή του!
Ναι. Αλλά και το ρόδι είναι ένας νοστιμότατος και θρεπτικότατος καρπός. Γίνεται γλυκό, ποτό, το βάζουν στα φαγητά και συμβολικά παίρνει μέρος σε πολλά γεγονότα της ζωής μας. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στους πρωτοπόρους και ικανότατους παραγωγούς του τόπου, που έκαναν γνωστά τα ρόδια μας σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και ακόμη παραπέρα. Τελευταία, μάλιστα, στην Ερμιόνη παρασκευάζεται κι ένα νέο αναψυκτικό από το ρόδι, εύγευστο και δροσιστικό, το «ροδάμυ», από δυο νέους ευφάνταστους ανθρώπους.
-     Επ… τώρα εσύ τι επιδιώκεις; Θέλεις να βάλεις και τα φρούτα να συγκρουστούν; Δε μας φτάνουν οι παρεξηγήσεις και τα μαλώματα των ανθρώπων; σχολίασε, χιουμοριστικά, ένας φίλος μου. Άσε τις συγκρίσεις, που διχάζουν και κοίταξε τις συγκλίσεις, που μονοιάζουν! Εσύ δε μας λες πως πρέπει να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα; Ότι είμαστε πρώτα άνθρωποι, ο καθένας με τις χάρες, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του και μετά διαφορετικοί; Γιατί να μην ισχύει το ίδιο και με τα φρούτα; Πρώτα είναι οπωρικά κι έπειτα όλα τ’ άλλα, συνέχισε. Άσε, λοιπόν, τα μαλώματα για τον …Τριβιζά και τη Φρουτοπία του!
Είχε απόλυτο δίκιο, γι’ αυτό κι εγώ έκανα μια συμβιβαστική πρόταση.
-     Έλα, λοιπόν, να σε κεράσω ένα γλυκό κουταλιού κυδώνι, που είναι το κορυφαίο του είδους κοντά στο σταφύλι και το νεράντζι κι ύστερα να σε δροσίσω μ’ ένα απολαυστικό ροδάμυ!
Σήμερα κυδωνιές στην Ερμιόνη δεν υπάρχουν. Έχουν εξαφανιστεί εδώ και αρκετά χρόνια. Θυμάμαι, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, σχεδόν κάθε περιβόλι είχε λίγες κυδωνιές ανάμεσα σε άλλα οπωροφόρα δέντρα. Ο κυρ- Μιχαλάκης, κάνοντας την περιγραφή των περιβολιών της Ερμιόνης στο γνωστό βιβλίο του, μας μιλάει για τις πλούσιες σε παραγωγή κυδωνιές, που υπήρχαν στο περιβόλι του Γιάννη Παπαμιχαήλ.
Ο αγαπητός μου συμπολίτης Άγγελος Μπουκουβάλας, που χρόνια τώρα παρακολουθεί με πολύ ενδιαφέρον τις γέννες της γης, την εξέλιξη και τη φθορά τους, μου είπε: «Εδώ και δεκαετίες με τις υψηλές θερμοκρασίες που έχουν επικρατήσει στην περιοχή μας, τη λειψυδρία και τα υφάλμυρα νερά, τέτοια δέντρα δεν μπορούν, πλέον, να ευδοκιμήσουν στην Ερμιόνη. Έχω προσπαθήσει, αρκετές φορές, να φυτέψω βερικοκιές, κυδωνιές, ροδακινιές, αχλαδιές και άλλα παρόμοια οπωροφόρα. Δυστυχώς, όμως, προσβλήθηκαν από διάφορες ασθένειες και δεν καρποφόρησαν».
Την ώρα τούτη της αλήθειας ο καθένας μας ας γυρίσει, νοσταλγικά, πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια. Οι εικόνες που θα ανασύρει από τις «καταπακτές» της μνήμης του, ίσως μας βοηθήσουν όλους να συνειδητοποιήσουμε τη σημερινή πραγματικότητα και το σεβασμό που χρωστάμε στον πρώτο δάσκαλο και παιδαγωγό του ανθρώπου, τη Φύση!  
ΣΗΜ. Για τη Σταματίτσα που αγαπά να θυμάται