Πρόταση του Γιάννη Λακούτση
Μαζεύουν το αλάτι από τα βράχια με τα χέρια δουλεύοντας ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο. Τρεις γενιές αλυκάριων μιλούν για μια τέχνη που χάνεται με τον χρόνο.
Κυριακή πρωί, 27 Απριλίου, καφενείο Αστικόν. Είναι η ετήσια δημοπρασία για τις αλυκές, αλαταρές τις λένε στο νησί, και έχει συγκεντρωθεί κόσμος. Αντίθετα με την υπόλοιπη Ελλάδα, στα Κύθηρα λειτουργεί ένα ιδιόμορφο καθεστώς: ό,τι δεν ανήκει με τίτλους σε ιδιώτες ανήκει στους απανταχού Κυθηρίους. Κατάλοιπο της αγγλοκρατίας, καθιερώθηκε πρώτη φορά το 1815 με την Συνθήκη των Παρισίων όταν τα Επτάνησα αναγνωρίστηκαν ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος, για την ακρίβεια Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων, κάτω από τον έλεγχο του βρετανικού στέμματος. Το καθεστώς πρόσφερε την πολυπόθητη αυτονομία και έτσι, ακόμα και όταν τα Επτάνησα ενώθηκαν με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1866, τα Κύθηρα, οι Παξοί και η Ιθάκη διατήρησαν την ιδιαιτερότητα.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι ήταν ανεξάρτητα ήταν ένας λόγος που οι αλυκές παρέμειναν ανέπαφες αφού για χρόνια οι δημόσιοι υπάλληλοι του Μονοπωλίου του Άλατος τριγυρνούσαν από χωριό σε χωριό και έσπαγαν τις γούρνες σε όλη την Μάνη για να εμποδίσουν την διαρροή του εμπορίου. Μοναδική προϋπόθεση για το προνόμιο: το αλάτι των Κυθήρων να μην πουλιέται έξω από τα Κύθηρα. Κάθε Απρίλιο, λοιπόν, η Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων
βγάζει σε δημοπρασία 25 περιοχές που νοικιάζονται για ένα χρόνο και τα έσοδα πηγαίνουν στην Επιτροπή. «Δεν είναι όλες ίδιες και δεν παράγουν όλες το ίδιο αλάτι», εξηγεί ο Μανώλης Σταματάκος. Περασμένα 70-δεν το ομολογεί-έχει το ουζερί Δονούσα-από την ταινία Δονούσα της Αγγελικής Αντωνίου που συμμετείχε στα νιάτα του-στο Διακόφτι, δίπλα στα πλοία, όπου συγκεντρώνονται όλοι τα βράδια για τσίπουρα.
Η πρώτη φορά που πήγε στις αλυκές ήταν 7 χρόνων δίπλα στον πατέρα του.
«Το αλάτι θέλει να το χαϊδεύεις», λέει. «Να το φροντίζεις και να το
αγαπάς». Η περίοδος συλλογής ξεκινά από μέσα Ιουνίου-γύρω στις 20-και
ολοκληρώνεται τέλη Αυγούστου αν δεν πιάσουν οι βροχές. «Τέσσερις με
πέντε ώρες κάθε μέρα να σε τρώει η θάλασσα και ο ήλιος. Δύσκολο
μεροκάματο». Τις περισσότερες φορές μαζεύει το αλάτι με τα χέρια-οι
μύτες τους είναι κοφτερές και οι παλάμες του χαραγμένες-και κουτάλες.
Στη συνέχεια, το αλάτι μπαίνει σε κοφίνια για να φύγει το νερό και
απλώνεται σε καθαρά σεντόνια στον ήλιο να στεγνώσει. «Το μυστικό είναι
να του φέρεσαι σωστά», συνεχίζει. «Να το καθαρίσεις, να το αφήσεις στο
χρόνο του-μυστικά δεν αποκαλύπτει αλλά χρειάζεται 20-25 μέρες-και μετά
να το βάλεις στα τσουβάλια».
Κάθε χρόνο νοικιάζει τις γούρνες του Αγίου Μηνά και βγάζει γύρω στους 2-3 τόνους ανάλογα με τον καιρό. «Το αλάτι θέλει ζέστη και βοριά. Εξαρτάται, βέβαια, από την θέση γιατί σε άλλες περιοχές κάνει καλό ο νοτιάς και σε άλλες ο βοριάς. Και Κύθηρα χωρίς αέρα δεν γίνεται». Δεν περιμένει να βγάλει κέρδος-τα τσίπουρα είναι πιο σίγουρα-αλλά το κάνει για το όνομα του πατέρα του. Πολλές φορές, μάλιστα, τον πιάνει το παράπονο για αυτούς που τα εγκατέλειψαν. «Την δεκαετία του ΄80 άφησαν την γη και την θάλασσα για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και οι γούρνες έμειναν στους παππούδες». Σήμερα, με την κρίση, επιστρέφουν όλο και περισσότεροι αλλά λίγοι αντέχουν την δυσκολία. «Την πρώτη φορά που μπήκα στις αλυκές ήταν για το μεράκι», εξηγεί ο Τάσος Βενάρδος.
Παθιασμένος με το νησί, κάνει λίγο από όλα. Έχει ένα
ξενοδοχείο, φυτεύει τα περιβόλια του, φτιάχνει τυρί από τα κοπάδια του
και συσκευάζει και το αλάτι των Κυθήρων παρέα με τον Σκανδιναβό
συνέταιρό του Goran Svanborg που ήρθε πριν χρόνια στο νησί, το αγάπησε,
αποφάσισε να μείνει και όταν δοκίμασε το αλάτι σκέφτηκε ότι είναι το
θαύμα που χρειάζεται ο μόνιμα σκοτεινός βορράς. Για τις Σκανδιναβές που
έρχονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα για τον ήλιο, το αλάτι των Κυθήρων με
υψηλές δόσεις κάλιου και μαγνήσιου είναι βάλσαμο, μια δόση από Ελλάδα.
«Τα τελευταία χρόνια οι Αμερικάνοι, Γερμανοί και Σκανδιναβοί που
έρχονται στο νησί αδυνατούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν να έχουμε
τέτοιο θησαυρό και μην προστατεύεται ούτε με ονομασία προέλευσης».
Κάπως έτσι η τιμή άρχισε να εκτοξεύεται φτάνοντας φέτος 5 ευρώ το κιλό, διπλάσια σχεδόν από το ελαιόλαδο της Καλαμάτας. «Πάντα ξέραμε ότι έχουμε το καλύτερο αλάτι αλλά δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε έξω από το νησί», υποστηρίζει ο 26χρονος Μάριος Σκλάβος. Ψαράς στο επάγγελμα-από εκεί ζει την οικογένεια του-κάνει και τον αλυκάριο όπως έμαθε από τον πατέρα του που τον πήρε 13 χρόνων στις γούρνες του Αβλέμονα. «Το συνεχίζω από πάθος, να μην χαθεί η παράδοση». Και αν δεν ήταν μερικοί καλοί πελάτες στην Αμερική που γνώρισαν το αλάτι σαν τουρίστες και κάνουν παραγγελίες για τα εστιατόριά τους το πιο πιθανό να τα εγκατέλειπε. «Χωρίς προστασία, χωρίς έλεγχο, πολλοί υποστηρίζουν ότι διαθέτουν αλάτι Κυθήρων χωρίς να έχουν πατήσει ποτέ στα Κύθηρα». Όσες φορές προσπάθησαν, μάλιστα, στο νησί να διεκδικήσουν κάποια επίσημη κατοχύρωση έπεσαν σε τοίχο. Όπως συμβαίνει πάντα. Είναι πολλά αυτά που λείπουν και το αλάτι έρχεται τελευταίο. Και ας μπορούσε να φέρει πιο ζεστό χρήμα στο νησί και από τα room to let.
Mικρή εκπαιδευτική λεπτομέρεια: το 1897 μετά την
τρίτη κατά σειρά χρεοκοπία του ελληνικού κράτους από την κυβέρνηση
Τρικούπη οι δανειστές για να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων
ζήτησαν την απευθείας εξόφλησή τους από τα κέρδη του Ελληνικού
Μονοπώλιου στο αλάτι, τα σπίρτα, τα τραπουλόχαρτα και το πετρέλαιο. Πριν
ένα χρόνο το Υπουργείο Οικονομικών όρισε ειδική επιτροπή για να
εξετάσει την αξιοποίηση του ποσοστού του ελληνικού δημοσίου στις
Ελληνικές Αλυκές που φτάνει στο 55%.
popaganda
Μαζεύουν το αλάτι από τα βράχια με τα χέρια δουλεύοντας ώρες κάτω από τον καυτό ήλιο. Τρεις γενιές αλυκάριων μιλούν για μια τέχνη που χάνεται με τον χρόνο.
Κυριακή πρωί, 27 Απριλίου, καφενείο Αστικόν. Είναι η ετήσια δημοπρασία για τις αλυκές, αλαταρές τις λένε στο νησί, και έχει συγκεντρωθεί κόσμος. Αντίθετα με την υπόλοιπη Ελλάδα, στα Κύθηρα λειτουργεί ένα ιδιόμορφο καθεστώς: ό,τι δεν ανήκει με τίτλους σε ιδιώτες ανήκει στους απανταχού Κυθηρίους. Κατάλοιπο της αγγλοκρατίας, καθιερώθηκε πρώτη φορά το 1815 με την Συνθήκη των Παρισίων όταν τα Επτάνησα αναγνωρίστηκαν ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος, για την ακρίβεια Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων, κάτω από τον έλεγχο του βρετανικού στέμματος. Το καθεστώς πρόσφερε την πολυπόθητη αυτονομία και έτσι, ακόμα και όταν τα Επτάνησα ενώθηκαν με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1866, τα Κύθηρα, οι Παξοί και η Ιθάκη διατήρησαν την ιδιαιτερότητα.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι ήταν ανεξάρτητα ήταν ένας λόγος που οι αλυκές παρέμειναν ανέπαφες αφού για χρόνια οι δημόσιοι υπάλληλοι του Μονοπωλίου του Άλατος τριγυρνούσαν από χωριό σε χωριό και έσπαγαν τις γούρνες σε όλη την Μάνη για να εμποδίσουν την διαρροή του εμπορίου. Μοναδική προϋπόθεση για το προνόμιο: το αλάτι των Κυθήρων να μην πουλιέται έξω από τα Κύθηρα. Κάθε Απρίλιο, λοιπόν, η Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων
βγάζει σε δημοπρασία 25 περιοχές που νοικιάζονται για ένα χρόνο και τα έσοδα πηγαίνουν στην Επιτροπή. «Δεν είναι όλες ίδιες και δεν παράγουν όλες το ίδιο αλάτι», εξηγεί ο Μανώλης Σταματάκος. Περασμένα 70-δεν το ομολογεί-έχει το ουζερί Δονούσα-από την ταινία Δονούσα της Αγγελικής Αντωνίου που συμμετείχε στα νιάτα του-στο Διακόφτι, δίπλα στα πλοία, όπου συγκεντρώνονται όλοι τα βράδια για τσίπουρα.
Κάθε χρόνο νοικιάζει τις γούρνες του Αγίου Μηνά και βγάζει γύρω στους 2-3 τόνους ανάλογα με τον καιρό. «Το αλάτι θέλει ζέστη και βοριά. Εξαρτάται, βέβαια, από την θέση γιατί σε άλλες περιοχές κάνει καλό ο νοτιάς και σε άλλες ο βοριάς. Και Κύθηρα χωρίς αέρα δεν γίνεται». Δεν περιμένει να βγάλει κέρδος-τα τσίπουρα είναι πιο σίγουρα-αλλά το κάνει για το όνομα του πατέρα του. Πολλές φορές, μάλιστα, τον πιάνει το παράπονο για αυτούς που τα εγκατέλειψαν. «Την δεκαετία του ΄80 άφησαν την γη και την θάλασσα για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και οι γούρνες έμειναν στους παππούδες». Σήμερα, με την κρίση, επιστρέφουν όλο και περισσότεροι αλλά λίγοι αντέχουν την δυσκολία. «Την πρώτη φορά που μπήκα στις αλυκές ήταν για το μεράκι», εξηγεί ο Τάσος Βενάρδος.
Κάπως έτσι η τιμή άρχισε να εκτοξεύεται φτάνοντας φέτος 5 ευρώ το κιλό, διπλάσια σχεδόν από το ελαιόλαδο της Καλαμάτας. «Πάντα ξέραμε ότι έχουμε το καλύτερο αλάτι αλλά δεν μπορούσαμε να το βγάλουμε έξω από το νησί», υποστηρίζει ο 26χρονος Μάριος Σκλάβος. Ψαράς στο επάγγελμα-από εκεί ζει την οικογένεια του-κάνει και τον αλυκάριο όπως έμαθε από τον πατέρα του που τον πήρε 13 χρόνων στις γούρνες του Αβλέμονα. «Το συνεχίζω από πάθος, να μην χαθεί η παράδοση». Και αν δεν ήταν μερικοί καλοί πελάτες στην Αμερική που γνώρισαν το αλάτι σαν τουρίστες και κάνουν παραγγελίες για τα εστιατόριά τους το πιο πιθανό να τα εγκατέλειπε. «Χωρίς προστασία, χωρίς έλεγχο, πολλοί υποστηρίζουν ότι διαθέτουν αλάτι Κυθήρων χωρίς να έχουν πατήσει ποτέ στα Κύθηρα». Όσες φορές προσπάθησαν, μάλιστα, στο νησί να διεκδικήσουν κάποια επίσημη κατοχύρωση έπεσαν σε τοίχο. Όπως συμβαίνει πάντα. Είναι πολλά αυτά που λείπουν και το αλάτι έρχεται τελευταίο. Και ας μπορούσε να φέρει πιο ζεστό χρήμα στο νησί και από τα room to let.
popaganda