Της Μαρίας Χούκλη protagon
Μην λέτε “έφυγε”, γιατί δεν θα ξαναγυρίσει. Μην εξωραϊζετε τον θάνατο. Μην τον καλοπιάνετε. Δεν του αξίζει, ούτε θα καταφέρετε τίποτα. “Πέθανε” να λέτε, απλά, σκληρά και αναπόδραστα. “Πέθανε”. Ούτε να γράφετε “η επάρατος”. Όσο και να τον καταριέστε, όσο και να αποφεύγετε να τον ονοματίσετε, ο καρκίνος δεν καταλαβαίνει. Θα συνεχίσει να θερίζει, να “κλέβει” ζωές ή να τις σημαδεύει ανεξίτηλα. Γνωστούς και άγνωστους, συγγενείς και φιλους, μικρούς και μεγάλους, νωρίς ή αργά. Το έκανε και με την Αριστέα Μπουγάτσου.
Δεν την ήξερα. Όχι εκ του πλησίον. Την διάβαζα, την θαύμαζα, την ζήλευα. Την ξεχώριζα μαζί με άλλους δημοσιογράφους που θεωρώ οτι κοσμούν και δίνουν νόημα σ' αυτό το επάγγελμα. Για τη δημοσιογραφική της επάρκεια, το πείσμα της να ψάχνει τα δύσκολα και “επικίνδυνα”, για την γενναιότητά της, τον ασυμβίβαστο και ακέραιο χαρακτήρα της. Μου άρεσε που δεν μπαινε στον πειρασμό να “εξαργυρώνει” με δημοσιότητα τις τρανταχτές επιτυχίες της. Εξαιτίας τους έμεινε άνεργη. Αλλά και πάλι. Σιωπηρά συνέχισε, βρήκε αλλού στέγη, δεν αναζήτησε τον “οίκτο του δήμου και τον έπαινο των σοφιστών”. Μετά από κάθε ηχηρό και οχληρό κείμενό της, ρωτούσα τους συναδέλφους: τι άνθρωπος είναι, αν είναι όπως την διαβάζω, πώς είναι με τους κοντινούς της, τι σκέφτεται, τι πιστεύει, πώς ζεί. Στη μία και μοναδική συνέντευξη στο LIFO με ξάφνιασε με την γήινη ματιά της, το χιούμορ και τη σοφία των 44 χρόνων της. Αγνοούσα ότι αρρώστησε. Στη συνέντευξή της έλεγε (και το πιστεύω): “δεν έχω το αίσθημα του φόβου. Μου είναι άγνωστο. Μόνο όταν τράκαρα φοβήθηκα”. Είμαι βέβαιη ότι δεν φοβήθηκε ούτε όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τον καρκίνο.
Μόνον αυτός ο ατιμος κατόρθωσε να την λυγίσει. Ήταν μόλις 49 χρονών, αφήνει κενό στη δημοσιογραφία γιατί μετριούνται στα δάχτυλα οι όμοιοί της. Δεν ξέρω τι άλλο να πώ. Θύμωσα.
Μην λέτε “έφυγε”, γιατί δεν θα ξαναγυρίσει. Μην εξωραϊζετε τον θάνατο. Μην τον καλοπιάνετε. Δεν του αξίζει, ούτε θα καταφέρετε τίποτα. “Πέθανε” να λέτε, απλά, σκληρά και αναπόδραστα. “Πέθανε”. Ούτε να γράφετε “η επάρατος”. Όσο και να τον καταριέστε, όσο και να αποφεύγετε να τον ονοματίσετε, ο καρκίνος δεν καταλαβαίνει. Θα συνεχίσει να θερίζει, να “κλέβει” ζωές ή να τις σημαδεύει ανεξίτηλα. Γνωστούς και άγνωστους, συγγενείς και φιλους, μικρούς και μεγάλους, νωρίς ή αργά. Το έκανε και με την Αριστέα Μπουγάτσου.
Δεν την ήξερα. Όχι εκ του πλησίον. Την διάβαζα, την θαύμαζα, την ζήλευα. Την ξεχώριζα μαζί με άλλους δημοσιογράφους που θεωρώ οτι κοσμούν και δίνουν νόημα σ' αυτό το επάγγελμα. Για τη δημοσιογραφική της επάρκεια, το πείσμα της να ψάχνει τα δύσκολα και “επικίνδυνα”, για την γενναιότητά της, τον ασυμβίβαστο και ακέραιο χαρακτήρα της. Μου άρεσε που δεν μπαινε στον πειρασμό να “εξαργυρώνει” με δημοσιότητα τις τρανταχτές επιτυχίες της. Εξαιτίας τους έμεινε άνεργη. Αλλά και πάλι. Σιωπηρά συνέχισε, βρήκε αλλού στέγη, δεν αναζήτησε τον “οίκτο του δήμου και τον έπαινο των σοφιστών”. Μετά από κάθε ηχηρό και οχληρό κείμενό της, ρωτούσα τους συναδέλφους: τι άνθρωπος είναι, αν είναι όπως την διαβάζω, πώς είναι με τους κοντινούς της, τι σκέφτεται, τι πιστεύει, πώς ζεί. Στη μία και μοναδική συνέντευξη στο LIFO με ξάφνιασε με την γήινη ματιά της, το χιούμορ και τη σοφία των 44 χρόνων της. Αγνοούσα ότι αρρώστησε. Στη συνέντευξή της έλεγε (και το πιστεύω): “δεν έχω το αίσθημα του φόβου. Μου είναι άγνωστο. Μόνο όταν τράκαρα φοβήθηκα”. Είμαι βέβαιη ότι δεν φοβήθηκε ούτε όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τον καρκίνο.
Μόνον αυτός ο ατιμος κατόρθωσε να την λυγίσει. Ήταν μόλις 49 χρονών, αφήνει κενό στη δημοσιογραφία γιατί μετριούνται στα δάχτυλα οι όμοιοί της. Δεν ξέρω τι άλλο να πώ. Θύμωσα.