Πολύ σωστές οι επισημάνσεις για το λάδι.
Μέσα
και από το βιβλίο μου προσπάθησα να δείξω την πορεία της
ελαιοκαλλιέργειας στην Ερμιονίδα. Το συμπέρασμα είναι ότι ξεκίνησε ως
καλλιέργεια που με ξένη εργασία
κυρίως και ελάχιστη του ιδιοκτήτη άφηνε σημαντικό κέρδος και επί των
ημερών μας έγινε ασύμφορη με ξένα χέρια, αλλά και με μικρό κέρδος για
τον ιδιοκτήτη που τα κάνει όλα μόνος του. Αρχικά έριχναν τις ελιές με τα
χέρια, τις περισσότερες στο χώμα, τις μετέφεραν
με ζώα, και τα λιτρίβια ήταν ζωοκίνητα. Σήμερα έχουμε τεχνολογία της
ελιάς θαυμαστή, μεγάλες παραγωγές, όλο και χαμηλότερη τιμή.
Αυτή
όμως είναι η μοίρα των προϊόντων μαζικής παραγωγής, και από αυτήν δεν
θα ξεφύγει ούτε το λάδι ούτε το ρόδι. Αυτή είναι η προσγείωση στην
πραγματικότητα,
όσο το λάδι μας έχει πελάτη τη μαζική κατανάλωση.
Το μέλλον είναι η μετεξέλιξη του σε
brand
name
και
premium
προϊόν που απευθύνεται σε καταναλωτές που μπορούν και
θέλουν να το πληρώσουν. Όχι βέβαια χωρίς κόπο και ρίσκο. Και σαμπάνια
παίρνεις με 4 ευρώ το μπουκάλι αλλά και με 300 ευρώ. Τον δρόμο τον έχουν
δείξει με επιτυχία νέα παιδιά.
Αλλιώς τα θαυμαστά βένια θα πάρουν τη θέση των ελιών μας, και θα μαγειρεύουμε κοκοροβένια στη «γιορτή του κέδρου».
Υπενθυμίζω
πάντως ότι η ξερική καλλιέργεια της παραδοσιακής μας ελιάς Μανάκι, ως
συμπληρωματική εργασία και εισόδημα, χωρίς νερά, λιπάσματα και
φυτοφάρμακα,
με εργασία 100% του ιδιοκτήτη, το μόνο κόστος που έχει είναι οι
δακοπαγίδες. Και το λάδι αυτό είναι η βάση των
brand
name
και
premium.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος