Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα υπήρχε η πεζογραφία όπως την ξέρουμε σήμερα

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
 Οταν πριν από μερικές δεκαετίες διάβασα για πρώτη φορά την «Πολιτεία» το μόνο που κατάφερα στο τέλος είναι να επιβεβαιώσω ορισμένα από τα πιο διάσημα στερεότυπα που τη συνόδευσαν στη διάρκεια των αιώνων. Δεν τη διάβασα ολόκληρη για να 'μαι ειλικρινής και αν και δεν είμαι φιλόλογος, ούτε διεκδικώ τις περγαμηνές του φιλοσόφου, την ανάγνωσή της την είχα εντάξει στις «πολιτιστικές υποχρεώσεις» μου.
Το πολιτικό σύστημα που προτείνει ο Πλάτων ως ιδανικό έχει όλα τα χαρακτηριστικά του απολυταρχισμού, με δυο λόγια ουδόλως με γοητεύει, και σκεφτόμουν πως αν ήταν στο χέρι μου δεν θα επέλεγα κανέναν από τους ρόλους που αναθέτει στους πολίτες του. Ούτε «φύλακας» ήθελα να γίνω, ούτε «επίκουρος», ούτε, εννοείται, χειρώνακτας. Ασε που οι γυναίκες, έτσι όπως τις παρουσιάζει εκεί μέσα, δεν έχουν τίποτε το θηλυκό - γεγονός που μπορεί να ελκύει τις φεμινίστριες, εμένα όμως με απωθεί.
Οσο για τον φιλόσοφο-βασιλιά, αυτό πια μόνον ως καρικατούρα μπορώ να το εκλάβω: οι διανοούμενοι καλά θα κάνουν να διανοούνται και όχι να ασκούν πολιτική εξουσία. Διότι όταν πάνε να ασκήσουν πολιτική εξουσία μπερδεύουν τη ζωή με τις ιδέες τους και το μόνο που καταφέρνουν είναι να την κάνουν αβίωτη. Επηρεασμένος από τον Πόπερ, που θεωρεί τον Πλάτωνα μαζί με τον Μαρξ τους δύο μείζονες εχθρούς της ανοιχτής κοινωνίας, αισθανόμουν πως είχα εκπληρώσει την υποχρέωσή μου και ήμουν έτοιμος να πάω παρακάτω.
Ο Πλάτων, απογοητευμένος από τη δημοκρατία που οδήγησε την Αθήνα στην ήττα και σκότωσε αδίκως τον Σωκράτη, θέλησε να περιχαρακώσει την πολιτική ζωή ορίζοντας αυστηρές παραμέτρους που θα καθόριζαν τον έλεγχό της. Ο εικοστός αιώνας, με την ΕΣΣΔ και τη ναζιστική Γερμανία, μας είχε κληροδοτήσει τέτοια συστήματα ελέγχου των οποίων ο «θείος» Πλάτων φάνταζε σαν ο αρχικός τους εμπνευστής, ο «πρώτος διδάξας» κατά κάποιον τρόπο.
Εβρισκα χίλιες φορές πιο ενδιαφέρουσα την αθηναϊκή δημοκρατία με την αφόρητη πολυλογία, τις αντιφάσεις και τα λάθη της, αυτήν που ο Πλάτων καταδίκασε με την «Πολιτεία» του. Και προτιμούσα τον Αριστοφάνη και τον Ευριπίδη, τους οποίους ο φιλόσοφος εξορίζει από την ιδανική του πολιτεία για να μην παρενοχλούν τους πολίτες της με τους συναισθηματικούς κραδασμούς που προκαλεί το έργο τους, με τα γέλια και τα κλάματα δηλαδή.
Πλην όμως όσο περνούσε ο καιρός συνειδητοποιούσα ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Γιατί πάντα υπάρχει ένα «πλην όμως» που περισσεύει από την ανάγνωση του Πλάτωνα και αργά ή γρήγορα, αν πέσεις στην παγίδα και τον πάρεις στα σοβαρά, ανακαλύπτεις πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, πάντα υπάρχει κάτι που σου ξέφυγε, που δεν το είδες, και αυτό το «κάτι» θα μπορούσε να ανατρέψει την προοπτική του πλατωνικού τοπίου.
Τι θέση είχε μέσα σ' αυτό το αυστηρό οικοδόμημα όπου οι πολίτες ζουν για να εκτελέσουν το καθήκον τους η περίφημη αλληγορία του σπηλαίου; Εκεί που ο άνθρωπος ζει υποδουλωμένος στην εικονική πραγματικότητα, αφού πιστεύει ότι οι σκιές των αντικειμένων που παρελαύνουν μπροστά στο τοίχωμα είναι τα ίδια τα αντικείμενα; Αν την απομονώσεις την αλληγορία του σπηλαίου, είναι ένα από τα ωραιότερα αφηγήματα που γράφτηκαν ποτέ. Και βάσει ποιας λογικής αυτό το ογκώδες έργο που αναλώνεται στην ανάλυση των πολιτευμάτων καταλήγει με αυτό το υπέροχο παραμύθι του Ηρός, την περιήγηση στον Κάτω Κόσμο και την πιστοποίηση της αθανασίας της ψυχής; Και η ιστορία του Γύγη, ο οποίος βρήκε το δαχτυλίδι που τον έκανε αόρατο;
Ολα αυτά εκ πρώτης όψεως μοιάζουν ξεκρέμαστα, όμως δεν είναι. Οπως τυχαία δεν είναι και η ανάγκη που αισθάνεται ο Πλάτων να σκηνοθετεί τους διαλόγους του. Η «Πολιτεία» ξεκινάει τη στιγμή που ο Σωκράτης και ο Γλαύκων επιστρέφουν στην Αθήνα από τον Πειραιά και στον δρόμο τούς πετυχαίνει ο Πολέμαρχος και τους καλεί στο σπίτι του πατέρα του, του πλούσιου μέτοικου Κέφαλου, για να συζητήσουν. Να συζητήσουν για να περάσει η ώρα ώς το βράδυ που θα γίνουν λαμπαδηδρομίες προς τιμή της θεάς.
Γιατί οι φιλόσοφοι, όταν διαβάζουν τον Πλάτωνα, παραβλέπουν τις σκηνοθεσίες των διαλόγων του; Γιατί δεν βλέπουν τον παραλληλισμό, πως κάπως έτσι ξεκινάει ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα που γράφτηκαν ποτέ, το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου, όπου μια παρέα κλείνεται σ' ένα σπίτι και συζητάει όσο έξω, στην πόλη, ο λοιμός θερίζει ζωές; Πολιτική ουτοπία η «Πολιτεία» είπατε; Μπορεί, με μια μικρή διαφορά: ο ρηματικός τύπος της ουτοπίας είναι είτε η προστακτική, «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε», είτε ο μέλλων, «θα έρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα είναι όλοι ίσοι». Η συζήτηση όμως στην «Πολιτεία» ξεκινάει με μια ευκτική: Ει γένοιτο πολιτεία ανδρών αγαθών, θα μπορούσε να γίνει μια πολιτεία με άξιους ανθρώπους; «Θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν άνθρωπο που έχει διαβάσει όλα τα ιπποτικά μυθιστορήματα και έχει ζουρλαθεί και κυνηγάει ανεμόμυλους;» - αυτό το ερώτημα δεν κρύβεται πίσω από την ιστορία του Δον Κιχώτη;
Λένε ότι χωρίς τον Πλάτωνα δεν θα υπήρχε η φιλοσοφία. Σίγουρα δεν θα υπήρχε και η πεζογραφία όπως την ξέρουμε. Οχι μόνον γιατί δημιούργησε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες της λογοτεχνίας, τον Σωκράτη, αλλά και γιατί έδωσε στον πεζό λόγο το οπλοστάσιο που του επιτρέπει να δει τον κόσμο όχι ως δεδομένο, αλλά ως «υπόθεση πνευματικής εργασίας» που αναζητεί τις δυνατότητές του, την «αρετή» του. Και τη σκυτάλη αυτής της ελευθερίας που πρώτος ανακάλυψε ο Πλάτων την παρέλαβε πολλούς αιώνες μετά η τέχνη του μυθιστορήματος.
tanea


Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έχει τιμηθεί με το Αργυρό Μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας, έχει χρηματίσει πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και έχει γράψει δοκίμια και μυθιστορήματα. Μεταξύ τους το «Αδιανόητο τοπίο», η «Πτώση του Νάρκισσου» και η «Δύναμη του σκοτεινού θεού» που τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.