Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Victor Marie Vicomte Hugo

Επιμ:Έλλη Βασιλάκη
· Η φιλοσοφία είναι το μικροσκόπιο της σκέψης.
· Ποιητής είναι κάποιος που σκέφτεται κάτι άλλο.
· Δεν είναι τίποτα να πεθάνεις. Είναι τρομακτικό να μη ζεις.
· Η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν.
·Το να μην κάνεις τίποτα είναι η ευτυχία των παιδιών και η δυστυχία των γέρων.
·Τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια ιδέα που έχει έρθει η ώρα της.
· Η φτώχεια οδηγεί στην επανάσταση, η επανάσταση στη φτώχεια.
· Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα. Ο εγκληματίας το διαπράττει.
· Εκεί που ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή.
· Όσο ψηλά κι αν κάθεται κανείς, κάθεται στον πισινό του.
· Για να είναι κανείς καλός ρήτορας, πρέπει να ασχολείται με κοινοτοπίες.
· Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια βιβλιοθήκη, όπως οι ευνούχοι έχουν ένα χαρέμι.
· Οι άνδρες κυνηγούν. Οι γυναίκες ψαρεύουν.


26 Φεβρουαρίου 1802 Besançon - 22 ΜΑΙΟΥ 1885, ποιητής, μυθιστοριογράφος και δραματουργός, η
πιο εξέχουσα φυσιογνωμία του Ρομαντισμού στη Γαλλία, (όπου, εκτιμάται περισσότερο η ποίησή του) ο νεότερος γιός του στρατιωτικού Joseph Léopold Sigisbert Hugo (έγινε στρατηγός της Αυτοκρατορίας το 1809, ιδεολογικά τοποθετημένος στους δημοκρατικούς ενώ θρησκευτικά δήλωνε αθεϊστής) και της Sophie Trébuchet (προερχόμενη από παλιά αριστοκρατική οικογένεια, φιλομοναρχική και ευσεβής ρωμαιοκαθολική).

Ως αποτέλεσμα της ασυμφωνίας πεποιθήσεων του ζεύγους Ουγκώ ήρθε το 1803 ο σύντομος χωρισμός του και η μετακίνηση της Σοφί και των παιδιών στο Παρίσι. Το 1807 η οικογένεια επανενώθηκε για δύο χρόνια με την απόφαση της Σοφί να μεταβεί στην Ιταλία, όπου ο σύζυγός της υπηρετούσε ως κυβερνήτης επαρχίας. Το 1809 φεύγουν πάλι και παραμένουν για δύο χρόνια στην κωμόπολη Feuillantines ενώ η οριστική διάσταση των γονιών του Βίκτωρα φτάνει το 1813, οπότε και εγκαθίστανται με τη μητέρα του οριστικά στη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί διέμεινε από το 1815 έως το 1818 στο οικοτροφείο Pension Cordier ενώ παρακολουθούσε μαθήματα στο περίφημο Κολλέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου.

Από έφηβος κατάλαβε την κλίση του στη λογοτεχνία και ξεκίνησε να μεταφράζει λατινικά έργα (όπως Βιργίλιο), αλλά και να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Η πρώιμη φιλοδοξία του τον έσπρωξε να γράψει σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών σε μία εφημερίδα της εποχής: "Je veux être Chateaubriand ou rien" (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Η αναγνώρισή του δεν άργησε : το 1817 βραβεύθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία για ένα ποίημά του και το 1819 από τα Ανθεστήρια της Τουλούζης, γεγονότα, που έπεισαν τον πατέρα του να τον αφήσει να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, παρά τα σχέδιά του να φοιτήσει ο γιος του στην Πολυτεχνική Σχολή. Λίγο καιρό αργότερα θα εγκαταλείψει και τις σπουδές του στη Νομική Σχολή.

Στις 27 Ιουνίου 1821 πεθαίνει η μητέρα του και ένα μήνα, περίπου, αργότερα στις 20 Ιουλίου ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται. Στις 20 Οκτωβρίου 1822 ο Ουγκώ παντρεύεται την Adèle Foucher. Ένας γάμος, που όπως και αυτός των γονιών του, χαρακτηρίζεται από δυσαρμονία μεταξύ των συζύγων και οδηγεί το συγγραφέα σε μία μακροχρόνια σχέση με τη μούσα και ερωμένη του ηθοποιό Juliette Drouet μέχρι το θάνατό της το 1882. Πλην αυτού, όμως, ο γάμος του υποκρύπτει και μία τραγωδία μιας και ο μικρότερος αδερφός του Ευγένιος, όντας κρυφά ερωτευμένος με την Αδέλα, χάνει τα λογικά του την ημέρα του γάμου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του σε ίδρυμα.

Το 1823 κάνει το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το μυθιστόρημα Han d'Islande, το οποίο κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο σε τέσσερεις μικρούς τόμους.

Εδραιώθηκε στη λογοτεχνία με την ποιητική συλλογή «Ωδές και Μπαλάντες» το 1826, έργο που τον καθιερώνει και αναγνωρίζεται σαν αξιόλογος λυρικός ποιητής και τεχνίτης του στίχου. Ακολουθεί τον ίδιο χρόνο το μυθιστόρημα Bug-Jargal και το 1827 χαρακτηρίστηκε επαναστάτης του ρομαντισμού χάρη στο θεατρικό έργο «Κρόμγουελ», όπου στο μνημειώδη Πρόλογο του, προτείνει στους συγχρόνους του δραματουργούς να απαλλαγούν από τις φόρμες, που επέβαλλε ο γαλλικός θεατρικός κλασικισμός, εισάγοντας στη θεατρική τέχνη το ρομαντικό δράμα. Έχοντας ήδη γνωρίσει το σαιξπηρικό έργο, τη γερμανική θεατρογραφία και τη δραματουργία του Schlegel, δίνει το έναυσμα μίας πολύχρονης διαμάχης μεταξύ γαλλικού κλασικισμού και Ρομαντισμού. Επιπλέον, εισηγείται ένα υπόδειγμα σύγχρονου ιστορικού δράματος, που υπακούει στη σαιξπηρική τεχνική.

Εν τω μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1828 πεθαίνει ο πατέρας του και από εκείνη τη στιγμή ο Ουγκώ αρχίζει να αυτοαποκαλείται βαρώνος.

Το 1829 κυκλοφόρησε τα «Ανατολίτικα» εμπνευσμένα από την ελληνική επανάσταση του 1821. Υπήρξε θερμός φιλέλληνας σε όλη του τη ζωή: μέχρι και την επανάσταση της Κρήτης το 1866, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τους αγώνες των Ελλήνων, ως ο πλέον όψιμος που έλαβε φιλελληνική στάση, ο συνεπέστερος όμως, των υποστηρικτών του νεότευκτου ελληνικού κράτους (από το 1826 ποιητικές αναφορές σχετικά, επιστολές υπέρ των Κρητών το 1866-9, κατήγορος του Έλγιν).

Η περίοδος των ετών 1830 έως 1843 αποτελεί διάστημα καταξίωσης του Γάλλου λογοτέχνη με πλούσια παραγωγή έργων, όπως ο «Εργάνης», ενώ το 1831 κυκλοφόρησε το διάσημο μυθιστόρημά του «Η Παναγία των Παρισίων», που σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες. Παράλληλα δημοσιεύει έργα λυρικής ποίησης, εμπνευσμένα από το ειδύλλιό του με τη Ζιλιέτ Ντρουέ. Στα 1841, έπειτα από δύο άκαρπες υποψηφιότητες, εκλέγεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1843 έχασε την νεόνυμφη κόρη του σε πνιγμό μαζί με το σύζυγό της. Ο Ουγκώ εκείνες τις μέρες βρισκόταν σε ταξίδι στα Πυρηναία και πληροφορήθηκε το γεγονός διαβάζοντας τυχαία κάποια εφημερίδα. Για δέκα χρόνια δεν έκδωσε τίποτα, φανερά επηρεασμένος από το γεγονός του χαμού της κόρης του.

Το ενδιαφέρον του τώρα κερδίζει η πολιτική και από συντηρητικός εξελίχθηκε σε ριζοσπάστη δημοκρατικό. Αρχικά υποστηρίζει με θέρμη το βασιλιά Λουδοβίκο – Φίλιππο που το 1845 τον ονόμασε Pair de France, μέλος δηλαδή της Άνω Βουλής (εκεί εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και την κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας), ενώ λίγο αργότερα συνδέεται φιλικά με τη θερμή θαυμάστρια του έργου του, δούκισσα της Ορλεάνης, προσδοκώντας την ανάθεση κάποιου υπουργείου στην περίπτωση που ο σύζυγός της αναλάμβανε την εξουσία. Ο θάνατος του δούκα της Ορλεάνης, παρά ταύτα, ακυρώνει τις όποιες φιλοδοξίες του συγγραφέα.

Μετά την Επανάσταση του 1848 και την ανακήρυξη της Β’ Γαλλικής Δημοκρατία εκλέγεται, με τη βοήθεια του Λέοντος Γαμβέτα, βουλευτής Παρισίων στη Συντακτική και ακόλουθα στη Νομοθετική Συνέλευση. Τότε αναδεικνύεται σε θερμό υποστηρικτή του Λουδοβίκου – Ναπολέοντα, ανιψιού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, συντασσόμενος ενεργά με την προώθηση της υποψηφιότητάς του για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Εναντιώθηκε στον Ναπολέοντα Γ’ που κατέλυσε τη δημοκρατία με πραξικόπημα και διώχθηκε μέχρι που αναγκάστηκε να διαφύγει κρυφά στις Βρυξέλλες. Έμεινε 20 χρόνια στην εξορία. Συνέχισε να τον πολεμά γράφοντας μανιφέστα εναντίον του, ενώ με την ποιητική συλλογή «Τιμωρίες» ύμνησε τον θρίαμβο της παγκόσμιας δημοκρατίας.
Εν τω μεταξύ το Σεπτέμβριο του 1853 μυείται από την Delphine de Girardin που τον επισκέπτεται στο Τζέρσεϋ, στον πνευματισμό, την επικοινωνία δηλαδή με πνεύματα νεκρών μέσω περιστρεφόμενων και ομιλούντων τραπεζιών.

Στη διετία της παραμονής του στο Τζέρσεϋ κατατρύχεται από την εμμονή του θανάτου και τον απασχολούν τα μυστήρια της ψυχής και του κόσμου. Τότε συγγράφει τα έργα Το Τέλος του Σατανά και Θεός, όπου στο πρώτο μεν πραγματεύεται το πρόβλημα του Κακού και στο δεύτερο το πρόβλημα του Απείρου. Και τα δύο εκδόθηκαν μεταθανάτια και έχουν τη μορφή αποκαλυπτικών οραμάτων κινούμενα από τη λανθάνουσα τάση του για ποίηση σε φόρμα ενόρασης.

Στο νησί Γκέρνσεϋ διαμένει στο Hauteville - House από όπου έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί τη θάλασσα και τις απέναντι γαλλικές ακτές. Εκεί, στρεφόμενος από τη μεταφυσική αναζήτηση στην ανθρώπινη εποποιία, συγγράφει την ποιητική συλλογή Ο Θρύλος των Αιώνων (1859) και ολοκληρώνει το αριστούργημά του Οι Άθλιοι (1862), που άμα τη εκδόσει τους, σαγήνευσαν τα λαϊκά στρώματα, θεωρήθηκαν ως το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα. Σε αυτό το έργο, το οποίο δουλεύει περίπου από το 1828, αποτυπώνει μισό αιώνα γαλλικής ιστορίας. Αποτελεί μία επική τοιχογραφία των μεγάλων γεγονότων της Γαλλίας συνδυαζόμενων με την ιστόρηση ενός μεγάλου έρωτα. Το βιβλίο δεν ενθουσίασε τον κύκλο των διανοουμένων κριτικών ενώ περιελήφθη από τον Πάπα Πίο ΙΔ’ στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων.

Επέστρεψε στη Γαλλία το 1870, με την ανακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Η είσοδός του στο Παρίσι υπήρξε θριαμβευτική. Με την επικράτηση της Παρισινής Κομούνας το 1871, έφυγε και πάλι από τη χώρα. Την ίδια χρονιά έχασε τον γιο του Κάρολο, λίγο αργότερα η κόρη του Αδέλα μπήκε σε ψυχιατρείο, ενώ το 1873 έχασε και τον γιο του Φραγκίσκο.

Το 1876 ανακηρύχτηκε Ισόβιος Γερουσιαστής της Γαλλικής Δημοκρατίας και τα επόμενα χρόνια έγινε το είδωλο των Γάλλων αριστερών ριζοσπαστών.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του εισέπραξε την αγάπη των Γάλλων, ταυτιζόμενος με την ίδια την ιδέα της πατρίδας. Πέθανε στις 22 Μαΐου 1885 σε ηλικία 83 ετών έχοντας λάβει εν ζωή σπάνια δόξα για πνευματικό δημιουργό. Στη Γαλλία κηρύχθηκε εθνικό πένθος και την ημέρα της κηδείας (1η Ιουνίου) δύο, περίπου, εκατομμύρια κόσμου συνόδευσαν τον επιφανή νεκρό από την Αψίδα του Θριάμβου, όπου είχε τοποθετηθεί η σορός του, στο Πάνθεον, που ορίστηκε ως τελευταία του κατοικία. Ο θάνατός του είχε μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα : ο ελληνικός Τύπος κάλυψε το γεγονός της απώλειας του και πραγματοποιήθηκαν αντίστοιχες της Γαλλίας τελετές προκειμένου να τιμηθεί.