Πηγή:vlemma
Του Νίκου Ξυδάκη
Η κρίση αναδεύει τα στερεότυπα. Αφρός και σώμα και πάτος ανακατεύονται βίαια, κοντά στο σημείο ζέσεως, δοκιμάζοντας βεβαιότητες, εδραίες πεποιθήσεις, κλισέ ορθοφροσύνης. Παραχωμένες ή ξεχασμένες λέξεις, εξορισμένες από το καθημερινό λεξιλόγιο του κανονικού βίου, κατά τον βρασμό της κρίσης κοχλάζουν στον αφρό, ταράζουν την μέχρι προ τινος αμέριμνη επιφάνεια. Πατρίδα, κοινότητα, κοινωνία, φιλία, αλληλεγγύη, οικογένεια, γειτονιά, συναδελφικότητα, ανάγκη, δανεικά, δουλειά, ματαίωση, φόβος…
Ενα μεσημεριανό Κυριακής, εντοπίσαμε μερικές ακόμη απρόοπτες φυσαλίδες. Καθόμασταν γύρω απ’ το συνηθισμένο φιλόξενο τραπέζι, φίλοι, συνομήλικοι, με παρόμοιες εμμονές. Ολοι είχαν συνεισφέρει το κατιτίς δικό τους. Διαπιστώσαμε ότι τα κατιτίς ήταν, επί το πλείστον, τοπικές λιχουδιές, προερχόμενα από σπίτια, κτήματα, κήπους, οικοτεχνίες, μικρές βιοτεχνίες. Ολα ξεχωριστά, διακεκριμένα, από χέρι, με
ονομασία προελεύσεως, με αύρα προσώπων. Και υψηλής ποιότητας. Μπουρέκι σπιτικό από το Ηράκλειο, ελιές με ξύσματα πορτοκαλιού από τη Μάνη, κάστανα και αφρώδης οίνος Ιωαννίνων, γλυκό φραγκόσυκο και λιαστό κρασί απ’ τις Κυκλάδες, μανταρίνια Κορινθίας. Στο τραπέζι έλαμπε πολιτισμός: υλικός, αισθητηριακός και πνευματικός, παλαιός και απολύτως μοντέρνος.
Ενα αντικείμενο, μια χειρονομία μάλλον, μάς έσπρωξε να τα αντιληφθούμε αυτά σαν όλον, με δυναμική απρόσμενη. Ενας συνδαιτυμόνας κατέφθασε με την προσφορά του, ένα καλάθι. Το καλάθι περείχε εσπεριδοειδή, κίτρα, λεμόνια, μανταρίνια, τόνους του κίτρινου, το πικρό και το ωχρό, λαμπρό πορτοκαλί, πράσινο· υφές των καρπών και υφή του καλαμιού· σφαίρες, ελλλείψεις και κυλίνδρους. Το είδαμε σαν δώρο προς όλες τις αισθήσεις και σαν κέντρισμα του πνεύματος. Το καλάθι ερχόταν από την Κορινθία, συγκροτημένο από το φιλόπονο χέρι όχι ενός αγρότη, αλλά ενός αστού. Ο οποίος ωστόσο ζει τον τόπο, το νησί του, το χωριό του, το κτήμα, τον οπωρώνα, το άστυ, το πανεπιτήμιο, το όλον. Και το χέρι του συνεχίζει μια πράξη υπέρτατης κομψότητας και πραγματισμού: συνάζει τους καρπούς και τους ταιριάζει σ’ ένα καλάθι, κι ύστερα το μεταφέρει απ’ την εξοχή στην πόλη, από την Κορινθία στον Λυκαβηττό. Οι κόσμοι συναιρούνται, σαν να μην ήταν ποτέ χωρισμένοι, και το καλάθι απιθωμένο στο αστικό σαλόνι λάμπει, ακτινοβολεί, αρχαίο, μυθικό, μοντέρνο, αισθαντικό. Μάς φανερώνεται μια εκδοχή της ομορφιάς η ελληνική αρχοντιά, το Greek Chic, μια εκδοχή κομψότητας εφάμιλλη της τοσκανέζικης φινέτσας, της νοτιοϊταλικής, της σικελικής, της προβηγκιανής, της γοητείας του Χαλεπιού και της Μπαρμπαριάς, της ακατάλυτης αρχοντιάς της Μεσογείου.
Αυτή η ομορφιά έχει αλήθεια. Είναι η αλήθεια. Τολμώ να πω, είναι το κοινό και το κύριο των ρομαντικών και του Σολωμού, η sophia perennis του Πικιώνη, η sprezzatura του Καστιλιόνε και του Ραφαήλ, η ενορατική σύνθεση του Μπρωντέλ, η πυρετική διαύγεια του Καμύ. Είναι η αισθητή, η κτιστή ουσία του αρχαιότατου κόσμου που μας περιβάλλει, που τον ζούμε, κι είναι ουσία ολοζώντανη, παρούσα, δραστική, σήμερα, στον δύσκολο καιρό μας.
Κάλλος, φινέτσα, αλήθεια, ύλη, στρώματα πολιτισμού: αν τα αισθανθούμε, αν τα αντιληφθούμε, κι αν τα εντάξουμε μαλακά, αβίαστα, στον τωρινό βίο τον ψηφιοδικτυακό, τότε ίσως νιώσουμε λιγότερο αμήχανοι, λιγότεροι αβέβαιοι μες στο σκυθρωπό παρόν, λιγότεροι φοβισμένοι μπρος στο σκοτεινό μέλλον. Η λησμονημένη και ταπεινωμένη ύλη του περιβολιού, και άλλες ύλες σαν κι αυτή, φέρνοντας τον χυμό, φέρνει τη μνήμη, τον αναστοχασμό, τη συνείδηση. Το ρίζωμα και τα κλαδιά. Με τη συνείδηση έρχεται και η περηφάνια της επάρκειας: να ξέρεις ποιος είσαι, ποιες φωνές αντηχείς, φωνές κεκοιμημένων, ηρώων, αισθητών, ταπεινών βροτών, να ξέρεις πόσος είσαι, περατός και συνεχόμενος.
Είδαμε το θαύμα του καλαθιού με τα κίτρα. Μια έλλαμψη, μια εμπειρία. Κι ακούσαμε φωνές: ένα λόγιος μάς διηγήθηκε την ιστορία ενός δυσειδούς αντάρτη που τραγούδησε αγγελικά το κλέφτικο του Κατσαντώνη τις μέρες της απελευθέρωσης: «Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι, να χαιρετάς την κλεφτουριά κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη», μα αυτός το άλλαζε κι έβαζε “κι’ αυτόν τον Βελουχιώτη”, καταλαβαίνετε, και το χωριό εμύριζε ψωμί φρεσκοψημένο, συμπληρώνει ο αφηγητής. Ενας άλλος λόγιος αφηγήθηκε ιστορίες της φυλακής και της εξορίας, με θηριώδεις φονιάδες και ζωοκλέφτες, ομηρικές μορφές, πρώην ήρωες πολέμων, άγριες ιστορίες ειπωμένες ανάλαφρα, σκανδαλωδώς χαριτωμένα, με το αίσθημα ιστορικού ανθρώπου, που βάζει σιμά τον πόνο και την αγαλλίαση, που ξέρει να μετράει τα μεγέθη και τους χρόνους. Θυμηθήκαμε έναν κεκοιμημένο φίλο, μαέστρο της ζωγραφικής, άρχοντα των αφηγήσεων, ακραίο αισθητή εν πτωχεία, αυθεντικό αριστοκράτη.
Κοχλάζει ο καιρός. Ας δούμε το καλάθι με τα εσπεριδοειδή.
.
Του Νίκου Ξυδάκη
Η κρίση αναδεύει τα στερεότυπα. Αφρός και σώμα και πάτος ανακατεύονται βίαια, κοντά στο σημείο ζέσεως, δοκιμάζοντας βεβαιότητες, εδραίες πεποιθήσεις, κλισέ ορθοφροσύνης. Παραχωμένες ή ξεχασμένες λέξεις, εξορισμένες από το καθημερινό λεξιλόγιο του κανονικού βίου, κατά τον βρασμό της κρίσης κοχλάζουν στον αφρό, ταράζουν την μέχρι προ τινος αμέριμνη επιφάνεια. Πατρίδα, κοινότητα, κοινωνία, φιλία, αλληλεγγύη, οικογένεια, γειτονιά, συναδελφικότητα, ανάγκη, δανεικά, δουλειά, ματαίωση, φόβος…
Ενα μεσημεριανό Κυριακής, εντοπίσαμε μερικές ακόμη απρόοπτες φυσαλίδες. Καθόμασταν γύρω απ’ το συνηθισμένο φιλόξενο τραπέζι, φίλοι, συνομήλικοι, με παρόμοιες εμμονές. Ολοι είχαν συνεισφέρει το κατιτίς δικό τους. Διαπιστώσαμε ότι τα κατιτίς ήταν, επί το πλείστον, τοπικές λιχουδιές, προερχόμενα από σπίτια, κτήματα, κήπους, οικοτεχνίες, μικρές βιοτεχνίες. Ολα ξεχωριστά, διακεκριμένα, από χέρι, με
ονομασία προελεύσεως, με αύρα προσώπων. Και υψηλής ποιότητας. Μπουρέκι σπιτικό από το Ηράκλειο, ελιές με ξύσματα πορτοκαλιού από τη Μάνη, κάστανα και αφρώδης οίνος Ιωαννίνων, γλυκό φραγκόσυκο και λιαστό κρασί απ’ τις Κυκλάδες, μανταρίνια Κορινθίας. Στο τραπέζι έλαμπε πολιτισμός: υλικός, αισθητηριακός και πνευματικός, παλαιός και απολύτως μοντέρνος.
Ενα αντικείμενο, μια χειρονομία μάλλον, μάς έσπρωξε να τα αντιληφθούμε αυτά σαν όλον, με δυναμική απρόσμενη. Ενας συνδαιτυμόνας κατέφθασε με την προσφορά του, ένα καλάθι. Το καλάθι περείχε εσπεριδοειδή, κίτρα, λεμόνια, μανταρίνια, τόνους του κίτρινου, το πικρό και το ωχρό, λαμπρό πορτοκαλί, πράσινο· υφές των καρπών και υφή του καλαμιού· σφαίρες, ελλλείψεις και κυλίνδρους. Το είδαμε σαν δώρο προς όλες τις αισθήσεις και σαν κέντρισμα του πνεύματος. Το καλάθι ερχόταν από την Κορινθία, συγκροτημένο από το φιλόπονο χέρι όχι ενός αγρότη, αλλά ενός αστού. Ο οποίος ωστόσο ζει τον τόπο, το νησί του, το χωριό του, το κτήμα, τον οπωρώνα, το άστυ, το πανεπιτήμιο, το όλον. Και το χέρι του συνεχίζει μια πράξη υπέρτατης κομψότητας και πραγματισμού: συνάζει τους καρπούς και τους ταιριάζει σ’ ένα καλάθι, κι ύστερα το μεταφέρει απ’ την εξοχή στην πόλη, από την Κορινθία στον Λυκαβηττό. Οι κόσμοι συναιρούνται, σαν να μην ήταν ποτέ χωρισμένοι, και το καλάθι απιθωμένο στο αστικό σαλόνι λάμπει, ακτινοβολεί, αρχαίο, μυθικό, μοντέρνο, αισθαντικό. Μάς φανερώνεται μια εκδοχή της ομορφιάς η ελληνική αρχοντιά, το Greek Chic, μια εκδοχή κομψότητας εφάμιλλη της τοσκανέζικης φινέτσας, της νοτιοϊταλικής, της σικελικής, της προβηγκιανής, της γοητείας του Χαλεπιού και της Μπαρμπαριάς, της ακατάλυτης αρχοντιάς της Μεσογείου.
Αυτή η ομορφιά έχει αλήθεια. Είναι η αλήθεια. Τολμώ να πω, είναι το κοινό και το κύριο των ρομαντικών και του Σολωμού, η sophia perennis του Πικιώνη, η sprezzatura του Καστιλιόνε και του Ραφαήλ, η ενορατική σύνθεση του Μπρωντέλ, η πυρετική διαύγεια του Καμύ. Είναι η αισθητή, η κτιστή ουσία του αρχαιότατου κόσμου που μας περιβάλλει, που τον ζούμε, κι είναι ουσία ολοζώντανη, παρούσα, δραστική, σήμερα, στον δύσκολο καιρό μας.
Κάλλος, φινέτσα, αλήθεια, ύλη, στρώματα πολιτισμού: αν τα αισθανθούμε, αν τα αντιληφθούμε, κι αν τα εντάξουμε μαλακά, αβίαστα, στον τωρινό βίο τον ψηφιοδικτυακό, τότε ίσως νιώσουμε λιγότερο αμήχανοι, λιγότεροι αβέβαιοι μες στο σκυθρωπό παρόν, λιγότεροι φοβισμένοι μπρος στο σκοτεινό μέλλον. Η λησμονημένη και ταπεινωμένη ύλη του περιβολιού, και άλλες ύλες σαν κι αυτή, φέρνοντας τον χυμό, φέρνει τη μνήμη, τον αναστοχασμό, τη συνείδηση. Το ρίζωμα και τα κλαδιά. Με τη συνείδηση έρχεται και η περηφάνια της επάρκειας: να ξέρεις ποιος είσαι, ποιες φωνές αντηχείς, φωνές κεκοιμημένων, ηρώων, αισθητών, ταπεινών βροτών, να ξέρεις πόσος είσαι, περατός και συνεχόμενος.
Είδαμε το θαύμα του καλαθιού με τα κίτρα. Μια έλλαμψη, μια εμπειρία. Κι ακούσαμε φωνές: ένα λόγιος μάς διηγήθηκε την ιστορία ενός δυσειδούς αντάρτη που τραγούδησε αγγελικά το κλέφτικο του Κατσαντώνη τις μέρες της απελευθέρωσης: «Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι, να χαιρετάς την κλεφτουριά κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη», μα αυτός το άλλαζε κι έβαζε “κι’ αυτόν τον Βελουχιώτη”, καταλαβαίνετε, και το χωριό εμύριζε ψωμί φρεσκοψημένο, συμπληρώνει ο αφηγητής. Ενας άλλος λόγιος αφηγήθηκε ιστορίες της φυλακής και της εξορίας, με θηριώδεις φονιάδες και ζωοκλέφτες, ομηρικές μορφές, πρώην ήρωες πολέμων, άγριες ιστορίες ειπωμένες ανάλαφρα, σκανδαλωδώς χαριτωμένα, με το αίσθημα ιστορικού ανθρώπου, που βάζει σιμά τον πόνο και την αγαλλίαση, που ξέρει να μετράει τα μεγέθη και τους χρόνους. Θυμηθήκαμε έναν κεκοιμημένο φίλο, μαέστρο της ζωγραφικής, άρχοντα των αφηγήσεων, ακραίο αισθητή εν πτωχεία, αυθεντικό αριστοκράτη.
Κοχλάζει ο καιρός. Ας δούμε το καλάθι με τα εσπεριδοειδή.
.