Του Γιάννη Λακούτση
Τριάντα πέντε επαγγέλματα του δρόμου που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
Επαγγέλματα του δρόμου, που άνθησαν στην Ελλάδα περίπου έναν αιώνα (1860-1960). Πλανόδιοι έμποροι, τεχνίτες και διασκεδαστές που όργωναν γειτονιές και πλατείες, που περιφέρονταν σε πανηγύρια και γιορτές εξυπηρετώντας μικρές βασικές ανάγκες και χαρές ανθρώπων του μόχθου και της φτώχιας. Οι γυρολόγοι συνήθως είχαν οικογενειακή παράδοση. Ζυμώνονταν με τους πελάτες και μοιράζονταν τα βάσανα και τις μικροχαρές τους. Ο γελαστός και γλυκομίλητος πραματευτής, που έχει πελατεία γυναικόκοσμο, (« έχω μπιχλιμπίδια και στολίδια για τις όμορφες»). Ο μανάβης με τη σούστα. Ο γαλατάς από τα άγρια χαράματα με τα στρογγυλά δοχεία και τα κύπελλά του.Ο ψαράς που ισορροπούσε στο κεφάλι του ένα καλάθι γεμάτο ψάρια. Ο νερουλάς με πιο φημισμένο τον Σπύρο Λούη, το Μαραθωνοδρόμο,. Ο κανατάς, που χρησιμοποιούσε κυρίως τα ανθεκτικά κανάτια Αιγίνης,(ο μπαρμπα Γιάννης ο κανατάς, γουστόζικος τύπος στην Πλάκα με το γαϊδουράκι του, έγινε τραγούδι θρυλικό). Ο παγοπώλης με το καρότσι του σκεπασμένο με μουσαμά. Ο ξερακιανός και βρώμικος καρβουνιάρης. Ο παγωτατζής με την πιτσιρικαρία να τρέχει πίσω του. Ο τυροπιτάς,ο κουλουράς με την τάβλα στο κεφάλι του. Ο στραγαλατζής, ο σαλεπιτζής, ο λεμονατζής, (« εδώ είναι το κρύο μια πενταρούλα δύο»), ο γανωματής, ο παπλωματάς, ο γιαουρτάς,ο καρεκλάς ο μπαλωματής, ο λούστρος με το κασελάκι του, ο ακονιστής, (« -ορίστε κυρία μου μαχαίρι να σφάξεις
καρχαρία»). Ο αρκουδιάρης, που εκανε το νούμερά του με τη δεμένη αρκούδα του. Ο παλιατζής (« μες τις γειτονιές γυρίζω κι ότι βρω παλιό ψωνίζω»). Ο καστανάς, ο λατερνατζής, ο καπνοπώλης , ο εφημεριδοπώλης, ο λουκουματζής, ο σουβλατζής, ο καρεκλάς, ο φωτογράφος, (« - πιο ηρωικό ύφος παρακαλώ…») ο ανθοπώλης, η τσιγγάνα, η χορταρού (« - μια οκά σίδερο και μια οκά χόρτα πιο είναι πιο βαρύ; - το βαμβάκι ¨» ) και ο Πανόραμας. (… τρεχάτε να δείτε πράματα και θάματα, να βλέπει η μάνα και στο παιδί να μη…δείχνει!). Ο λαός πάντα διψασμένος για θεάματα έτρεχε να δει τα μυστικά του μηχανήματος. Το μηχάνημα δεν ήταν βέβαια τίποτα σπουδαίο. Μια καρότσα ήταν κοντά δυο μέτρα με τέσσερις ρόδες. Επάνω της ήταν ενσωματωμένο ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο με τέσσερις τρύπες σε κάθε πλευρά. Έτσι μπορούσαν ταυτόχρονα τέσσερις άνθρωποι να απολαμβάνουν το θέαμα. Αλλά πριν πλησιάσει στο μηχάνημα ο πάσα ένας θεατής έπρεπε να ακουμπήσει τυπικά και με το νόμο τη δραχμή. Οι θεατές όρθιοι στις δύο πλευρές του μηχανήματος πλησίαζαν τα μάτια τους στις τρύπες. Γύριζε ελαφρά τη μανιβέλα. Αυτόματα στις τρύπες εμφανιζόταν η πρώτη μαγική φωτογραφία. Ακολουθούσε ένα αυθόρμητο…ααα ενθουσιασμού και μετά οι αναγκαίες εξηγήσεις. – αυτός είναι ο πύργος του Αι¨φελ στο Παρίσι με φανταστική θέα, μη μου θαμπώνεις το γυαλί ανάθεμα το γονιό σου για παιδί!
Μ ένα ελαφρό γύρισμα της μανιβέλας εμφανιζόταν η δεύτερη μαγική φωτογραφία. –Αυτος είναι ο Νείλος κι εκει τριγύρω τα αραπάκια… - που είναι τα αραπάκιαj – νάτα – νάτα τα αραπάκια μπαίνουν στο Νείλο για μπανάκια… - μα δεν φαίνονται πουθενά.. – και πώς να φαίνονται βρε χαζοβιόληδες ετσι μαύρα που είναι; Στην επόμενη φωτογραφία ο Πανόραμας όλο στόμφο . – να εδώ ο « Παπανικολής» η ενδοξη φρεγάτα του πολοεμικού μας ναυτικού… - μα που είναι δεν τον βλέπουμε – πώς να τον δείτε που είναι στο βυθό της θάλασσας χαιβανάκια! - να δούμε το βυθό τότε… - α να μου χαθείτε κερατόσποροι που μου θολώσατε το γυαλί θέλετε και βυθό! Αρκετές φορές κάποια παιδιά δε γούσταραν τις εξηγήσεις του και αντιδρούσαν βίαια.Οπότε του ριχναν μπηχτές , φύσαγαν το γυαλί στις τρύπες και πασπάτευαν άγαρμπα το μηχάνημα. Έξαλλος ο Πανόραμας παρατούσε τη μανιβέλα και μαινόμενος ταύρος τα έπαιρνε στο κυνήγι. – δεν θα σας πιάσω παλιοτόμαρα να σας μάθω τι εστί κύμινο; Προβλήματα όμως είχε και από άλλους πιο ήσυχους ανθρώπους. Όπως η χοντρή κυρία που η κοιλιά της δεν την βοηθούσε να προσαρμόσει τα μάτια της μέσα στις τρύπες - άντε να δω τι θα κάνεις! – παρεμβάλλεται αυτό το ξύλο κύριέ μου - εγώ βλέπω την κοιλιά σου να παρεμβάλλεται! Εξ ίσου ενοχλητικό ήταν και το κοκοράκι του κάθε ομορφονιού, μια ενισχυμένη τούφα μαλλιού γυρισμένη σα λειρί κοκόρου . Αυτό το κοκοράκι ήταν η αιτία ν ακουμπάει και να θολώνει το γυαλί - τι θα γίνει το κοκοράκι θα δει πανόραμα, για η αφεντιά σου; - το κοκοράκι… - να στο πνίξω παλιοτόμαρο να μάθεις να λες εξυπνάδες.
Υπήρξαν και άλλοι γυρολόγοι όπως ο κουμαράς, ο μαστιχάς, ο παξιμαδάς, ο σαπουνάς, η αυγουλού , ο φραγκοραφτάς, ο σφάχτης ο παλαιστής, ο καραγκιοζοπαίχτης και ο ακροβάτης οι οποίοι όμως θεωρούνται πως είχαν υποδεέστερη δραστηριότητα .
Πληροφορίες από το βιβλίο του Κώστα Παπασπηλιόπουλου « ΟΙ ΓΥΡΟΛΟΓΟΙ»