Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Σελήνη 20 ημερών

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922-1988)
Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής, που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.
Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο — θέλω να πω καλύτερα να μη ρωτάει κανείς γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ’ το συμβολαιογραφείο του θείου Ιάκωβου είχαν όλοι πεθάνει — από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών, απομεινάρια μοναξιάς κάτω απ’ τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στα χέρια σου χάνονταν μυστηριωδώς: σα να 'σουν κάπου άλλου την ώρα που τα χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι' αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Πού ήσουν λοιπόν; Και γιατί γύρισες;
Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη.
Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί;
Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ' έχουν μυστικά ετοιμάσει να υποδεχτώ
 τη μητέρα τη μέρα που θα με γεννούσε.
Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.
Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα — βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν' ανεβάσουμε εν' άρρωστο πουλί στο δέντρο) και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν ή ονειρευόμουν να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.
Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ’ αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου και δραπετεύω. Θα με
ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα να νοσταλγώ τον Θεό.
Άλλα τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς, όχι για να κοιμηθώ, αλλά για να πάω σε παράξενες
συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες ξαφνικά συναντημένα — και δόξα τω Θεώ δεν κατάλαβα ποτέ τον κόσμο και αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ήμερων, σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν και που ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
Α, έχασα τις μέρες μου  αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά-σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα τρίζει δυσοίωνα — συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που φύγαν τα χρόνια τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι πάνω στον κομό χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα που τα 'χουμε ξεχάσει  ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο
και τα όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι — στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να λύνεις ένα αίνιγμα ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε τόσο αινιγματικά θα τελείωνε εντελώς ανεξήγητα — τι θέλω να πω; μα γιατί οι
άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε; κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον  εαυτό μου έτσι δε μου 'λειψε ποτέ μια μικρή ανταπόκριση —θυμάμαι κάποτε που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι υστέρα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες... Ώ μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα
σας γνωρίσουμε ποτέ όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.
Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά, πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μια νύχτα σ' έναν εφιάλτη κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μια πάροδο
 που δεν της δώσαμε σημασία.
Όμως η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό, γι' αυτό σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να φτάσω ακόμα πουθενά
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι' αυτό ενδίδω εύκολα κι αχ
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιος είναι ο προορισμός του, «μα, επιτέλους, τι ζητάς;» με ρωτούσε η μικρή εξαδέλφη «να με θυμούνται, εξαδέλφη».
Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε
κανείς και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά
μου χρόνια ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν
πάντα πόσο εφήμεροι είμαστε... Κι η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μια
φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.
Ά, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε εν' αμάξι από κείνα τα παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ’ αυτά που φτιάχνουν οι σκιές τ' απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές ακουσμένες στ' όνειρο
ή μια νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαις σιωπηλά για πράγματα ξεχασμένα απ’ όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε: τον ερωτά για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική ταφή ενός πουλιού ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί ο παιδικός φίλος τού καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να μας ειδοποιήσει, «μα δεν έχει διεύθυνση», είπε ο υπάλληλος — από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει καμιά βοήθεια.

Έξαλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς τίποτα, σπουδαίο. Άλλα και ποιο είναι το σπουδαίο; Και σε τι θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ' όνειρο
κι ώ μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ήμερων απόψε... Πώς έφυγαν τα χρόνια!