Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

« Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!»

 « Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!»

 

«Τίποτε δεν είναι πιο οδυνηρό 

από το να αναπολείς παλιούς καλούς  καιρούς, 

ενώ είσαι πια μέσα  στη δυστυχία».*

 

 


 

 

 

Όταν κατακάτσει ο εκλογικός κουρνιαχτός, σίγουρα θα τεθεί το αδυσώπητο ερώτημαΓια την καταστροφή της χώρας φταίει ο πολίτης που στην αφέλειά του πίστεψε τους πολιτικούς; ή φταίνε οι πολιτικοί που ξεγέλασαν τον πολίτη; Το ερώτημα αυτό είχε απασχολήσει ήδη τον Εμμανουήλ Ροΐδη στο διήγημά του « Το παράπονον του νεκροθάπτου»,το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, από τις 19 έως τις 27 Νοεμβρίου 1895, στην εφημερίδα «Εφημερίς» και είναι και σήμερα επίκαιρο, αφού πραγματεύεται τη ρουσφετολογική  εξάρτηση του Έλληνα από τα κόμματα.

Ο Συριανός ήρωας Αργύρης Ζώμας, πατέρας επτά παιδιών, εμπιστεύθηκε έναν Αθηναίο συνταγματάρχη που θα κατέβαινε στις εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής. Ο Ροΐδης βάζει τον ήρωά του να αφηγείται τα ανταλλάγματα που του πρότεινε ο μασκαράς υποψήφιος ( από την εποχή του Ροΐδη ήταν γνωστή η χρήση μάσκας-μεταφορικώς νοούμενης- από τους πολιτικούς, οι οποίοι καλούνταν από τότε μασκαράδες), για να βοηθήσει στον εκλογικό αγώνα: « Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στην φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, που μ’ έκαναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια.  Ερρρίχτηκα λοιπόν κατάμουτρα εις τον εκλογικόν αγώνα, καθώς τον έλεγε, εγώ και όλοι οι δικοί μου. Το περιβόλι μου έγινεν εκλογικό κέντρον και από το πρωί ως το βράδυ έτρεχα να κάμω προπαγάνδα, να μοιράζω φωτογραφίες, προγράμματα, υποσχέσες, και όπου ήταν ανάγκη και γροθιές».Ο συνταγματάρχης εξελέγη βουλευτής και  όσοι τον στήριξαν πήγαν να εξαργυρώσουν τον εκλογικό αγώνα που είχαν κάνει υπερ του νεοεκλεγέντος. « Την ημέραν που επήγα να τον αποχαιρετήσω ευρήκα εκεί πολύ κόσμο ,

αγροφύλακες, δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζήδες, διάκους, καντηλανάφτες, σκουπιδοξύστες, και αυτόν ακόμη τον μπόγια των σκύλων. Ο βουλευτής εκρατούσεν ένα κατάστιχο κ’ εσημείωνε τα ονόματα και τι ζητούσεν ο καθένας. Όταν ήρτεν η δική μου σειρά, μου είπεν ότι δεν του περισσεύει τίποτε καλόν εις την Σύρα, όπου με ήξεραν όλοι, μ’ εθάμπωνεν όμως η ανωτέρα θέσις και τα γαλόνια του λοχία». Έτσι, ο Αργύρης άρχισε να πουλάει το κτήμα, τις κατσίκες και τα γουρούνια του προκειμένου να αγοράσει τριάντα μετοχές των σιδηροδρόμων, όπως τον  έπεισε ο βουλευτής να κάνει και πήρε το καράβι για να μετεγκατασταθεί στην Αθήνα. 

Τον βουλευτή δεν μπόρεσε να τον συναντήσει προκειμένου να συζητήσουν την προοπτική της τακτοποίησής του. Δεδομένου ότι οι οικονομίες του τελείωναν, αναγκάστηκε να ξεπουλήσει ακόμη και κατσαρολικά της οικογένειας. Τελικά τον συνάντησε μετά από καιρό και μέσω ενός δημοτικού συμβούλου τον έστειλε να αναλάβει καθήκοντα κηπουρού: « Την άλλη μέρα όταν επήγα να αναλάβω τα καθήκοντα, ως τα έλεγε, έμαθα πως κηπουρός δεν πάει να πη περιβολάρης, καθώς ενόμιζα, μόνο νεκροθάπτης». Μετά από λίγο καιρό ξέσπασε επιδημία κοιλιακού τύφου . Τα παιδιά πέθαιναν ομαδικά, ανάμεσά τους και τέσσερα δικά του. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα θρήνησε και το χαμό του πέμπτου παιδιού του, του Γιάννη, τον οποίο είχε παρασύρει μία άμαξα. Το μόνο θετικό και αυτής της απώλειας ήταν ότι τώρα η γυναίκα του έκοβε μεγαλύτερες φέτες ψωμί για όσα παιδιά είχαν απομείνει ακόμη,  ένα αγόρι, ο Πέτρος ο οποίος επιστρατεύθηκε για τον πόλεμο στη Θεσσαλία αλλά πέθανε « στο νοσοκομείο υπό συνθήκες μεγάλης κακουχίας», και μία κόρη, η οποία είχε τη χειρότερη μοίρα. Ένα βράδυ καθώς τελείωσε τη δουλειά της δέχθηκε επίθεση από τρείς αλήτες οι οποίοι « την έπιασαν, της έφραξαν το στόμα, την έρριξαν σ’ ένα αμάξι, την επήγαν εις το βρομόσπιτο  μιανήςΚεράς Βασιλικής, την ατίμασαν, την εβασάνισαν όλη νύκτα και την άφισαν εκεί αναίσθητη και μισοπεθαμένη». Μετά από λίγο καιρό την έθαψε και αυτή δίπλα στα άλλα παιδιά του. Όταν ο Αργύρης Ζώμας έμαθε ότι τον έναν από τους τρείς δράστες του βιασμού της κόρης του, τον έκρυβε ο βουλευτής τρείς μέρες για να τον φυγαδεύσει αργότερα, αποφάσισε να τον σκοτώσει:«όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν ‘’φωνιά των παιδιώ μου!άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα…μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδια. Δεν μ’  εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο… Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον  συνταγματάρχην..»

Στο τέλος της εξιστόρησης όλων αυτών των δεινών, ο Αργύρης αναρωτιέται απευθυνόμενος προς τον αφηγητή: « Δεν έχω δίκαιο να λέγω, ανάθεμα εις την πολιτική;». Ο αφηγητής όμως διαφωνεί: «Πταίεις όμως και συ, που ανακατεύθης εις αυτήν. Και  συ και όσοι άλλοι μαζεύετε ψήφους και πιστεύετε εις όσα σας λέγουν». Στο επιχείρημα αυτό ο Αργύρης αντιδρά με τα ακόλουθα λόγια« το συ φταίς γιατί με επίστεψες αφισέ το εις τους λωποδύτας του χρηματιστηρίου.** Όσον ευκολότερα πιστεύομεν και ταχύτερα λησμονούμεν, τόσον μεγαλειτέρα είνεη ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είναι ο λαός,

τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλοσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδαίρνουν ως το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστιαν και την ατιμίαν, να φέρνωνται μαζί του καθώς οι άκαρδοι εκείνοι καραγωγείς που σκοτώνουν τ’ άλογα από το πολύ φόρτωμα και το πολύ ξύλο για το λόγο που δεν δαγκάνουν και δεν κλωτζούν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου: “ Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους!».

Τώρα που σβήνουν τα φώτα και πέφτουν οι μάσκες και οι Έλληνες θα έλθουν αντιμέτωποι με μια νέα οδυνηρή πραγματικότηταχωρίς bonus και passτόσο πιο ανατριχιαστικά θα ακούγονται τα λόγια του ροϊδικού νεκροθάπτου: «Πείνα θα πη δυό μουχλά ψωμιά από το μπαγιατοπάζαρο για εννέα ανθρώπους. Το μισό του μισού απ’ όσο χρειάζεται για να χορτάσουν, όταν μαζί με το ψωμί δεν τρώνε άλλο τίποτες παρά αγριόρροκες και φασκόμηλα που εμάζεψαν τα παιδιά εις το βουνό. Όποιος δεν χορταίνει αργεί να κοιμηθή και δεν έχει ήσυχο ύπνο. Πολλές φορές τ’  άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί».

 

 

 

 

 

 

 

*Δάντης ΑλιγκιέριΘεία ΚωμωδίαΚόλαση, Άσμα πέμπτο  στχ. 121-123.

** Όταν το 1869 ξέσπασε η κρίση των Λαυρεωτικών, ο Εμμανουήλ Ροΐδης έχασε όλη σχεδόν την περιουσία του και κυριεύθηκε από μένος κατά των «σαρκοβόρων επιδρομέων», τραπεζιτών, αλλά και κατά των «μετακλεπτικών» εταιρειών.


Γιάννης Λακούτσης