Σάββατο 11 Μαρτίου 2023

Τσιγγάνοι- γύφτοι στην ελληνική λογοτεχνία Του Γιάννη Λακούτση



 Τσιγγάνοι- γύφτοι στην ελληνική λογοτεχνία

Του Γιάννη Λακούτση

ΕΔΩ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΤΣΙΓΓΑΝΩΝ 

 

Με αφορμή το λαογραφικό κίνημα του Νικολάου Πολίτη (1852-1921), συγγραφείς και ποιητές είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους και προς τους τσιγγάνους. Έτσι έχουμε πολλούς λογοτέχνες που έχουν γράψει έργα που αναφέρονται σ’ αυτούς, όπως γίνεται με τον Γ. Δροσίνη «Το βοτάνι της αγάπης», τον Γ. Βιζυηνό «Ποιος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου», τον Κων. Καρκαβίτσα «Το μπουρί του Καραφάνταλου», τον Λουντέμη«Αυτοί που φέρανε την καταχνιά», τον Καραγάτσι «Το Μπουρίνι», τον Δημ. Χατζή « Ο Σιούλας ο Ταμπάκος», τον Μάριο Χάκκα «Φυλετική αφύπνηση», τον Χριστόφορο Μηλιώνη «Αποκριά», τον Σωτήρη Δημητρίου «Τους τα λέει ο Θεός», τον Αντώνη Τραυλαντώνη «Ο Γυφτοδάσκαλος». Οι ποιητές που ύμνησαν τους σιδεράδες, τις χαρτορίχτρες, τα καραβάνια και τα τσαντήρια είναι ο Αριστ. Βαλαωρίτης «Αθανάσης Διάκος», ο Ι. Γρυπάρης «Ζουχραέ», ο Άγγελος Σικελιανός «Ιερά οδός», ο Κωστής Παλαμάς «Ο Δωδεκάλογος του γύφτου» και «Η Γύφτισσα», ο Βάρναλης «Τσιγγάνικο», ο Καρυωτάκης «Μπρούτζινος γύφτος», που τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Παπαδιαμάντης «Το τραγούδι του γύφτου», ο Στάθης Γρίβας «Τσιγγάνοι», ο Βασίλης Μάργαρης «Οι Τσιγγάνοι», ο ΔημΣιατόπουλος«Οι γύφτοι»η Χρυσάνθη Ζιτσαία «Η Σάννα» και ίσως πολλοί άλλοι ακόμα.


 

 

 

 

Αθανάσης Διάκος  Άσμα τέταρτον

(Αριστ. Βαλαωρίτης)

 

Στην μαύρη την κουφάλα του  εμόνοιαζε ένας γύφτος,

γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,

ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.

Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα

έχθρα κρυφή, παντοτινή, για τ’ άνθη, για  τ’ αστέρια,

για του παιδιού την ευμορφιάκι έτρωγε με το μάτι

ο,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη.

Έκλωθε τη σαπίλα του στρωμένος στα ξεσκλίδια,

που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.

Αχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, αμόνι,

στουρνάρια για το γδάρσιμο, παλιόκαρφα, ψαλίδες,

μια νυχτερίδα ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.

Κανένας δεν εγνώριζε στη Λιβαδειά πώς ήρθε.

τον είχε ρίξει σύγνεφο;… τον είχανε ξεράσει

τα χώματα του ρουπακιού; Κανένας δεν το ξέρει.

Όταν τη νύχτα στον τροχό τα σύνεργα επερνούσε

κι ανάδευε τα χέρια του κι έτρεμε το κεφάλι,

παρασαρκίδα αφύσικη μες την κοιλιά του δέντρου,

εφάνταζεν από μακράν ότι ήτο θεριεμένο 

χταπόδι στη θαλάμη του, που πρόσμενε κυνήγι

κι ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του.

 

Ζουχραέ

(Ι. Γρυπάρης)

 

Αλλοί στην κοσμολόγητη τη Ζουχραέ τσιγγάνα!

Εγώ ‘μαι ‘γώ;  που μια βραδιά μες σάγιο μοναστήρι

με λιβανίζαν με χρυσό παπάδες θυμιατήρι

μπρος την εικόνα του Χριστού, μπρος στου Χριστού τη μάνα;

 

Κλείσετε μάτια μάργελασβηστείτε μάτια πλάνα,

που στην υγειά σας έπινε απ’ τ’ άγιο  το ποτήρι

ο γούμενος, και το χορό σηκώνονταν να σύρει

όταν ακόμα εσήμαινεν η αυγινή καμπάνα.

 

Τώρα με κράζουν τα μωρά γριά καλαμοβύζω

όταν στους δρόμους σα σκυλί να βρω τροφή γυρίζω,

γιατί τα χνώτα μου βρωμάν σαν της ταφής το χώμα.

 

Πρώτα βαμμένα με κηνά τα ωραία μου δαχτύλια,

τώρα, στο κρύο μελανά κι από συνήθεια ακόμα,

κρούσταλλα, ξύλα, τα χτυπώ σαν καρυδένια ζίλλια!

 

Ιερά οδός

(Αγγ. Σικελιανός)

 

Μα να στην ησυχία αυτή απ’ το γύρο

τον κοντινό προβάλανε τρείς ίσκιοι.

Ένας Ατσίγγανος αγνάντια ερχόνταν,

και πίσωθέ του ακλούθααν, μ’ αλυσίδες

συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.

 

Και να ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου

και μ’είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω

να τον κοιτάξω, τράβηξε απ’ τον ώμο

το ντέφι και, χτυπώντας το με το ‘να 

χέρι, με τ’άλλον έσυρε με βία 

τις αλυσίδες. Κι οι δυο αρκούδες τότε

στα δύο τους σηκώθηκαν βαριά… Η μια,

(ήτανε μάνα, φανερά), η μεγάλη,

με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο

το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω

μιαν άσπρη αβασκαντήραανασηκώθη

τρανή, σαν προαιώνιο να ‘ταν

ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας…

και το μικρό στο πλάγι της αρκούδι, 

σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο 

μικρό παιδί, ανασηκώθηκε κι εκείνο

υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα του 

πόνου του το μάκρος και την πίκρα

της σκλαβιάς που καθρέφτιζεν η μάνα

στα δυο πυρρά της που το κοίτααν μάτια!

Αλλ’ ως από τον κάματον εκείνη

οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ’ένα

πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας

στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο

ακόμα απ’ το χαλκά που λίγες μέρες 

φαίνονταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια

την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,

να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της

γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται

ζωηρά…

Μα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία

του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,

δεν έβλεπα άλλο απ’ την τρανήν αρκούδα

με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του κόσμου, τωρινού και περασμένου,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του πόνου του πανάρχαιου, οπ’ ακόμα

δεν του πληρώθη απ’ τους θνητούς αιώνες

ο φόρος της ψυχής…

Μα ως, τέλος,

ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,

και χάθηκε στο μούχρωμα…

 

 

Οι καημοί της λιμνοθάλασσας

Η γύφτισσα

(Κ.Παλαμάς)

 

Μωρή ζητιάνα γύφτισσα, για πιάσε μου το χέρι,

πες μου κι εμέ τη μοίρα μου, κανείς δε μας κοιτάζει,

μου τρώει γιαγκίνι την καρδιά και το κορμί μαράζι,

κι ο  λογισμός μου τι ποθώ, τι τρέμω, δεν το ξέρει.

Συρτό σαν άγρια μουσική γρικώ το λάλημά σου,

κι είναι γητεύτρα η όψη σου, δοξεύτρα ειν’ η ματιά σου

κι είμαι πρωτάρης ντροπαλός, τσιγγάνα καταλύτρα…

Πάμε ν’ αποτελειώσεις μου της μοίρας τα γραμμένα

στη ρίζα της χοντρής ελιάς που κάνει τη μεσίτρα

σ όλα τα ταίρια, σαν εσέ, κι εμέ, τ’ αφορισμένα.

 

 

Τσιγγάνικο

(Κ.Βάρναλης)

 

 

Βάρα γερά τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!

Κορδέλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσέ ζουρνά σου!

Φλουρί κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλητη χορεύτρα!

Στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιά κι ο κόρφος σου πετάει

Τα μπρούτζινα γιορντάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.

Παίζει το μαύρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,

Και φέρνει ο λάγνος σου χορός την πεθυμιά της νύχτας!

Κρασί ας μη παύσουν τ’ άταχτα μουστάκια μας να στάζουν!

Ε συ πατέρα! Η κόρη σου πόψε το παραμύθι

Θα μου ειπεί το τσιγγάνικο πα’ στο προσκέφαλό μου!

 

 

Το τραγούδι του γύφτου

Αλεξ.Παπαδιαμάντης)

 

Με το βαρειό, με το βαρειό

ξυπνά ο γύφτος το χωριό.

Το χωριό, το χωριό

Τραλαλά, λαρόλαρό

 

Για το σφυρί, για το σφυρί,

τρελαίνεται κι η λυγερή.

Λυγερή, λυγερή,

Τραλαλά, λαρήλαρή.

 

Μες στη φωτιά, μες στη φωτιά,

παίζει ο γύφτος τη ματιά.

Τη ματιά, τη ματιά,

Τραλαλά, λατράλατά.

 

 

Μπρούτζινος γύφτος

(Καρυωτάκης)

 

Μπρούτζινος γύφτος, τραλαλά!

τρελά πηδάει κει πέρα,

χαρούμενος που εδούλευε

τον μπρούντζον όλη μέρα

και που ‘χει τη γυναίκα του

χτήμα του και βασίλειο.

Μπρούτζινος γύφτος, τραλαλά!

Δίνει κλοτσιά στον ήλιο.

 

 https://www.youtube.com/watch?v=QgfwMGhmWxg


Τσιγγάνοι

( Στάθης Γρίβας)

 

Στου κόσμου την απέραντη αγκαλιά

είμαστε εμείς εκείνα τα ελεύθερα πουλιά

που ταξιδιάρικα της μοίρας χελιδόνια

περιπλανιόμαστε όλα μας τα χρόνια,

μέσα στη φτώχια και την καταφρόνια

είτε στον ήλιο ανταμώνουμε, είτε στα χιόνια.

Και η μικρούλα μας ζεστή καρδιά

ζητάει να βρει μια σταλιά παρηγοριά,

στου Κόσμου την αγάπη και συμπόνοια.

Εμείς ενός κατώτερου Θεού σπουργίτια,

χωρίς αυλές, χωράφια, δίχως σπίτια

με τα παιδιά μας, τα σκυλιά μας καραβάνι

περνάμε κάθε τόπο, άστεγοι τσιγγάνοι.

Κι όταν ο ήλιος έχει πια στη Δύση γύρει,

στήνουμε όπου βρεθούμε το φτωχό τσαντίρι.

Και δεν ζητάμε τίποτα άλλο όταν δίπλα μας περνάτε

μια καλημέρα μόνο να λέτε και να μας αγαπάτε.

 

Οι Τσιγγάνοι

(Βασ. Μάργαρης)

 

Πέρα στης εξοχής τη δημοσιά

τι θόρυβος κι ανησυχία ξάφνου εφούντωσε!

Το βουερό ποτάμι είναι των Τσιγγάνων.

ατέλειωτα και σκορπιστά μπουλούκια

με τα βιολιά και τα μπουλούκια τους διαβαίνουν,

ταξιδευτές παντοτινοί μιας θάλασσας.

 

Με τα βιολιά και τα τραγούδια τους σε λίγο

εκεί στο δάσος με τις φλαμουριές θ’ αράξουν.

Γοργά στη μέση απ’ τα τσαντίρια

μια φωτιά θ’ ανάψει.

 

Κι ενώ τριγύρω θα χορεύουν φλογερές Τσιγγάνες

κι άλλοι γλυκά θα τραγουδούν

κι άλλοι θα παίζουν,

δώθε απ’ την πολιτεία

οι μακρινοί τους ήχοι που θα φτάνουν

σα μουσική θ’ ακούγονται ιντερμέτζου

από ‘να δράμα μακρινό, από ‘να δράμα… 

 

 

Η Σάννα

(ΧρυσΖιτσαία)

 

Σάννα! Παράξενος σκοπός, ‘πο μέσα μου ανεβαίνεις

τραγούδι αλαφροφτέρουγο και μοιρολόγι αντάμα.

Με το ρυθμό, με το χορό, με το βουβό το κλάμα

κι από του μύθου τα βαθιά τα μυστικά μου κρένεις.

 

Τσιγγάνας γέννα απόμεινες από σπορά βουνίσια

να σελαγάς τα πρόβατα στο σκάρο αλλοπαρμένη

να σελαγάς τους πόθους σου σε βράδια φεγγαρίσια.

 

Με ποια πλανεύτρα ο κύρης σου μια νύχτα να ‘χει σμίξει;

-Άλλης φυλής κι άλλης σειράς φλέβα ξεχειλισμένη-.

Εκεί στον κακοτράχαλο τον τόπο ορφανεμένη

ποιας  περιπαίχτρας η βουλή μοίρας να σ’ είχε ρίξει;

 

Παίζανε, λέν, τα παγανά στη λαγκαδιά ένα βράδυ

κι αγκάλιασε ο τρελός βοσκός την ξωτικιά την πρώτη.

Κι άλλοι…με κάποια γύφτισσα…ποιος την κρατάει τη νιότη;

κι ο πιστικός σε τράνεψε μαζί με το κοπάδι.

 

Μεγάλωσες και μέστωσες μέσα στην άγρια πλάση

με κεια τα στήθη τα στητά, τ’ αστραφτερό το βλέμμα.

Λαφίνα σ’ άβατο δρυμό, ζωή σ’ άκρατο ρέμα

με τα στοιχειά, με τα νερά, με τα πουλιά στα δάση.

-------------------------------------------------------------

Κι εκεί στην κοίτη την κρυφή, στου λυτρωμού την ώρα

-ω της ακράταγης οργής κι άστοχης μοίρας χέρι- 

της ηπειρώτικης τιμής ν’ αστράψει το μαχαίρι

κι ολάνθιστη να σωριαστείς στη μανιασμένη μπόρα.

 

Στον τόπο εκεί του φονικού-βροντή κι αστροπελέκι-

φύτρωσε λένε μια ροδιά κι ανθίζει και καρπίζει

ρόδια με κόκκινα σπυριά σαν αίμα ν’ αναβλύζει

κι όποιος τα φάει μαγεύεται και στην αγάπη μπλέκει.

 

Οι γύφτοι

(ΔημΣιατόπουλος)

 

Χτες αργά το σούρουπο κάτω στις ελιές

ήρθαν οι τσιγγάνοι- γύφτοι και γυφτόπουλα,

γυφτοκοπελιές, καραβάνι.

Τα τσαντήρια στήσανε κι άναψαν φωτιές

γύρω-γύρω χάμου. Τα τραγούδια αρχίσανε

κι άναψαν καημούς στην καρδιά μου.

Να ‘χα ρούχο γύφτικο, χρώμα μελαψό,

να ‘ρθω στη φυλή σου. Να ρουφώ, γυφτούλα μου,

και να ξεδιψώ το φιλί σου!