Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

Η γυναικοκτονία στην ελληνική λογοτεχνία. Του Γιάννη Λακούτση

 Η γυναικοκτονία στην ελληνική λογοτεχνία

 


Του Γιάννη Λακούτση


Διαβάζοντας κείμενα από την αρχή του εικοστού αιώνα διαπιστώνουμε πόσο βαθιά ριζωμένοι στην κοινωνική αντίληψη είναι οι όροι « έγκλημα πάθους» και «έγκλημα τιμής». Εγκλήματα που στηλιτεύει από πολύ νωρίς και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης στο διήγημά του «Ακόμα;»

« Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού είσουν;» Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε, εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας και του παρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας που τον άδραξε αμέσως. Εβρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας. «Πού είσουν; Πού είσουν;». Κι όσο εκείνη από τρομάρα κ’ έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε κ’ εκατάλαβε η άτυχη πως είταν τώρα το τέλος της. «Έλεος, έλεος» είπε « αμαρτωλή είμαι μα είμαι έγκυα, δικό σου είναι το παιδί, μα το θεό!» Έμεινε ο Κούρκουπος εγίνη κίτρινος, ο λόγος της τον εξαρμάτωνε. Η στιά είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά, όξω ξημέρωνε. Κι ο Θοδόσης που’ χε παραμονέψει εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα κ’είπε«Ακόμα; ακόμα;» Και σαν απάντηση ακούστηκαν φωνές από μέσα. « Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν: «Βοήθεια, βοήθεια!...Α!» Κ’ ύστερα σιωπή. Τότες όμως ανοιχτήκαν τ’ άλλα σπίτια, κ’ εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι, κ’ εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τι τρέχει κι αφοκραστήκαν το πνιμένορουχαλητό που έβγαινε τώρα από μέσα. Ο Θοδόσης τους αποκρίθηκε:«Την εσκότωσε».  ( Κων. Θεοτόκη  Κορφιάτικες ιστορίες – Ακόμα; »).

 

 

                                                            #

Στους «Δεσμώτες» του Άγγελου Τερζάκη ο Γαλάνης σκοτώνει τη γυναίκα που αγαπάει, όταν διαπιστώνει πως εκείνη έχει μόλις συνευρεθεί σεξουαλικά με άλλον άντρα: «Η σκιά του δειλινού είχε πυκνώσει. Το κρεβάτι είταν ανάστατο, στον αέρα έκλωθε ακόμα η ζεστή μυρωδιά της ξαναμμένης σάρκας. Έβγαλε το περίστροφο. Η Εύα άνοιξε τα χέρια της άφωνη. Δεν τη σημάδεψε, την κοίταξε μόνο για λίγο, αφαιρεμένα. Ύστερα τράβηξε. Μια, δυό φορές. Είχε στο νού του μονάχα, έντονη, τη σκέψη της κοιλιάς της, της γυναίκειας, θερμής κοιλιάς που τόσο έχει λαχταρίσει ο βασανισμένος του αντρισμός να γονιμοποιήση(Άγγελου Τερζάκη « ΔΕΣΜΩΤΕΣ»).

                                                                 #

Παρόμοια περίπτωση είναι και εκείνη του Συνταγματάρχη Λιάπκιν. Ο Ρώσος εμιγκρές, ο οποίος είχε σκοτώσει και την πρώτη του γυναίκα στη Ρωσία και το απέκρυψε,  στην ερώτηση της ταραγμένης συνείδησής του«γιατί;», ο Λιάπκιν απαντά: «Γιατί με απάτησε».

« Γιατί σκότωσες τη γυναίκα σου, Νταβίντ Μπορίσιτς;» « Γιατί είχε αγαπητικό, γιατί με απάτησε. Κι εγώ την αγαπούσα… Εκείνο το βράδυ βρήκα τα γράμματα του αγαπητικού της, κρυμμένα σε μια κόχη του κελαριού. Τα βρήκα τυχαία, δεν υποψιαζόμουν τίποτα. Σκοτείνιασαν τα μάτια μου, το μυαλό μου, και την σκότωσα.» ( Μ. Καραγάτση « Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν»).

 

 

                                                         #

Ακόμη άλλο ένα έγκλημα πάθους περιγράφει ο Π.Νιρβάνας στο παρακάτω διήγημα: «Πράγματι είχε αποδειχθή, ότι ο τσαγκάρης, αρραβωνιασμένος με το θύμα του, το είχε παρακολουθήσει, μια νύχτα, ως στο Ψυχικό, όπου αντίκρυσε την αρραβωνιαστικιά του στην αγκαλιά ενός άλλου. Τράβηξε το μαχαίρι και όρμησε καταπάνω του. Εκείνος του ξέφυγε. Εκείνη τον έβρισε με τα χειρότερα λόγια. Τυφλωμένος τότε από το πάθος του και από την αυθάδεια της γυναίκας, τη μαχαίρωσε. (Παύλου Νιρβάνα «Το έγκλημα του Ψυχικού»).

                                                           #

Στο λιγότερο γνωστό χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα «Έρως κωφαλάλου», περιγράφεται η περίπτωση ενός κωφάλαλου άντρα που σκοτώνει μια νέα γυναίκα όταν εκείνη δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του. «Είχεν ατμόν υπό πίεσιν αναρίθμητων ατμοσφαιρίων. Μια ευνοϊκήαποδοχή του έρωτός του, θα εδημιουργούσε την ασφαλιστικήν δικλίδα του δυστυχισμένου αυτού λέβητος. Δεν του εδόθη. Και την εδημιούργησεν ο ίδιος. Έσφαξε την σκληράν του και ησύχασε…Αν είχε τουλάχιστον την ακοήν του, θα ήκουε λόγους παρηγορίας από τους τρίτους ή θα ελάμβανεν εξηγήσεις από την ερωμένην του. Οπωσδήποτε κάποιος θα ευρίσκετο να τον πείση, ότι «ταχ’ αύριον εσετ’ άμεινον». Δύο πράγματα του έμεναν να κάμη. Ή να σκάση ή να σφάξη. Έκαμε το δεύτερον.» ( Παύλου Νιρβάνα « Έρως κωφαλάλου»).

 

 

 

                                                               #

Στα εγκλήματα πάθους η γυναίκα παρουσιάζεται ως ολέθριο θηλυκό και σκοτεινό αντικείμενο άνομου πόθου, όπως στην περίπτωση του καζαντζακικού Καπετάν Μιχάλη: «Τα μάτια του είχαν θολώσει ανάπνεε βαθιά, λαχανιαστά, δεν μπορούσε να μαϊνάρει την καρδιά του, έδωκε ένα σάλτο, στάθηκε στη μέση της κάμαρας, φούχτωσε αργά το μαυρομάνικο. Δεν ανάπνεε πια, ζυγιάστηκε στ’ ακράνυχα, ζύγωσε αλαφροπάτητα, μουλωχτά, άπλωσε το χέρι το ζερβό του, πέταξε πέρα το σεντόνι, έφεξε ο κόρφος της. Το μάτι του ολομεμιάς γυάλισε, μα το μυαλό του απόμεινε μαύρο, κι όλο αίματα. Αναστέναξε η κοιμισμένη, μετακουνήθηκε, θα ‘βλεπε όνειρο καλό, γιατί κάποιο λόγο κρυφό μουρμούρισαν τα χείλια της και χαμογέλασε. Ο καπετάν Μιχάλης έσκυψε στο φώς του καντηλιού έριξε άγρια αναλαμπή το μαχαίρι, έσκισε τον αέρα, κι όλο μεμιάς καρφώθηκε ως τη λαβή στον άσπρο κόρφο… « Ωχ!» μούγκρισε ο άντρας, σείστηκε το κορμί του από τον πόνο, κι ανατράβηξε με ορμή το μαχαίρι, μη δώσει το θάνατο, μα  ταν πια αργά, τα μάτια της Εμινέςείχαν αδειάσει.» (Νικ. Καζαντζάκη « Καπετάν Μιχάλης»). 

                                                                     #

Στον Αλέξη Ζορμπά ο Καζαντζάκης επιμένει στις λεπτομέρειες της βίας καθώς και στην αδυναμία του θύματος να προβάλλει αντίσταση: «Τηστιγμή εκείνη πρόβαλε στο κατώφλι της εκκλησιάς η χήρα, φορούσε μαύρο τσεμπέρι κι έκανε το σταυρό της. « Απάνω της μωρέ, και ντρόπιασε το χωριό μας!»… Μια πέτρα σφύριξε στον αγέρα, την πέτυχε στο κεφάλι, έπεσε το μαύρο τσεμπέρι, ξεχύθηκαν στους ώμους τα μαλλιά… Τα αίματα έτρεχαν τώρα από το κορφοκέφαλό της στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο λαιμό…Η χήρα αναντράνισε, είδε το μαχαίρι από πάνω της, μούγκρισε σα δαμάλα…Σαν αστραπή ο γεροΜαυραντώνηςείχε πέσει απάνω της, την αναποδογύρισε, έστριψε τρείς γύρες στο μπράτσο του τα μαλλιά της και με μια μαχαιριά της πήρε το κεφάλι. (Νικ. Καζαντζάκη « Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»).

                                                             #

Στο μυθιστόρημα της Μάρως  Δούκα, μια αλλοδαπή γυναίκα βρίσκεται νεκρή σε μια παραλία. Πίσω από τον θάνατο της γυναίκας αυτής κρύβονται άνομες σχέσεις, ενός κόσμου που θέλει να φαίνεται άμωμος:

«Προτίμησε να σιωπήσει, άφησε για λίγο το βλέμμα στο στηθάκι της νεκρής, ο λαιμός της μελανιασμένος, τα χείλη της μπλαβά γύρω από την πρησμένη, μαυρισμένη γλώσσα, στίγματα καφετιά στα ωχρά μάγουλά της, κοίταξε τα δάχτυλα των ποδιών της, τα μάτια της ανοιχτά, γυρισμένα προς τα πάνω, ξανακοίταξε επίμονα τα πόδια της ψηλά ως τον αφαλό, « ποιος θα μπορούσε να κάνει το κακό της;» μονολόγησε, καθώς σηκωνόταν, κάνοντας πως τινάζει την άμμο από τα γόνατά του για να κρύψει τη συγκίνηση. « Υπάρχουν τόσοι ψυχανώμαλοι», ευφυολόγησε ο φωτογράφος.» ( Μάρως Δούκα « Αθώοι και φταίχτες»).

                                                        #

Στο έργο «Γκιακ», του Δημοσθένη Παπαμάρκου, ο ήρωας του διηγήματος σκοτώνει έναν συχωριανό του με τον οποίο υπηρετεί μαζί στο μικρασιατικό μέτωπο, όταν διαπιστώνει ότι αυτός είναι ο φονιάς της αδελφής του: « Με το που φτάνουμε στη δικέλλα που στρίβει μια για το χωριό μια για το μοναστήρι, ακούμε που πίσω απ’ τη ράχη έρχονται φωνές. Αρχινάει να γαβγίζει το σκυλί, αρχινάω να τρέχω κι εγώ προς το μέρος, και με το που βγαίνω απάν’ βλέπω τον πατέρα μ’ και τον άλλο τον θείο μ’ που κάθουνται σκυμμένοι, μισοκρυμμένοι πίσω από ένα σκίνο. Τρέχω κι εκεί που τοιμάζομαι να τους τροκιμήξω που χασομεράνε, βλέπω τη Σύρμω. Ξαπλωμένη τ’ ανάσκελο κι είχε το πρόσωπο στα αίματα. Είχε βγάλει ο πατέρα μ’ το σακάκι του και το ’χε ρίξει πάνω στο κορμί της, κι ο θείος μ’ παραδίπλα κράταε στα χέρια του τις δύο κοτσίδες της, κομμένες, να κρέμουνται σαν ψόφιες δραγκολιές… Ξέρεις όμως που είπανε ότι η Σύρμω δεν είχε πέσει να χτυπήσει. Κάποιος την είχε βρείεκεί που πήγαινε και την είχε χαλάσει. Αυτό είναι σίγουρο. Κι όταν την πίστεψε πεθαμένη, έκοψε και τις κοτσίδες της και τις πέταξε στα σκίναπαραδίπλα. Εκεί τις είχε βρει κι ο θείος μ’Ε, λοιπόν, όταν το μαθαπήρα όρκο να τον βρω τον φονιά. Γύρισα στο μέρος που χε απαρατήσειτην αδερφή μ’ κι έπιασα την πέτρα που  χε ακουμπήσει το κεφάλι της κι ορκίστηκα στην πέτρα να τον σκοτώσω και να τον κρύψω, ετσ’ που να μην τόνε βρούνε ούτε τα θηρία. Έτσ’ όπως έκανε κι αυτός στη Σύρμω.» ( Δημοσθένη Παπαμάρκου, « Γκιακ»- Ντο τ’  α  πρες κοτσσίδετε.)

                                                                        #

«Γαλήνη.» Τα γεγονότα του διηγήματος αυτού είναι όλα αληθινά και τα πρόσωπα υπαρκτά. Η δολοφονία είναι αληθινό γεγονός. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ανάβυσσο και έχει ως εξής: Στις 6 Δεκεμβρίου του 1937, η δεκατετράχρονη Καλομοίρα (Μήλια), η Άννα του έργου, κόρη του φύλακα των αλυκών, Κώστα Κορωνιά, ξεκινά μαζί με τον επτάχρονο αδελφό της Βαγγέλη, να μαζέψουν μανιτάρια. Στον ίδιο λόφο μάζευε μανιτάρια και ο Κώστας Χαρίτος (πραγματικό όνομα), πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Επιτέθηκε στην Καλομοίρα με ανήθικους σκοπούς, αυτή αντέδρασε και κάλεσε σε βοήθεια. Ο αδελφός της προσπάθησε να την βοηθήσει. Ο δολοφόνος πάλεψε με τα δύο παιδιά χτυπώντας τα με πέτρα στο κεφάλι και τα άφησε αιμόφυρτα. Η Καλομοίρα, τελικά, υπέκυψε στα τραύματά της, ενώ ο μικρός Βαγγέλης έζησε βαριά τραυματισμένος. Στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ο δολοφόνος συνελήφθη και ομολόγησε το έγκλημά του. Ο Χαρίτος έμεινε στη φυλακή μέχρι την κατάληψη της Ελλάδας από του Γερμανοϊταλούς και επειδή είχε ιταλική υπηκοότητα τον έστειλαν στην Ιταλία. Εκεί χάνονται τα ίχνη του.

«Στάσου!» Μούγκρισε γονατισμένος απάνω της. «Στάσου κατά πως στάθηκες στον άλλον!» Μα οι φωνές της ολοένα γίνονταν πιο δυνατές. Και ο αγώνας να του ξεφύγει, ο αγώνας να την κρατήσει. Βάζοντας όλη τη δύναμή της η Άννα, μια στιγμή, μπόρεσε να μισοσηκωθεί, άρπαξε μια πέτρα με τα χέρια της και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Αυτός τότε, έξω πια απ’ τον εαυτό του, χούφτιασε το χέρι της, το στραμπούληξε και, με την ίδια πέτρα, άρχισε να τη χτυπά με λύσσα στο κεφάλι, να τη χτυπά, να τη χτυπά. Το αίμα της τινάχτηκε και πιτσίλισε το μούτρο του, αυτός ολοένα χτυπούσε, ίσαμε που οι κραυγές της σιγά- σιγά αδυνάτησαν κ’ έγιναν ένας ρόγχος, σαν παράπονο. Τότε λεύτερος πια, με την αντίστασή της νικημένη, ο Χαρίτος γύμνωσε το νέο κορίτσι και το βίασε, και τα μουγκρητά του σκέπασαν το ρόγχο, το παράπονο, που σιγά έσβησε μες τη γαλήνη του λόφου.» ( Ηλία Βενέζη «Γαλήνη»).