Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Τσίγκινο καΐκι ένα μαντρακιώτικο παιχνίδι


Κατά
 τη διάρκεια της ανοιξιάτικης καραντίνας , οι μοναδικές στιγμές ελευθερίας που είχαμε ήταν συνδυασμένες με την αποστολή ενός κωδικού. 

Στην καθημερινή μου διαδρομή προς το σπίτι, περνώ πάντα από το σπίτι του κυρίου Παναγιώτη. Πάντα χαμογελαστός και ευχάριστος άνθρωπος, πάντα χαιρετιόμασταν όταν ήταν στο δρόμο κι έφτιαχνε κάτι. 



Για δυο μέρες  δεν τον είχα δει. Μια μέρα όπως κατευθυνόμουν για το σπίτι μου , άκουσα από ένα παράθυρο υπογείου αλλά επί του δρόμου, ήχους από μαστορέματα . Έσκυψα και με μεγάλη μου έκπληξη είδα τον κύριο Παναγιώτη να φτιάχνει ένα ξύλινο σκαρί . Του εξέφρασα τον θαυμασμό μου γι’ αυτό που κάνει και του είπα πόσο έχουμε ανάγκη τη δημιουργία και πόσο καλό μας κάνει γενικά και ειδικά πόσο ωφέλιμη αναδεικνυόταν η δημιουργία εκείνη την περίοδο . Ο κύριος Παναγιώτης μου εξήγησε το πόση υπομονή, πόση προσοχή και πόσο μεράκι απαιτούσε αυτό που έκανε. Τον ευχαρίστησα και ζήτησα συγγνώμη που τον καθυστέρησα από την εργασία του. Τις επόμενες μέρες πάντα περνούσα και τον χαιρετούσα και έβλεπα την επιμονή αλλά και την ευχαρίστηση που του πρόσφερε η συγκεκριμένη ασχολία.  Μια μέρα σκύβω να τον χαιρετήσω και βλέπω ότι τώρα έφτιαχνε δυο βαρκούλες από λαμαρίνες , για να τις κάνει δώρο σε δυο μικρά αδελφάκια. Αφού για ακόμη μια φορά μου εξήγησε για την κατασκευή του, μου διηγήθηκε και το παιχνίδι που έπαιζαν από μικροί στα Μανδράκια . Η αφήγηση της ιστορίας ήταν τόσο συγκινητική και όμορφη που έπρεπε να μοιραστώ αυτό το συναίσθημα που μου δημιουργήθηκε και με άλλους. 

Έτσι τηλεφώνησα αμέσως στη Ρίνα….

Άκης (Λάζαρος) Γούτος 






Μας υποδέχτηκε ο Παναγιώτης ο Αραπάκης στο εργαστήρι του.

Ένας χώρος μικρός, όμορφα τακτοποιημένος που  χωράει όμως τόση δημιουργία και τόσο μεράκι.

Ευγενικός και καλοσυνάτος όπως πάντα μας μίλησε νοσταλγικά για το παιχνίδι των παιδικών του χρόνων.

Ένα  παιχνίδι αποκλειστικά μαντρακιώτικο όπως μας τόνισε που ξεκίνησε τη δεκαετία του πενήντα όταν ο Άκης Βασιλείου πήρε στα χέρια του ένα μεγάλο κομμάτι τσίγκο που του έφερε ο πατέρας του από τα μεταλλεία.

Μ αυτόν τον τσίγκο έφτιαξε το πρώτο του μεγάλο καΐκι (περίπου 1,5 μέτρο) και  πήγαινε βόλτες τον μικρό Παναγιώτη τραβώντας το από τη στεριά με τα καλοζυγισμένα από σπάγκο ζύγια του.

Η γενιά του αλλά και οι επόμενες συνέχισαν αυτό το παιχνίδι χειμώνα -καλοκαίρι , κατασκευάζοντας τα δικά τους καΐκια από γκαζοτενεκέδες.

Με μια αγωνία μην ξεχάσει κανέναν, ανέφερε ονομαστικά όλα τα παιδιά που το έπαιξαν.

Ο Ανάργυρος ο Φασιλής ήταν ο καλλιτέχνης της εποχής, αφού έφτιαχνε τα ωραιότερα σκαριά.

Τα έσερναν με τους σπάγκους από την στεριά και τα πήγαιναν βόλτες από τα Μαντράκια στα Ευκάλυπτα ή έκαναν το γύρο του Μπιστιού.

Πολλές φορές δημιουργούσαν και ένα σκοπό για το ταξίδι..  – Πάμε να φορτώσουμε ξυλεία παιδιά! -.

Άλλες πάλι δοκίμαζαν την αντοχή τους, συγκρούοντας το ένα με τ΄ άλλο.

Αυτό διήρκησε μέχρι το τέλος περίπου του 1970. 


Ο Γιάννης στα Μαντράκια

Τόσα χρόνια μετά, απο ένα τέτοιο σκαρί έφτιαξε και δώρισε ο Παναγιώτης στον Γιάννη και την Ελένη, παιδιά  του Βασίλη του Σιωρά.

Ο Γιάννης  με χαρά μας έδειξε την πλεύση του σε μια του βόλτα στα Μαντράκια.

 


Ο Παναγιώτης ο Αραπάκης συνεχίζει το δημιουργικό του ταξίδι βάζοντας άλμπουρα, ξάρτια και πανιά σε ξύλινα πλέον καραβόσκαρα.  


Ο Παναγιώτης και ο Γιάννης


Καλοτάξιδα Παναγιώτη.


Ρίνα Λουμουσιώτη