Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΥΤΟΥΝΤΖΗΣ: Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Πέμπτο μέρος.


Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Πέμπτο μέρος.




Δημήτρης Τουτουντζής 

Οι διάδοχοι των Μπαρμπαρόσα.

Οι άμεσοι διάδοχοι των ισχυρών αδερφών ήταν οι υπαρχηγοί τους, που τους είχαν διαλέξει οι ίδιοι και διδάχτηκαν στη σχολή τους. Κανένας από αυτούς δεν έφτασε τους δασκάλους τους, κανένας δεν είχε τη φαντασία του Χαϊρεντίν, ούτε τις μεγάλες διοικητικές ικανότητές του. Η ομάδα τους όμως είχε το ίδιο θάρρος και έκαναν μεγαλύτερες ζημιές στο ευρωπαϊκό εμπόριο.

    Πρώτος ήταν ο Ντραγκούτ, γεννημένος σε χωριό απέναντι από τη Ρόδο. Ήταν ένας από τους σπάνιους ηγέτες του τουρκικού ναυτικού που είχε γεννηθεί μουσουλμάνος. Οι γονείς του ήταν χωρικοί, καθώς όμως αυτή η ταπεινή και κουραστική ζωή δεν ταίριαζε καθόλου στη ρωμαλέα και φιλόδοξη μεγαλοφυΐα του νεαρού Ντραγκούτ, τόσκασε σε ηλικία δώδεκα χρονών, έφτασε στην ακτή, μπάρκαρε σ’ ένα τούρκικο πολεμικό και σύντομα απέκτησε τη φήμη καλού πιλότου και εξαιρετικού κανονιέρη. Σε λίγο καιρό απέκτησε μια γαλιότα και μ’ αυτή έκανε στην Ανατολή επιδρομές, που κάθε μια τους ήταν και μια επιτυχία.

    Η φήμη των κατορθωμάτων του δεν άργησε να φτάσει στ’ αυτιά του Χαϊρεντίν, που ικανός καθώς ήταν να κρίνει το ταλέντο με την πρώτη ματιά, κάλεσε τον Ντραγκούτ να πάει στο Αλγέρι, τον έκανε διοικητή σε δώδεκα γαλέρες και τον έστειλε να αλωνίσει τη θάλασσα για λογαριασμό του και για λογαριασμό του ίδιου. Από τότε δεν πέρασε καλοκαίρι χωρίς να λεηλατήσει τις ακτές της Νάπολης και της Σικελίας και δεν ανέχθηκε ποτέ να τολμήσουν χριστιανικά καράβια να περάσουν ανάμεσα στην Ισπανία και την Ιταλία, γιατί κάθε φορά που το επιχειρούσαν, κατόρθωνε να τα πιάνει στο δρόμο. Όταν του ξέφευγε η λεία του, αποζημιωνόταν κάνοντας επιθέσεις στις ακτές, λεηλατώντας τα χωριά και τις πόλεις και σέρνοντας πλήθη κατοίκους στη σκλαβιά.


    Με τον καιρό οι επιτυχίες του έγιναν τόσο ανυπόφορες στον Κάρολο  Ε΄, ώστε στα 1540, ο αυτοκράτορας έστειλε ειδική διαταγή στον Ντόρια, που είχε τότε το πρόσταγμα της γενικής καταδίωξης όλων των πειρατών, όπως είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, να τον νικήσει και να προσπαθήσει με κάθε μέσο να καθαρίσει τις θάλασσες από μια τόσο ανυπόφορη πληγή. Ο ναύαρχος μεταβίβασε τη διαταγή στον αγαπημένο ανιψιό του Τζιανεττίνο Ντόρια, που άρχισε να καταδιώκει τον Ντραγκούτ και τον αιφνιδίασε στις ακτές της Κορσικής, ενώ το πλήρωμά του και αυτός συζητούσαν για το μοίρασμα των λαφύρων τους.

    Για πρώτη φορά αιφνιδιάστηκε ο πειρατής και ύστερα από ένα άγριο αλλά απελπιστικά άνισο αγώνα, αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ο νεαρός Ντόρια χάρισε τον αιχμάλωτο στο θείο του, και ο Ντραγκούτ πέρασε τα τέσσερα επόμενα χρόνια αλυσοδεμένος στον πάγκο της ίδιας της γαλέρας του.

    Ο Ντραγκούτ πέτυχε την απελευθέρωσή του την εποχή της συμμαχίας με τη Γαλλία, όταν ο αρχηγός του (Χαϊρεντίν) βρισκόταν αγκυροβολημένος στον κόλπο της Τουλών. Ο Ζαν Παριζό ντε λα Βαλέτ, που έγινε αργότερα Μεγάλος Μάγιστρος των Ιπποτών της Μάλτας (από το όνομά του η πρωτεύουσας της Μάλτας, ονομάσθηκε Βαλέτα), σε μια επίσκεψη που έκανε στον Αντρέα Ντόρια, ξεχώρισε το φημισμένο κουρσάρο ανάμεσα στους άλλους σκλάβους της γαλέρας. Ο Λα Βαλέτ είχε τραβήξει ο ίδιος κουπί σαν

2



αιχμάλωτος σε ένα από τα καράβια του Μπαρμπαρόσα και γνώριζε εξ όψεως τον πιο διαλεχτό από τους υπαρχηγούς του κουρσάρου. Ήταν σε θέση να εκτιμήσει από την ίδια του την πείρα, τη θλιβερή κατάπτωση του άλλου. Ήταν ακόμα καλόκαρδος και ευγενικός άνθρωπος, πραγματικός ιππότης της παλιάς σχολής.

    «Σινιόρ Ντραγκούτ», είπε στον αιχμάλωτο αντί χαιρετισμού. «Αυτός είναι ο νόμος του πολέμου». «Η τύχη γύρισε», απάντησε ο αρχηγός των κουρσάρων.

    Ο χριστιανός ανέλαβε να κάνει διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Ντόρια και τον Χαϊρεντίν και τελικά ο Ντραγκούτ μπόρεσε να απελευθερωθεί πληρώνοντας τρεις χιλιάδες κορώνες λύτρα. Γι’ αυτή την αγοραπωλησία όλη η χριστιανοσύνη και ο ναύαρχος μετάνιωσαν πολλές φορές. Οι συμφωνίες αυτού του είδους δεν ήταν σπάνιες ακόμα και στο αποκορύφωμα της αγανάκτησης εναντίον των Μπερμπερίνων. Από τη μια μεριά οφείλονταν στην πλεονεξία, γιατί ένας πλούσιος άνθρωπος με φίλους μπορούσε να αποδώσει περισσότερα ζωντανός παρά πεθαμένος, και από την άλλη στο φόβο των αντιποίνων του αντιπάλου. Ακόμα και στη διάρκεια του επόμενου αιώνα, ενώ όλες οι ερμηνείες συμφωνούσαν χαρακτηρίζοντας τους πειρατές και τους κουρσάρους σαν κοινούς ληστές και όλα τα δυτικά έθνη πάσχιζαν να φτιάξουν μια αποτελεσματική οργάνωση για να τους καταστρέψουν, η πολιτική απαιτούσε να αναγνωρίζεται το σύστημα των λύτρων.

    Η επιστροφή του Ντραγκούτ στην αρχηγία συνέπεσε με την αναχώρηση του Χαϊρεντίν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ντραγκούτ τοποθετήθηκε επικεφαλής όλων των καραβιών του Μπαρμπαρόσα στη Δυτική Μεσόγειο και σύντομα απέκτησε, στα έργα ενός Τούρκου ιστορικού γεμάτου θαυμασμό, τον τίτλο του «απειλητικού σπαθιού του Ισλάμ». Φαινόταν πως το έμφυτο θάρρος του δεν υποχωρούσε μπροστά σε κανένα κίνδυνο. Κυρίευσε μια γαλέρα της Μάλτας, όπου βρήκε εβδομήντα χιλιάδες δουκάτα, που προορίζονταν για την ανοικοδόμηση των οχυρών της Τριπολίτιδας, που βρισκόταν τότε στα χέρια των Ιπποτών. Σπάνιοι είναι οι κουρσάροι που τόλμησαν να επιτεθούν κατά μέτωπο στο γενναίο αδελφάτο των Ιωαννιτών. Όταν διαπίστωσε πως το Αλγέρι δεν ήταν πια κατάλληλη βάση, αναζήτησε μια άλλη σε καλύτερη θέση και έκανε επίθεση στο νησί Ντζέρμπα, στ’ ανοιχτά της ακτής του Τουνεζιού και απέναντι στη Μάλτα. Το νησί αυτό για διακόσια χρόνια ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Ντόρια. Ο ναύαρχος φυσικά στενοχωρήθηκε, το νησί όμως έμεινε στα χέρια του Ντραγκούτ, που το οχύρωσε τόσο καλά ώστε το έκανε ένα από τα πιο απροσπέλαστα λημέρια που προστάτεψαν ποτέ πειρατή. Άρπαξε ακόμα, με μια μόνη επιδρομή, τη Σους, το Σφαξ και το Μοναστίρ, όλα λιμάνια στην ακτή του Τουνεζιού, που μόλις το περασμένο καλοκαίρι τα είχε ξαναπάρει ο Ντόρια για λογαριασμό της Ισπανίας. Τελικά ο Ντραγκούτ κυρίευσε με πανουργία το τουνέζικο λιμάνι Μαχντύια ή Αφρική, όπως το ονομάζουν πάντα οι χριστιανοί συγγραφείς του Μεσαίωνα.

    Για μια ακόμα φορά ο αυτοκράτορας, αγαναχτισμένος, υποχρεώθηκε να δράσει. Είχε δει τους Μαυριτανούς οχυρωμένους  στην ακτή του Τουνεζιού ύστερα από τόσους κόπους και έξοδα που είχε υποχρεωθεί να κάνει για να την πάρει και να την οχυρώσει. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το ανεχθεί η ισπανική υπερηφάνεια. Τον Ιούνιο του 1550 στάλθηκε μια αποστολή στη Μαχντύια, και αυτή τη φορά κάτω από την αρχηγία του γέρου ναυάρχου Ντόρια. Έφτασε εκεί ενώ ο Ντραγκούτ έκανε την καλοκαιριάτικη επιδρομή του στον κόλπο της Γένοβας, πατρίδας του Ντόρια, και ο

3



ανιψιός του Χισάρ Ρέϊς διοικούσε το οχυρό. Ο Χισάρ άντεξε σε μια μακρόχρονη πολιορκία, περιμένοντας το γυρισμό του Ντραγκούτ με ενισχύσεις, μια ρωμαλέα όμως επίθεση των Ισπανών στις 8 Σεπτεμβρίου έδιωξε τους υπερασπιστές από την πόλη.

    Ο Ντραγκούτ έλαβε την είδηση και κατέφυγε στη Ντζέμπρα. Υπολογίζοντας πως δε θα τον ενοχλούσε κανείς, είχε βγάλει τις γαλέρες του στην ξηρά, στην ακτή της εσωτερικής λίμνης του νησιού, για να τις καλαφατίσει, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά ό στόλος του Ντόρια μπροστά στο στενό πέρασμα που οδηγούσε στη λίμνη και απέκλεισε κυριολεκτικά τον κουρσάρο.

    Ο Ντόρια έστειλε αμέσως μαντατοφόρους στη Μαδρίτη και στις άλλες πρωτεύουσες για να αναγγείλει το θρίαμβό του, και ύστερα οργάνωσε αποκλεισμό για να περιμένει στην είσοδο της παγίδας την έξοδο της αλεπούς. Περίμενε πολύ χωρίς να φανεί το κυνήγι. Τελικά ο Ντόρια διακινδύνευσε και μπήκε στο στενό πέρασμα, όταν όμως έφτασε στη λίμνη, διαπίστωσε πως η αλεπού είχε εξαφανιστεί.

    Η εξήγηση αυτής της εξαφάνισης είναι πολύ απλή. Ο Ντραγκούτ είχε συγκεντρώσει δύο χιλιάδες χωρικούς του νησιού και τους έβαλε να δουλέψουν με τα πληρώματα και τους σκλάβους  του για να σκάψουν από την άλλη μεριά του νησιού μια διώρυγα, από όπου να συρθούν τα καράβια στη θάλασσα. Ενώ ο Ντόρια εξακολουθούσε την επιτήρησή του, ο Ντραγκούτ συνέχισε το ταξίδι του που είχε διακόψει και έπιασε μια γαλέρα που ερχόταν από τη Γένοβα και πήγαινε στη Ντζέρμπα, για να φέρει ενισχύσεις στον Ισπανό ναύαρχο.

    Ο Ντραγκούτ έζησε ακόμα δεκαπέντε χρόνια. Αυτή η περίοδος άρχισε και τελείωσε με δύο λυσσασμένες απόπειρες που έκανε ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης για να διώξει από τη Μεσόγειο, τους παλιούς και ασυμφιλίωτους εχθρούς του, τους Ιωαννίτες Ιππότες της Μάλτας. Ο Ντραγκούτ, ελπίζοντας να κανονίσει τους παλιούς του λογαριασμούς, πήρε σημαντικό μέρος και στις δύο αυτές εκστρατείες. Απέτυχαν όμως και οι δύο και ο Ντραγκούτ σκοτώθηκε στη δεύτερη. 

    Η αριστοκρατική αδελφότητα των φιλόξενων Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ είχε ιδρυθεί στην πρώτη σταυροφορία. Εγκατέστησε την έδρα της στην Αγία Πόλη, όπου τα μέλη της περιποιούνταν τους αρρώστους με αφοσίωση και πολεμούσαν τους απίστους με θάρρος, ως την ημέρα που διώχτηκαν από το Σαλαντίν στα 1291.

    Αφού περιπλανήθηκαν πολλά χρόνια αναζητώντας καινούργια κατοικία, οι Ιππότες ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις δυνάμεις ενός φημισμένου Γενοβέζου πειρατή, του Βινιόλο ντι Βινιόλι, και μ’ αυτόν κατέκτησαν τα Ρόδο. Έχτισαν εκεί μια σειρά ογκώδη οχυρώματα, που πίσω τους ήταν ασφαλισμένοι και από τις πιο βίαιες επιθέσεις που μπορεί κανείς να φανταστεί. Ήταν οι αρχή της δεύτερης εποχής της τόσο ποικίλης, όσο και γενναίας ιστορίας τους.

    Στη Ρόδο συνδυάσανε με επιτυχία τα δύο επαγγέλματα, του εμπόρου και του πειρατή. Το νησί τους βρισκόταν στο δρόμο όλων των καραβιών που μετέφεραν εμπορεύματα ανάμεσα στην Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη και στα κυριότερα λιμάνια της Ανατολής Μεσογείου.  Η μεταφορά των σκλάβων ήταν ο σημαντικότερος κλάδος τους, δεν περιφρονούσαν όμως τις ευκαιρίες που τους δίνονταν όταν περνούσαν τούρκικα και βενετσιάνικα καράβια μπροστά από το νησί τους. Κάθε στιγμή όλα τα ευρωπαϊκά έθνη είτε παραπονιόνταν για τις υπερβασίες τους, είτε εκλιπαρούσαν τη βοήθειά τους.

    Οι Τούρκοι έκαναν πολλές απόπειρες για να τους βγάλουν από το λημέρι τους,

4



αποκρούσθηκαν όμως κάθε φορά, ώσπου στα 1522 ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής πολιόρκησε το νησί με τόσο τέλειο τρόπο, ώστε ύστερα από μια πολιορκία έξη μηνών, όσοι ζούσαν ακόμα, πεινασμένοι και τσακισμένοι, υποχρεώθηκαν να κάνουν μια έντιμη συνθηκολόγηση. Διωγμένοι από τη Ρόδο, άρχισαν να πλανιούνται, πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, ενώ η Μεγάλη Πύλη είχε εξασφαλίσει μια αδιαμφισβήτητη ηγεμονία στο ανατολικό μισό της Μεσογείου και οι αδερφοί Μπαρμπαρόσα φοβέριζαν να αποκτήσουν την ίδια ηγεμονία στο δυτικό μισό.

    Το επόμενο άσυλό τους στάθηκε η Μάλτα, που τους την παραχώρησε στα 1530 ο Κάρολος Ε΄ μαζί με τη γειτονική πόλη Τρίπολη. Στην αρχή ο αυτοκράτορας δεν ένιωθε ούτε γενναιοδωρία ούτε χριστιανική συμπόνια για τους άστεγους. Η Μάλτα και η Τρίπολη δεν είχαν μεγάλη αξία αυτές καθαυτές, ήταν όμως σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας για τη φρούρηση των γύρω πελάγων εναντίον των Τούρκων και των κουρσάρων. Η Αυτού καθολική Μεγαλειότητα υπολόγισε πως οι Ιππότες, έχοντας χάσει όλα τους τα αγαθά, θα ήταν ευτυχισμένοι αν μπορούσαν να κερδίζουν τη ζωή τους σαν βοηθοί των Ισπανών στο έργο της φρούρησης της ανοιχτής θάλασσας.

    Οι Ιππότες πήραν τα καινούργια καθήκοντά τους στα σοβαρά. Για μια ακόμα φορά έχτισαν ασυνήθιστα μεγάλα οχυρωματικά έργα και έριξαν στη θάλασσα γαλέρες που έγιναν ο τρόμος όλων των μουσουλμανικών καραβιών, ακόμα και των πειρατικών. Οι επιτυχίες τους έγιναν παροιμιώδεις και τα μεγαλύτερα τουρκικά καράβια είχαν λίγες πιθανότητες να νικήσουν απέναντι σε ισάριθμες μαλτέζικες γαλέρες. Αν οι Ιππότες κατόρθωναν να αποκτήσουν αρκετό αριθμό καραβιών, πιθανότατα οι Τούρκοι θα είχαν διωχτεί από τη Μεσόγειο. Ο στόλος τους όμως αποτελούνταν συνολικά από εφτά μεγάλες γαλέρες, που οι έξη από αυτές ήταν βαμμένες ζωηρό κόκκινο και η γαλέρα του αρχηγού τους κατάμαυρη. Οι γαλέρες αυτές ήταν εξαιρετικές, είχαν μουσουλμάνους σκλάβους για κωπηλάτες και ισχυρό εξοπλισμό. Έτσι για πολλά χρόνια οι Ιωαννίτες Ιππότες ζούσαν από τη λεηλασία των εχθρών της πίστης και η ζωή τους ήταν αφιερωμένη στην αγνότητα, στην πίστη και στην ελεημοσύνη.

    Η πρώτη από τις δύο απόπειρες που έκαναν οι μουσουλμάνοι για να πάρουν τη Μάλτα απέτυχε. Ο στόλος τους, με αρχηγό το Σινάν και υπαρχηγό τον Ντραγκούτ, πλησίασε στα τείχη του κάστρου, όταν ο Εβραίος, αφού έκανε μιαν αναγνώριση της άμυνας και αντάλλαξε μερικές ομοβροντίες, δήλωσε πως το οχυρό ήταν απόρθητο και τράβηξε προς νότο, για την Τρίπολη. Αυτό το δευτερεύουσας σημασίας οχυρό είχε μόνο τετρακόσιους άντρες για φρουρά, που τους εκμηδένισε γρήγορα ο Σινάν με τους έξη χιλιάδες Τούρκους του. Ύστερα ανοίχτηκε στο πέλαγος, αφού είχε κάνει μεγαλύτερες ζημιές στους ομοθρήσκους του παρά στον εχθρό.

   Η κυριότερη προσπάθεια των Μουσουλμάνων έγινε στα 1565. Ο σουλτάνος έστειλε σημαντικό στόλο από 185 καράβια, που από αυτά πάνω από τα εκατό ήταν βασιλικές γαλέρες, με περισσότερους από τριάντα χιλιάδες μαχητές κάτω από τις διαταγές του Πιαλί Πασά, ενός Κροάτη, που ανήκε και αυτός στο μακρύ κατάλογο εκείνων που λιποτάχτησαν από το Σταυρό και τάχθηκαν με την Ημισέληνο. Ο Ντραγκούτ τον συνάντησε στη Μάλτα με μια μοίρα αλγερινές πολεμικές γαλέρες.

    Η εκστρατεία χρειάστηκε πολύχρονη προετοιμασία και οι ιππότες πήραν αρκετές προειδοποιήσεις, που τους επέτρεψαν να απευθύνουν στην Ευρώπη επείγουσες εκκλήσεις για βοήθεια. Το Τάγμα στάθηκε τυχερό που είχε για Μεγάλο Μάγιστρο, την

5



ώρα του μεγαλύτερου κινδύνου, έναν άνθρωπο με ασύγκριτη σοφία και παληκαριά, τον Ζαν ντε λα Βαλέτ, εβδομήντα χρόνων τότε, που είχε περάσει όλη τη ζωή του στο Τάγμα και ήταν ένας από τους υπερασπιστές της Ρόδου, τριάντα τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ο Λα Βαλέτ ήταν ο πιο έμπειρος κυνηγός πειρατών που υπήρξε ποτέ, είχε ζήσει ένα χρόνο αλυσοδεμένος στο κουπί, σε μια από τις γαλέρες του Μπαρμπαρόσα, γνώριζε όλους τους αρχηγούς των κουρσάρων εξ όψεως και τους περισσότερους από αυτούς προσωπικά Αυτός είχε μεσιτέψει στον Ντόρια, κάπου είκοσι χρόνια νωρίτερα, για τα λύτρα του ίδιου του Ντραγκούτ, που ετοιμαζόταν τώρα να κάνει ντισμπάρκο με τους φοβερούς Μπαρμπερίνους, ελπίζοντας να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας των Σταυροφοριών με το αίμα των κληρονόμων των Σταυροφόρων.

    Αυτή ήταν μια από τις μεγάλες πολιορκίες της ιστορίας. Έξη ολόκληρους μήνες οι Τούρκοι έφτιαχναν λαγούμια, γκρέμιζαν τα τείχη και έριχναν τις ορδές των πιστών τους, που δεν φοβούνταν το θάνατο, στην επίθεση. Έξη ολόκληρους μήνες οι υπερασπιστές, μ’ όλο που αντιμετώπιζαν πολύ πιο πολυάριθμο εχθρό, έκαναν λυσσασμένα κόντρα γιουρούσια και πολεμούσαν με το θάρρος της απελπισίας κάθε φορά που ο εχθρός κατόρθωνε να εισχωρήσει στις αμυντικές τους γραμμές. Το αποτέλεσμα φαινόταν να εξαρτιέται μόνο από την άφιξη των Ισπανών. Το καλοκαίρι περνούσε και οι Ισπανοί καθυστερούσαν ακόμα, όπως καθυστερούσαν πάντοτε ώσπου κατόρθωσαν να χάσουν τη μισή υφήλιο. Έτσι φαινόταν πως το τέλος ήταν αναπόφευκτο. Οι Ιππότες δεν μπορούσαν να κρατήσουν πια και η βοήθεια που τους είχαν τάξει δεν έφθανε.

    Οι Ισπανοί δεν έφθασαν παρά όταν όλα είχαν τελειώσει, και ωστόσο έσωσαν τη Μάλτα. Αυτό έγινε γιατί, κάποια μέρα, ενώ όσοι είχαν απομείνει από τους Ιππότες, πεινασμένοι και λαβωμένοι, δεν άντεχαν άλλο, οι Τούρκοι έμαθαν πως είχε ξεκινήσει η βοήθεια από την Ισπανία. Στη μέση της επίθεσης δημιουργήθηκε πανικός. Οι Τούρκοι όρμησαν στα καράβια τους και ανοίχτηκαν βιαστικά μακριά από το νησί. Η μεγάλη πολιορκία είχε τελειώσει και οι Ιππότες της Μάλτας είχαν γίνει αθάνατοι. Η ανάμνηση του Μεγάλου Μάγιστρου ζει ακόμα και σήμερα στο όνομα της πρωτεύουσας του νησιού που υπεράσπισε με τόση παληκαριά: της πόλης Βαλέτα.

    Ανάμεσα στους χιλιάδες άντρες που πέθαναν στη διάρκεια της πολιορκίας, τελευταίος σκοτώθηκε ο Ντραγκούτ, που συνέχισε τον αγώνα με τούς Αλγερινούς του, ενώ το βασικό σώμα των Τούρκων έφευγε πανικόβλητο, τρομαγμένο από μια ψεύτικη είδηση.

    Όπως ο Ντραγκούτ αντιπροσώπευε επάξια τους Μπαρμπερίνους  κουρσάρους στην πιο λαμπρή πολιορκία του 16ου αιώνα, έτσι και ο διάδοχός του είχε το προνόμιο να αντιπροσωπεύσει αυτή την παληκαρίσια ράτσα έξη χρόνια αργότερα στη μεγαλύτερη ναυμαχία του αιώνα, σε μια από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες της παγκόσμιας ιστορίας, σε μια από τις ναυμαχίες της ιστορίας που είχαν αποφασιστικές συνέπειες.

    Στη διάρκεια των έξη αυτών χρόνων, μ’ όλο που το γόητρο των Τούρκων μειώθηκε στη Μάλτα, το οθωμανικό ναυτικό ήταν ακόμα τρομερό, και όσο κρατούσε τη θάλασσα, κάθε απόπειρα να τσακιστεί η οργάνωση των Αλγερινών, δεν μπορούσε να καταλήξει παρά σε μερική επιτυχία. Στο διάστημα ανάμεσα στην πολιορκία της Μάλτας και στη ναυμαχία της Ναυπάκτου ο Ουλούζ Αλί, γνωστός στους χριστιανούς με το όνομα Οτσιαλί, κυριάρχησε στη θάλασσα με την ίδια άνεση, όπως και οι προκάτοχοί του. Ο αρχικός σκοπός του Οτσιαλί ήταν να γίνει καθολικός παπάς, οι σπουδές του όμως διακόπηκαν από μια επιδρομή πειρατών, που τον άρπαξαν για σκλάβο από την πατρίδα

6



του, το Καστέλι της Καλαβρίας. Ο Οτσιαλί ασπάσθηκε το μωαμεθανισμό και το γεγονός αυτό, μαζί με την έντονη προσωπικότητά του και τις ικανότητές του στη θάλασσα, τον βοήθησαν να περάσει γρήγορα από τον πάγκο των κωπηλατών στη γέφυρα. Η πρόοδός του σύντομα του εξασφάλισε τη διοίκηση του καραβιού, όπου υπηρετούσε. Για πολλά χρόνια υπηρέτησε κάτω από τις διαταγές του Ντραγκούτ, που του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Μάλτας και οι υπηρεσίες του σ’ αυτή τη δύσκολη περίσταση προκάλεσαν στην προσοχή του Τούρκου σουλτάνου, που τον διόρισε Μπεϊλερμπέη (διοικητή) του Αλγεριού στη θέση του Χασάν, γιου του Χαϊρεντίν. Ο Χασάν, διοικητής με μεγάλη πείρα είχε εγκαταλείψει τη ναυτική παράδοση των Αλγερινών πασάδων και προτιμούσε να μένει μακριά από τη θάλασσα, σύμφωνα με την πιο χαρακτηριστική συνήθεια των Μουσουλμάνων. Ο Οτσιαλί, ακολουθώντας το παλιό παράδειγμα των Μπαρμπαρόσα, ανοιγόταν στη θάλασσα και έμενε σ’ αυτή όσο του επέτρεπε ο καιρός. Αμέσως μετά το διορισμό του, έκανε το πρώτο του κατόρθωμα, ξαναπαίρνοντας το Τούνεζι (χωρίς όμως τη Λα Γκουλέτ) για το Σελήμ  Β΄, που στα 1566 είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή.

    Μια μέρα Ιουλίου του 1570, λίγο έλειψε να σβήσει την κηλίδα της αποτυχίας της Μάλτας. Ενώ αρμένιζε κοντά στις ακτές της Σικελίας, έπεσε ξαφνικά πάνω σε τέσσερις από τις μεγάλες γαλέρες των Ιπποτών. Χαρούμενος γι’ αυτή τη συνάντηση, ο Οτσιαλί έδωσε αμέσως τη διαταγή της επίθεσης. Ύστερα από μια σκληρή μάχη, αιχμαλώτισε τρεις γαλέρες, ανάμεσα σ’ αυτές και τη γαλέρα ναυαρχίδα. Ο Σαίν Κλεμάν, ο αρχηγός των Ιπποτών, έδωσε διαταγή να την εγκαταλείψουν, ενώ ο ίδιος τόσκασε στο Μοντιτσιάριο, στην ακτή, με το θησαυρό του. Εξήντα ιππότες και αδελφοί που υπηρετούσαν στο Τάγμα σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.

    Οι περήφανοι Ιππότες ένιωσαν βαθειά ταπείνωση. Όταν ο Σαίν Κλεμάν γύρισε στη Μάλτα, κινδύνευσε να λυντσαριστεί από τον όχλο και μόνο η επέμβαση του Μεγάλου Μάγιστρου τον γλύτωσε. Δικάστηκε τότε από το πολιτικό δικαστήριο, καταδικάστηκε σε θάνατο και στραγγαλίσθηκε στο κελί του. Το κουφάρι του το έβαλαν σ’ ένα σάκο και το πέταξαν στη θάλασσα. Η αποτυχία , και ακόμα περισσότερο η δειλία, δεν ήταν ανεκτές, ούτε συγχωρήθηκαν ποτέ από τους ιππότες.

    Ο επόμενος αντικειμενικός σκοπός του Οτσιαλί ήταν η Κύπρος. Αυτό το νησί ανήκε στη Βενετία και η κυριότερη απασχόληση των κατοίκων του ήταν η πειρατεία. Αυτές οι πράξεις δεν εγκρίνονταν από τον Οτσιαλί. Η Κύπρος ήταν η βάση των χριστιανών πειρατών που λαφυραγωγούσαν τις ακτές της Συρίας. Η θέση της την έκανε απαράμιλλη βάση για τον πόλεμο στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και κατάλληλο σταθμό για τα στρατεύματα και τον ανεφοδιασμό τους. Ύστερα από σαράντα οκτώ ημερών πολιορκία, η Λευκωσία η πρωτεύουσα του νησιού, έπεσε και ο Οτσιαλί έσπευσε να γυρίσει στην Κρήτη καταστρέφοντας όλες τις πόλεις και τα χωριά του νησιού ενώ κατευθυνόταν για την Αδριατική.

    Τον επόμενο Αύγουστο ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Κύπρου και στα τέλη Σεπτεμβρίου ο κουρσάρος, αφού ενώθηκε με τη βασική δύναμη του τουρκικού στόλου που διοικούσε ο Αλί πασάς, ο διάδοχος του Πιαλί, άραξε στον Κορινθιακό κόλπο, χωρίς να βάζει στο νου του πως σε λιγότερο από δεκαπέντε μέρες θα έπαιρνε μέρος στον τελευταίο μεγάλο αγώνα της ναυτικής ιστορίας του Ισλάμ.

    Η άλωση της Κύπρου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στη φαντασία της χριστιανοσύνης

7



από όλες τις άλλες επιθέσεις των κουρσάρων. Η Βενετία δεν είχε πάντα καλές σχέσεις με τις άλλες χριστιανικές δυνάμεις, αυτή τη φορά όμως οι άλλες δυνάμεις ανταποκρίθηκαν στους θρήνους της με σπάνια ομοφωνία και έτρεξαν όλες για να δώσουν στους Τούρκους ένα μάθημα που δε θα το ξεχνούσαν ποτέ. Ο Πάπας Πίος  Ε΄ ανέλαβε την πνευματική ηγεσία του αγώνα και κάλεσε όλους τους χριστιανούς να ενωθούν μαζί του για να βοηθήσουν μια ιταλική πολιτεία, που για πολλούς αιώνες είχε εξοργίσει περισσότερο από όλες τις άλλες την Αγία Έδρα. Η περιπλανώμενη ιπποσύνη της Ευρώπης έσπευσε να συγκεντρωθεί στην Ιταλία. Ακόμα και από την Αγγλία, που η βασίλισσά της είχε αφοριστεί από τον πάπα τον περασμένο χρόνο, έφθασε ο γενναίος διαμαρτυρόμενος ναυτικός Σερ Ρίτσαρντ Γκρήνβιλ. Η επίσημη βοήθεια των κρατών δόθηκε με λιγότερο ενθουσιασμό. Μόνο η Ισπανία έστειλε ένα μεγάλο στόλο, με αρχηγό τον Τζιοβάνι Αντρέα Ντόρια, ανιψιό του μακαρίτη ναυάρχου. Η ανώτατη αρχηγία δόθηκε στον Δον Χουάν τον Αυστριακό, το γιό του Καρόλου Ε΄ και της ωραίας Βαρβάρας Μπλόμπεργκ από την Αυστρία, γι’ αυτό ονομάστηκε Αυστριακός, που ήταν τότε είκοσι τεσσάρων χρονών και στάθηκε ο ποιο ρομαντικός από όλους τους περιπλανώμενους ιππότες του 16ου αιώνα. Ανάμεσα στα ταπεινά μέλη του επιτελείου του βρισκόταν ο Μιγκουέλ ντε Θερβάντες, που θα έδιωχνε σύντομα από τον κόσμο την περιπλανώμενη ιπποσύνη μέσα σε παταγώδη γέλια με το διήγημά του.

    Ωστόσο, όσο ισχυρή και αν ήταν η δύναμη αυτή πραγματοποίησε την καταδίωξή της με πολύ μεγάλη προσοχή, γιατί φοβόταν μήπως της ξεφύγει ο Οτσιαλί και πάει να λεηλατήσει τις ακτές της Ιταλίας στα μετόπισθέν της, ενώ αυτή θα παρακολουθούσε το στόλο του Αλί πασά..

    Όταν έμαθαν πως ο χριστιανικός στόλος είχε επιτέλους ανοιχτεί στη θάλασσα, οι Τούρκοι ναύαρχοι τράβηξαν το στόλο τους κοντά στο βάθος του κόλπου και αγκυροβόλησαν στο στενό της Ναυπάκτου. Μ’ όλο που ξεπερνούσαν σε αριθμό τα καράβια των συμμάχων, οι Τούρκοι ήταν κατώτεροι, γιατί ο εξοπλισμός τους είχε παλιώσει. Οι στρατιώτες τους χρησιμοποιούσαν ακόμα σε μεγάλο ποσοστό τόξα και σαΐτες, ενώ οι χριστιανοί τα είχαν αντικαταστήσει με πιο σύγχρονα πυροβόλα όπλα. Και το πυροβολικό των Τούρκων ήταν ξεπερασμένου τύπου.

   

(Τέλος πέμπτου μέρους).