Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

Τι έγιναν οι νικημένοι;
Ποιος σκέφτηκε ποτέ γι' αυτούς,
ποιος μας σκέφτηκε;
Αδελφή Ισπανία, μόνη μες στον ήλιο σου
μαύρο και πυρωμένο σαν το θάνατο
που λίγοι πια τον βλέπουν, τον θυμούνται.
Αδέρφια σκοτωμένα, νικημένα αδέρφια μου
πού πήγατε, πώς σκορπίσατε;
Άλλοι νεκροί, χωρίς τάφο, χωρίς πλάκα
παράνομοι ακόμα και στο θάνατο.
Άλλοι χαμένοι στις απέραντες πόλεις
στα στενάχωρα σπίτια, ανυπόταχτοι και μονάχοι
με ξεχασμένο το επαναστατικό ψευδώνυμο.
Άλλοι ακόμα στη φυλακή
χτυπώντας όλο πιο κουρασμένα τις πέτρες
περιμένοντας μιαν απάντηση, λησμονημένοι απ' όλους.

Κι οι άνθρωποι ξεχνάνε, οι άνθρωποι ζούνε
δεν είναι πια στη μόδα οι ήρωες,
τα βασανιστήρια, τα συγκλονιστικά ντοκουμένα.
Χιλιάδες τα γνώρισαν, τ' άκουσαν, τα διάβασαν, τα βαρέθηκαν.
Τώρα κάτω απ' τα τείχη των φυλακών
παραθερίζουν άλλοι μ' αδύνατη μνήμη -
είναι μια ανάγκη να ξεχνάς στις μέρες μας.
Ανοίγουν τα σύνορα, ξένοι ανακαλύπτουν γραφικότητες
σε νησιά που αφήσαμε τα κόκκαλά μας,
η ζωή ξέχειλη σε χρώματα τόσο κοινά, τόσο απαραίτητα
κι η ποίηση αυτού του είδους που κάποτε συγκίνησε
τώρα φαντάζει σαν παράταιρη, έξω από σύγχρονες αναζητήσεις.

Είμαστε οι νικημένοι.
Το φέρνω, το ξαναφέρνω στο μυαλό μου
το ξέρω χρόνια τώρα κι όμως ακόμα
μου είναι σχεδόν αδύνατο να το δεχτώ
όπως εκείνος που του 'κόψαν το πόδι
κι ύστερα από καιρό πάει να το ξύσει μες στη νύχτα.
Έτσι στο ίδιο κενό πέφτει η ψυχή μου
όταν κοιτάω τα χτήρια που κάποτε ήταν η έδρα μας
και τώρα στεγάζουν κρατικές υπηρεσίες.
Τους χώρους που κάποτε μας άνηκαν
και τώρα καλύπτονται από ξενόγλωσσες επιγραφές,
όταν κοιτάω τους ανθρώπους που κάποτε είσαν έτοιμοι για όλα
και τώρα αντιπροσπερνιούνται με βάδισμα προβάτου.
Νικηθήκαμε. Ακόμα αρνιέμαι να το παραδεχτώ
με μιαν αντίδραση σχεδόν βιολογική.
Κι όμως νικηθήκαμε.

Αλήθεια, μες στην ήττα πώς αλλάζουν όλα.
Τα πράγματα κρατάν στα χέρια τους οι υπεύθυνοι της ήττας
μεθυσμένοι από νύχτα και χαμένη δόξα
αντιστρέφουν τις ευθύνες, επιβάλλουν αποφάσεις
διέπουν τύχες αγωνιστών, καταδικάζουν, ανυψώνουν
στριμώχνουν την ιστορία στα μέτρα τους -
κι αρχίζουν τα ομαδικά παραληρήματα.
Μεταστροφές, αποστασίες, ξεπεράσματα,
επαναστάτες πειθαρχούν, εκχωρούν τη σκέψη τους
στον παραπάνω καθοδηγητή, άλλοι τρελλαίνονται,
άλλοι αντιστέκονται, απομονώνονται, συντρίβονται
άλλοι γίνονται δήμιοι των ίδιων των συντρόφων τους
άλλοι σκεπάζουν τις φωνές με ποιήματα δοξαστικά στο Στάλιν
άλλοι ρίχνουν βουβοί τις νύχτες προκηρύξεις
άλλοι ανοίγουν μαγαζιά, πάντα ικανοί,
κλέβουν, κερδοσκοπούν, άλλοι μοιχεύουν,
αφήνουν ξαφνικά ελεύθερα τα ένστιχτά τους
άλλοι φορούν τις επαναστατικές τους ρεντικότες
σε κάθε επέτειο του κινήματος
εκφωνούν τους κεκανονισμένους λόγους
επιτηρούν μη θίξεις τις νεκρές αλήθειες τους, μην τους θίξεις
άλλοι διαμαρτύρονται, παραλογίζονται, εξαχρειώνονται,
άλλοι τους καταγγέλουν, βρίσκουν την ευκαιρία να δικαιωθούν
ανακαλύπτουν ξάφνου τη βρωμερή προσωπικότητά τους.

Αλήθεια, μες στην ήττα πώς αλλάζουν όλα.
Κι εσύ που καλόπιστα θα πεις: <Πάει κι αυτός
τα σκάτωσε, δεν ξέρει πια τι λέει>,
και συ που θα με κατηγορήσεις
πως κάνω ζημιά μ' αυτά που γράφω,
σκέψου πως ύστερα από τόσα χρόνια
σακατεμένος, γεμάτος στέρηση, με τη σάρκα μου να φλέγεται
κι όμως από μένα τον ίδιο καταδικασμένη να νεκρωθεί
μπρος στις ανάγκες του κινήματος,
σκέψου πως δεν κουράστηκα να γυρνάω
από κρατητήριο σε κρατητήριο, από στρατόπεδο
σε στρατόπεδο, από άγονη συνεδρίαση σ' άλλη,
να βυθίζομαι σ' ελπιδοφόρες συζητήσεις
που δε βγάζαν αποτέλεσμα,
να βλέπω τίποτα σχεδόν να μην αλλάζει,
να καταντάω ανεπιθύμητος, μόλις ανεκτός,
γι' άλλους επικίνδυνος, όταν όχι ν' αλλαξογύριζα
μα κάπως λιγότερο να νοιαζόμουν
με περιμέναν δρόμοι βολικοί προσωπικής ανάδειξης
που δε λείψανε ποτέ, κι αλλοίμονο
θα μ' έκαναν στα μάτια σου πιο σεβαστό
όπως τόσους που τιμάς και καμαρώνεις.

Τώρα λοιπόν είναι που περσότερο θα επιμένω, θα ουρλιάζω,
έστω κι αν μένω μόνος, μι' ανίσχυρη μειοψηφία,
έστω κι αποδιωγμένος, στιγματισμένος, ύποπτος,
γιατί η στάση μου δεν εξαρτήθηκε ποτέ
από κομματικό μισθό ή πόστο
και στο χαράκωμα της επανάστασης
δε με διόρισε ποτέ κανείς
κι ούτε μπορεί να μ'απολύσει.
Θα ήτανε βολικό να σώπαινα. Μα δεν μπορώ.
Αρχίζω πάλι ως να κολλήσει η γλώσσα στο λαρύγγι:
Το δρόμο, πρέπει να βρούμε το δρόμο
η σκέψη απλώνεται σ' όλο το κορμί
κάθε στιγμή αργοπορίας είναι θάνατος
η ιστορία μας κινδυνεύει να σαπίσει
η χώρα μας, ο λαός μας κινδυνεύει να σαπίσει.
Κι εμείς, μ' όλες τις αδυναμίες,
η μόνη ελπίδα σωτηρίας.

ποίημα του Τίτου Πατρίκιου

από τη συλλογή με τίτλο "Μαθητεία" των εκδόσεων πρίσμα 1963 

Έλλη Βασιλάκη