Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

"Γουτού Γουπατού"

διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1899)
 
δημοσιεύτηκε την Πρωτοχρονιά του 1899 στην εφημερίδα Ακρόπολις
 
    Τον επετροβολούσαν οι μάγκες της αγοράς, τον εχλεύαζον τα κορίτσια της γειτονιάς, τον εφοβούντο τα νήπια και τα βρέφη. Τον έλεγαν κοινώς «ο Ταπόης» ή ο Μανόλης το «Ταπόι».
    — Ο Ταπόης! Να, ο Ταπόης έρχεται...
    Φόβος και τρόμος εκολλούσε τα άκακα βρέφη εις το άκουσμα του ονόματος τούτου. Η νεολαία του χωρίου, οι θαμώνες των μαγαζιών και των καφενείων, δεν έπαυαν ποτέ να τον  πειράζουν.
    — Είσ’ ένα χταπόδι, καημένε Μανολιό, είσαι χταπόδι.
    Κι εκείνος, με την γλώσσαν του την δεμένην δια γλωσσοδέτου μέχρι της ρίζης των οδόντων, απήντα·
    — Ναι, είμι Ταπόι!... Ισύ είσι ταπόι. (Ναι, είμαι χταπόδι, εσύ είσαι χταπόδι).
    Είχε φίλους τόσον ολίγους και τόσον αμέτρητους εχθρούς, εις μέρος τόσον ολιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ή διακριτικός τις τον  υπερήσπιζεν εναντίον της επιθέσεως των αγυιοπαίδων. Εις εκείνον εγίνετο σκλάβος ισόβιος, κι εξετέλει δι’ αυτόν διακονήματα προθύμως, μετά βίας δεχόμενος φίλεμα ή κέρασμα. Προς όλους τους άλλους δεν υπήρχε φιλία, ούτε σπονδή.

    Μόνον την μητέρα του είχεν εις τον  κόσμον. Εκείνη τον  επόνει, τον ηγάπα περιπαθώς, και αυτός την ελάτρευεν· αδελφήν δεν είχεν. Ο ένας αδελφός του είχε χαθή εις την Αμερικήν προ χρόνων και δεν ηκούσθη. Ο άλλος, χασομέρης, άχρηστος, ως μόνον επάγγελμα είχε το να πηγαίνη κάθε χρόνον μέσα εις την μεγάλην στερεάν, εκεί όπου υπήρχον άφθονα θέρη, και να κάμνει το έργον της σβάρνας· ήτο δε η σβάρνα βαρεία σανίς, την οποίαν έσυρον άλογα ή βόδια εις το αλώνι· και αυτός εκάθητο επάνω εις την σανίδα, έμψυχον βάρος, δια να γίνεται τέλειον το αλώνισμα· εκεί είχεν αποθάνει. Ο τρίτος εγύριζε ναυτικός εις τα ξένα. Ο Μανόλης άλλην στοργήν δεν είχεν εις τον  κόσμον από την μητέρα του. Αύτη ήτο ήδη γραία, και αυτός είχε μεγαλώσει πολύ.
    Οι ολίγοι φίλοι του, εκείνοι οίτινες συνεπάθουν προς αυτόν εν τη αγορά, τον είχον ακούσει επανειλημμένως ν’ απειλή και να λέγη με την γλώσσαν του την νηπιώδη·
    — Τάνι Γιά πετάνι γω πιιγώ μέτα Μπούτι! (Σαν πεθάνη η Γριά, θα πέσω εγώ να πνιγώ μες στο Μπούρτζι.)
    Εθεώρει τον εαυτόν του ως άχρηστον. Εξαιρουμένης της γλώσσης το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές. Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού· δεν εκινείτο ελευθέρως. Η δεξιά χειρ, αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου. Δια να δράξη έν πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτην κανενός παιδίου οχληρού, εχρειάζετο κόπον· έπρεπε να την βοηθήση η άλλη χειρ, να ψαύση δηλαδή τον  γρόνθον της δεξιάς, και να τον  διευθύνη· αφού όμως άπαξ έδραττε το αντικείμενον, η τεραστία χειρ δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήση. Αλλοίμονον τότε εις τον βραχίονα, εις την ωμοπλάτην, αλλοίμονον εις την κεφαλήν του αυθάδους. Ήτο χωλός  και  κυλλός  και  μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το ταπόι.

    Τέσσαρες ή πέντε άνθρωποι εγνώριζον καλώς την γλώσσαν του εις όλον το χωρίον. Ούτοι εκαλούντο, καθώς τους είχεν ονοματίσει ο ίδιος, ο Γωμέος, ο ΙΙαγιώτας και ο Παπαγάς. Τα καθαυτό ονόματά των ήσαν Λαμιαίος και Μιχαλιός και Παπαγιάννης. Αλλά πώς εκ  του  Μιχαλιός, εσχημάτισε το Παγιώτας; Άπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβήν ή μετέθετε τον τόνον. Η φθογγολογία του ήτο περιεργοτάτη, και εν αυτή επλεόναζον τα λαρυγγόφωνα, ως και τα σκληρά και ψιλά εκ των αφώνων. Γατί ονόμαζε το γατί, γατί το γιατί, γατί το χαρτί.
    Αλλ’ έξαφνα μίαν ημέραν εξέφερε φράσιν εν η υπήρχεν η λέξις αύτη, πλην δεν έβγαινε νόημα ούτε ως γατί, ούτε ως γιατί, ούτε ως χαρτί. Η φράσις ήτο:
     «Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί»· (Πότε ναρθή του Χριστού, τ’ ΄Αι-Βασιλειού, να φάμε...). Καταρχάς οι τρεις γνώσται της γλώσσης ενόμισαν, ότι απεκάλει μυκτηριστικώς γατιά τα κρέατα τα οποία επωλούσαν οι κρεοπώλαι του χωρίου. Οι τρεις προειρημένοι, και μάλιστα ο Παγιώτας, ήσαν δυνατοί εις την γλώσσαν του, και την ωμίλουν οι ίδιοι. Αλλ’ όταν προσέτρεξαν εις τα ανώτερα φώτα του κυρ Γιωργή του Δαυκιώτη, διευθυντού του μεγάλου καφενείου, όστις ήτο  και ο επίσημος προστάτης του Ταπόη, και οιονεί επίτιμος καθηγητής της ιδιαιτέρας γλώσσης, χωρίς να την ομιλή ο ίδιος, ούτος απεφάνθη ότι τοιαύτη πικρά ειρωνεία δεν θα ήρμοζεν εις τα αισθήματα του πτωχού του Μανόλη, αλλ’ ότι ίσως ωνόμαζεν απλώς «γατί» και το κατσίκι και το αρνί. Ως τόσον το πράγμα έμεινεν αμφίβολον άχρι της ώρας ταύτης.
     Επερίμενε πράγματι ανυπομόνως πότε νάρθη του Χριστού, τ’ ΄Αι-Βασιλειού, και άμα έμβαινε το Σαρανταήμερον, όπισθεν της θύρας του καφενείου του κυρ- Γιωργή, εσημείωνεν ιδιοχείρως, με έν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιώτες, όσας ημέρας έχει η Σαρακοστή και κάθε πρωί, πριν του δώση ο Γιωργής τσιγάρον να καπνίση, ή καφέν να πίη, έσπευδε να σβύση μίαν ιώτα, και τας έβλεπε με χαράν να ολιγοστεύουν. Πλην οι μοσχομάγκες της αγοράς, λαθραίως, επήγαιναν κι έγραφαν άλλες τόσες γιώτες, όσες είχε σβήσει εκείνος, κι έτσι η Σαρακοστή εφαίνετο ότι δεν θα είχε ποτέ τελειωμόν.
    Ο Άι- Νικόλας είχεν ασπρίσει ήδη τα γένια του προ ημερών, και ήτον η σειρά του Αγίου Σπυρίδωνος ν’ ασπρίση τα ιδικά του˙ δεν έμενον πλέον, ειμή δώδεκα ημέραι έως τα Χριστούγεννα.
    — Έχουμε χαβά ακόμα, βρε χταπόδι! του εφώναζεν ο Νικολός ο Μπαχουλάς· εικοσιδυό μέρες ακόμα θέλουμε.
    — Ναι, ταπόι! εψέλλιζεν ο Μανόλης· το κότι, κότα τύ. (Να μαζώξης τη γλώσσα σου συ).
    — Σε γελούν, βρε Μανιέ, δώδεκα μέρες ακόμα, τον επαρηγόρει ο Γιωργής.
    Και ήρχετο η καρδιά του Μανόλη στον τόπον της.

Είχεν αναλάβει μίαν υποχρέωσιν δια τας εορτάς. Επρόκειτο να συνοδεύη μερικά εκ των παιδιών της κάτω γειτονιάς, όσα ήσαν τέκνα ή ανεψίδια φίλων  και προστατών του, όταν θ’ ανήρχοντο προς τα επάνω, αφ’ εσπέρας της παραμονής των Χριστουγέννων, ως και του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, ανά δύο και τρία, δια να τραγουδήσουν τα χαρμόσυνα τραγούδια εις τα σπίτια και  εις τα μαγαζιά της επάνω ενορίας. Διότι δεν θα ετόλμων ποτέ να ανέλθουν μοναχά των εκεί επάνω.
    Όλα τα παιδία του χωρίου ήσαν διηρημένα εις δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αι εχθροπραξίαι ήρχιζον από το φθινόπωρον, διήρκουν καθ’ όλον τον  χειμώνα, εξηκολούθουν την άνοιξιν, και δεν έπαυον το θέρος ,ειμή εφ’ όσον μετεφέροντο εις τον ελεύθερον κάμπον, όπου εκοκκίνιζον άωρα και ημωδίαζον τους οδόντας προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια, και ύστερον τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ιδίως την Κυριακήν των Βαΐων, αλλ’ όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός ποτέ δεν εκόπαζε μεταξύ των δύο φουσάτων.

    Εις την επάνω ενορίαν, εκεί άνωθεν του Βράχου, εβασίλευεν ο φοβερός Τσηλότατος. Ήτο υψηλός, όσον και ο βράχος, εφ’ ου είχε τον  θρόνον του, σγουρομάλλης, ακτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, και αποτρόπαιος. Ήτο αυτός ο ανεγνωρισμένος αρχηγός των μαγκών της Άνω Ενορίας και όλου του χωρίου. Τα δύο ποδάρια του ήσαν χονδρά, μελαψά κα πλατέα, ως δύο κατάρτια. Εφόρει παρδαλήν φανέλαν, ήτις ήτο άμα το υποκάμισον και το επανωφόρι του, και κοντόν πανταλόνι, χειμώνα και θέρος. Άδειαν δεν είχε, παιδί ή νέος ή γέρος να περάση απ’ εκεί σιμά εις τον βράχον, εξουσίαν δεν είχε γριά ή νέα να πάγη εις την βρύσιν με την στάμναν της. Ήτο ως δεκαεπτά ετών και ήτο φοβερός σκιάς ήδη. Εφορολόγει τας γραίας, τας οικοκυράς, τας πτωχάς χήρας. Αν δεν του έδιδε μερδικό από τα φουρνιάτικα η Γαρουφαλιά, η φουρναρού, δεν της επέτρεπε να ψήσει τα ψωμιά. Έβαλλε φωτιά εις τα κλαδιά και τα έκαιεν, εις το προαύλιον του φούρνου·  εφώναζε τ’ άλλα τα παιδιά, να πηδήσουν εκ τρίτου απ’ επάνω από την λαμπήν της φωτιάς, ως να ήτο ήδη τ’ Άι-Γιαννιού στο Λιοτρόπι. Από την μίαν γειτόνισσαν απήτει να του φέρη τυρόπιταν που να πλέη στο βούτυρο, δια να φάγη, από την άλλην λαδόπιταν με λάδι πολύ, ή καμμίαν γριά (μεγάλην τηγανίταν, ίσην με το τηγάνι), από την άλλην τυλιχτό (είδος κολοκυθόπιττας) ή μπομπότα με πολύ πολύ μέλι.
 
Έλλη Βασιλάκη
   
...