Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΔΥΟ ΖΩΕΣ



ΔΥΟ ΖΩΕΣ
Στην πρώτη του ζωή ήταν νέος, εργοστασιάρχης. Μικρός εγχώριος βιομήχανος, ωστόσο λαμπερός, με αίγλη, με προσωπικό ευχαριστημένο, καλοπληρωμένο, με προιόντα εξαγωγής. Λιτοδίαιτος κι αυτάρκης ο ίδιος, άνθρωπος - όπως τον έλεγαν - παλιός, δεν επαίρετο για τις κατακτήσεις του, δεν επιδείκνυε τ' αγαθά του. Μεγάλη ζωή δεν έκανε, κι αν κάτι πάνω του μαρτυρούσε την ανώτερη (ας την πούμε, κατά ένα τρόπο) τάξη του ήταν ο -για τις ελεύθερες ώρες του- μεγάλος του έρωτας για τα Γράμματα - τα διηγήματα, τον στίχο, την κριτική, προπάντων την κριτική! - και τα βιβλία.΄Αφατες οι ηδονές όταν έπεφταν στα χέρια του βιβλία απ' τα οποία δεν σκάμπαζαν πολλά οι υφιστάμενοι, υπάλληλοι του εργοστασίου του κι εργάτες. ΄Εζησε έτσι - ως μικρός βιομήχανος- καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Μετά - θες από τύχη, θες από θέμα του χαρακτήρος του, που, με το μέστωμα αποκαλύφθηκε κάπως αλλιώτικος απ' ότι φαίνονταν στο νεανικό του το ξεκίνημα, θες από κείνες τις μεθοδικές κι οργανωμένες κινήσεις εξωστρέφειας που τούλειπαν και τον έκαναν να αμελεί να βγαίνει πιο δυναμικά στην αγορά, να μπαίνει στη συναλλαγή, να ρισκάρει και την εσωτερική του αλήθεια αλλά και τις εξωτερικές του συμπεριφορές ( δεν έφταιγε μόνον αυτός, ήταν κι οι περιστάσεις ), σιγά- σιγά έχασε την ενέργεια του εργοστασιάρχη, τον έλεγχο της δουλειάς, και η παραγωγή του σταμάτησε. Στη δεύτερη ζωή του βαστούσε σιγή, ο κόσμος αραίωσε, η κοινωνικότητα περιορίστηκε, αλλά και κανένα σκοτάδι δεν επικράτησε. Φάνηκε εκείνο το μικρό φως που τον εθέριευε απ' τα μαθητικά θρανία, εκείνες οι αγαλλιάσεις, οι βαθιές δονήσεις που τού έδιναν την υλική απόδειξη ότι, με την ριζωμένη μέσα του ως τα βαθύτερα στρώματα του Είναι του αγάπη του προς τα Γράμματα, μπορούσε να ζήσει. Ιδίως με το πέρασμα των ετών, με το μέστωμα, αυτή η δεύτερη ζωή τού ταίριαζε μάλιστα ακόμη περισσότερο τώρα, και τού αρκούσε.Με κάποια κουτσοχρηματάκια - αυτάρκης ήταν πάντοτε άλλωστε- , καθόλου θλιμμένος, καθόλου ορφανός, τον ήλιο εγύρεψε κι εκοίταξε πάλι....


TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ