Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Χρονικό του έτους 67 από Χριστού γεννήσεως



Χρονικό του έτους 67 από Χριστού γεννήσεως

Μιχάλης Καραγάτσης 

Αφού έφεραν κι έδιωξαν τα σύννεφα, οι άνεμοι δίπλωσαν τα φτερά τους και κάπου αποκάτιασαν, να ξεκουραστούν. Καταγάλανος ο ουρανός, ημέρες τώρα, ημέρες χλιαρές μες’ στην καρδιά του χειμώνα, και νύχτες δίχως κρύο. Μόνο μια ελαφριά ψύχρα αναδινόταν απ’ τον αγέρα τον αψύ, πιπέριζε στα ρουθούνια, έκανε το αίμα να βράζει σαν μούστος στο βαγένι, την ψυχή να χαίρεται την πλάση, το μυαλό να μαντεύει τα πιο κρυμμένα μυστικά της ζωής.
    Μια τέτοια νύχτα ήταν που ένας γέροντας και μια μεσόκοπη γυναίκα περπάταγαν στον κεντρικό, τον πολύβουο και πολύκοσμο δρόμο μιας λαϊκής συνοικίας της Ρώμης. Απλά, σχεδόν φτωχικά ήσαν ντυμένοι. Η γυναίκα κρατούσε αγκαλιά ένα αγοράκι ως δύο χρόνων, καλά τυλιγμένο σε χράμι βαρύ. Κοιμισμένο φαινόταν να είναι, με μάτια κλειστά και στόμα μισάνοιχτο. Παρ’ όλο το βάρος, η γυναίκα περπατούσε γοργά κι εύκολα. Το φως κάποιας εσώτερης αγαλλίασης καθρεφτιζόταν στη μελαψή μορφή της. Έλαμπαν τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια της σαν τα δύο αστέρια – το Δία και την Αφροδίτη – που έτυχαν πολύ κοντά, εκείνη τη χρονιά, και στόλιζαν περίλαμπρα τον πεντακάθαρο ουρανό, κάθε νύχτα, πριν βασιλέψουν πίσω απ’ την Όστια, μέσα στα βαθυκύανα νερά της Τυρρηνικής θάλασσας.
   - Σιγά, Εσθήρ! Είπε ο γέροντας αγκομαχώντας. Δεν μπορώ να σε προφτάσω.
Μιλούσε λατινικά, με προφορά που μαρτυρούσε πως ήταν καθαρός Ρωμαίος κι όχι μέτοικος, άνθρωπος με μόρφωση κι αρχοντιά. Λατινικά του αποκρίθηκε κι η γυναίκα, μα τα μιλούσε ανάκατα, κακόζηλα με τρόπο ξενικό. Ασιάτισσα πρέπει να ήταν, όπως μαρτυρούσε η μορφή της με τη γρυπή μύτη και τα σαρκωμένα χείλια.
    - Να με συμπαθάς, κύριε. Είναι τόση η βιασύνη μου να βρεθώ αναμεταξύ τους, που ξεχνώ πως εσύ… Δεν απόσωσε το λόγο της. Έσκυψε και κοίταξε το κοιμισμένο αγόρι, με μάτια γεμάτα τρυφεράδα. Χαμογέλασε, και γυάλισαν τα κάτασπρα δόντια της.
   - Θα γίνεις καλά , Αγρίππα, του είπε. Θα σε γιάνει Εκείνος.
Ο γέροντας αναστέναξε βαρύθυμα.
   - Λες ο θεός σου να κάνει το θαύμα, Εσθήρ; Από τους άλλους θεούς απελπίστηκα. Οι δικοί μας, οι θεοί της Ρώμης, είναι καιρός πια που έχασαν κάθε δύναμη. Τους ξανέμισαν οι φιλόσοφοι. Ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος. Φιλοσοφία για εγκέφαλους δυνατούς, για ψυχές
ατσαλένιες, λευτερωμένες από την ειδεχθή δεισιδαιμονία.
    Σήκωσε τους ώμους, χαμογέλασε μ’ εκλεπτυσμένο σαρκασμό και συνέχισε: Δεν υπάρχουν θεοί, Εσθήρ. Ο άνθρωπος τους δημιούργησε, για να ερμηνεύσει με την ύπαρξή τους, τα κενά της γνώσης του. Όταν η έρευνα συμπληρώσει τη γνώση μας, θα καταλάβουμε τι άχρηστες είναι αυτές οι ανύπαρχτες δυνάμεις, που η ανάγκη μας έκανε να πλάσουμε με τη φαντασία μας.
   - Μη βλασφημείς! Τον μάλωσε η γυναίκα.
Ο γέροντας αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι.
   - Θέλει μεγάλη δύναμη για να μην πιστεύεις στους θεούς, θέλει κουράγιο, κι εγώ δεν το έχω πια. Από την ημέρα που ο Νέρων σκότωσε αναίτια τους δύο γιούς μου και τον άντρα της κόρης μου, από τότε που η δύστυχη Αιμιλία πέθανε, δίνοντας ζωή σε τούτο το δύστυχο πλάσμα…
   
2
   
    Η Εσθήρ δεν του αποκρινόταν, ίσως και να μην τον άκουγε, τάχυνε πάλι το βήμα, κι ο γέροντας λαχάνιαζε να την προφτάσει. Ήταν γεμάτος κόσμο και κίνηση ο δρόμος, προχωρούσαν δύσκολα μες’ στο συνωστισμό, η οχλοβοή έπνιγε τη φωνή του γέροντα.
   - Είναι χρόνια τώρα που οι δικοί μας θεοί δεν κάνουν θαύματα, από τότε που η Ρώμη έγινε κοσμοκράτειρα, για να κουβαλήσει μέσα στα τείχη της τους θεούς των καταχτημένων λαών. Κερδίσαμε τον κόσμο και χάσαμε τον εαυτό μας. Η Ίσις, ο Όσιρις, η Αστάρτη, η Τανίτ, ο Μίθρας, ο Βάαλ, ο Θορ, ο Γιαχβέ… Μήπως μπορεί να τους θυμάται κανείς όλους; Ήρθαν από τα πέρατα της οικουμένης, με τις απαίσιες μορφές και τις βάρβαρες λατρείες τους, και πολιτογραφήθηκαν Ρωμαίοι πολίτες. Καθένας έχει το ναό, τους ιερείς, τους πιστούς του, καθένας συναγωνίζεται τους άλλους μέχρι θανάτου. Μα τον Ιανό, παράξενοι θεοί!
   - Δεν είναι θεοί, του αποκρίθηκε ξανά η Εσθήρ αυστηρά. Ένας μόνο θεός υπάρχει: ο Θεός!
   - Ναι, ξέρω: Ο θεός σου… Είναι η στερνή μου ελπίδα. Αν όμως κι αυτός δεν γιατρέψει τον εγγονό μου;
   - Αν όμως τον γιατρέψει; Αν τον κάνει ν’ ανοίξει τα μάτια, που όπως γεννήθηκε δεν τα’ άνοιξε ποτέ;
    Ο γέροντας έκανε τάχα πως δεν άκουσε, και πολύ κακόπιστα άλλαξε κουβέντα. Ήταν φανερό πως τα χρόνια, ίσως κι οι δυστυχίες, ξανέμισαν τη ρώμη του μυαλού και της ψυχής του. Στιγμές – στιγμές έδειχνε μια ιδέα ξεμωραμένος.
   - Ποιος ο λόγος, Εσθήρ, να πάμε με τα πόδια; Και γιατί να φορέσουμε αυτά τα φτωχικά ρούχα; Αν μ’ έβλεπε κανείς πατρίκιος, κανείς συγκλητικός να πηγαίνω πεζός και ντυμένος σαν φτωχός πληβείος, στους δρόμους αυτής της πανάθλιας συνοικίας…
   - Πηγαίνουμε να βρούμε τον αληθινό Θεό, κύριε, κι εσύ λογαριάζεις τα μάταια, τα εγκόσμια; Έτσι μόνο μπορείς να πλησιάσεις το Θεό: Γυμνωμένος από τα σύμβολα της ματαιότητας μιας εφήμερης ζωής.
    Ο γέροντας αναστέναξε κακόκεφα.
-Είναι παράξενος ο θεός σου, Εσθήρ. Ναι, ξέρω, πίστευες κάποτε στο θεό της πατρίδας σου, που ήταν αλλιώτικος απ’ τους δικούς μας θεούς, μα δεν του δινες μεγάλη σημασία. Κοντά μας είχες γίνει κι εσύ Ρωμαία. Από τον καιρό όμως που πήγες σε τούτο το θεό, άλλαξες πολύ, δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος.
   - Πως άλλαξα; Στο χειρότερο ή στο καλύτερο;
-Δεν μπορώ να κρίνω. Απ’ όλο το είναι σου βγαίνει μια γλυκύτατη καλοσύνη, που δεν είχες άλλοτε, κι όμως παραμελείς τα καθήκοντά σου. Ναι. Εσθήρ, ξεχνάς πως είσαι δούλη μου, ότι σ’ αγόρασα πληρώνοντας πεκούνια νουμεράτα, σύμφωνα με το νόμο.
    Η γυναίκα σήκωσε τους ώμους.
- Μα δεν είμαι πια δούλη σου, κύριε. Τώρα έχω άλλον κύριο: τον Κύριο.
   - Όλα αυτά είναι μπερδεμένα…Ο Κύριος; Ποιος Κύριος; Κύριός σου είμ’ εγώ, σύμφωνα με το νόμο. Αν ο υποτιθέμενος Κύριός σου πήγαινε στον πραίτωρα, να διεκδικήσει την κυριότητά σου, θα έχανε τη δίκη οπωσδήποτε.
   - Το κορμί μου, κύριε, σου ανήκει. Την ψυχή μου όμως, που κανείς νόμος δεν μπορεί να την δώσει στην εξουσία σου, την χάρισα σ’ Εκείνον.
   - Παραλογίζεσαι! Αν θέλω, μπορώ να σε σκοτώσω. Τι θα γίνει, τότε, η ψυχή σου;
   - Θα πάει στον ουρανό, κοντά στον Κύριο.
3

  - Και πάλι παραλογίζεσαι. Ο θείος Επίκουρος ξεκαθάρισε οριστικά το ζήτημα: Ψυχή και ζωή είναι αξεχώριστα δεμένες. Ψυχή μεταθανάτια δεν υπάρχει.
    Και πρόσθεσε ελληνικά:
   - Εις χουν θανάτου κατάγει ημάς η ζωή
    Η Εσθήρ του αποκρίθηκε με ήρεμη πεποίθηση: Ελληνικά δεν ξέρω, μα μαντεύω τι θέλεις να πεις. Όχι κύριε, η ψυχή του ανθρώπου είναι αιώνια. Όταν πεθάνουμε, θα πάει κοντά σ’ Εκείνον. Αν οι πράξεις της ζωής μας ήσαν καλές, Εκείνος θα αμείψει την ψυχή μας, ειδ’ αλλιώς θα την τιμωρήσει.
   - Η αμοιβή του καλού κι η τιμωρία του κακού… Μήπως η θρησκεία σου πηγάζει απ’ τη διδαχή του Σωκράτη; Αυτή η μεταθανάτια δικαιοσύνη είναι έξυπνο εύρημα, μα τους Λάρητες της εστίας μου! Αν η ηθική της θρησκείας σου συμπίπτει με την ηθική της πολιτείας, που εκφράζεται με το νόμο, τότε η προσπάθεια των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών διευκολύνεται πολύ. Η εγκληματικότητα περιστέλλεται, οι φυλακές αδειάζουν, στους σταυρούς δεν κρεμιώται πια δολοφόνοι…
    Τότε , η Εσθήρ θύμωσε. Στάθηκε, κοίταξε το γέροντα με μάτια αυστηρά, και είπε:     Στους σταυρούς δεν κρεμιώνται πια αθώοι, θέλεις να πεις… Ο δαίμονας της απιστίας είναι βαθιά ριζωμένος μέσα σου, κύριε. Δεν έχω ελπίδα πως κάποτε θα ιδείς το φως το αληθινό. Ένα μόνο σε παρακαλώ: Ρίξε μια ματιά σε τούτο το δύστυχο παιδί…
    Ο γέροντας κοίταξε τον εγγονό του, με μάτια γεμάτα θλίψη, κι αναστέναξε.
   - Είναι τ’ αγγόνι σου, το στερνό βλαστάρι της ξεκληρισμένης φαμίλιας σου, συνέχισε η Εσθήρ. Όσο τον αγαπάς εσύ, τον Αγρίππα, άλλο τόσο κι εγώ. Μαζί μεγαλώσαμε με την άτυχη τη μάνα του, τη μοναχοθυγατέρα σου. Σαν αδερφή τη λογάργιαζα…
   - Κι εκείνη, Εσθήρ, σαν αδερφή σε είχε. Μα μήπως εγώ σε ξεχώριζα απ’ τα παιδιά μου; Από την πρώτη μέρα που σ’ αγόρασα, τότε στην Ιερουσαλήμ, δεκάχρονη παιδούλα ήσουν, σ’ αγάπησα…
   - Κι εγώ σ’ αγαπώ, κύριε, σαν πατέρα μου σε λογαριάζω... Αλλά κοίτα: Ο Αγρίππας είναι σάρκα απ’ τη σάρκα σου, και είναι σακάτης, τυφλός. Το πες και μόνος σου: Στο Θεό μου στηρίζεις τη στερνή σου ελπίδα.
   - Ναι. Αν και αυτός δεν γιάνει το παιδί του παιδιού μου, τότε…
   - Θέλω να μου ορκιστείς όρκο μεγάλο. Αν ο Θεός μου, κάνει το θαύμα και δώσει το φως στο παιδί, θα μου επιτρέψεις να το αφιερώσω σ’ Εκείνον; Να το αναθρέψω στην αληθινή πίστη;
    Ο γέροντας διαμαρτυρήθηκε: Ξεχνάς ποιος είναι ο Αγρίππας; Που ακούστηκε ένας Ρωμαίος πατρίκιος να μην προσκυνάει τους Λάρητες της παλιάς και πανένδοξης φαμίλιας του, τους επίσημους θεούς της πολιτείας; Όχι μη μου ζητάς τέτοιο πράμα!
    Η Εσθήρ δεν μίλησε, μόνο τον κοίταγε στα μάτια με επιτίμηση. Ο γέροντας αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι:
   - Να με συμπαθάς, δεν ξέρω τι λέω… Λησμονώ πως οι λαμπροί θεοί της Δημοκρατίας παράτησαν τη Ρώμη ντροπιασμένοι, απ’ τη στιγμή που ένας Τιβέριος κι ένας Νέρων αυθαδίασαν ν’ ανεγείρουν τους ανδριάντες τους πλάι στα πάνσεπτα αγάλματα των αθανάτων! Σήκωσε τα χέρια και σάρκασε: Ω θεοί! Τι θεοί κυβερνάν, σήμερα, την Αυτοκρατορία των Ρωμαίων! Τώρα η φωνή του ράγισε: Ναι, Εσθήρ. Ο εγγονός μου θα έχει το δικαίωμα να προσκυνάει το θεό που θα του δώσει την υγεία, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός ο θεός…
4
   
    - Μη βλαστημάς, κύριε, τον αποπήρε η Εσθήρ. Ένας μόνο θεός υπάρχει: Ο Θεός!
    Δεν μίλησαν άλλο. Συνέχισαν το δρόμο τους προς τις απόμερες φτωχικές συνοικίες, που τριγύριζαν την περίλαμπρη πρωτεύουσα του κόσμου με την ταπεινή τους αθλιότητα. Άφησαν τον κεντρικό δρόμο και τρύπωσαν σε κάτι στενά δρομάκια, φραγμένα με σπίτια χαμηλά, φτωχά, άφωτα. Την πολυκοσμία την διαδέχτηκε, τώρα, η ερημιά. Που και που η σκιά κάποιου αργοπορημένου, που γλιστρούσε γοργά στο σκοτάδι, προς το σπίτι του. Ο γέροντας κι η γυναίκα δεν καλόβλεπαν, σκόνταφταν στις ακανόνιστες πέτρες του λιθόδρομου , βούταγαν σ’ αόρατες λακούβες με βρωμόνερα λασπωμένα. Κάθε τόσο ανάγερναν το κεφάλι κι έβλεπαν τα τρισμύρια αστέρια του βαθυκύανου ουρανού, που στέλνουν μηνύματα κάποιας καινούργιας ελπίδας στις καρδιές των ανθρώπων.
    Ήταν ένα παλιό εργαστήρι, στα κράσπεδα της μεγάλης πολιτείας, έρημο και παρατημένο, από χρόνους πολλούς. Ρημαγμένο φαινόταν, με στέγη βουλιαγμένη, τοίχους ξεφτισμένους και παράθυρα που τα’ χαν φράξει με προχειροκαρφωμένες σανίδες. Μόνον όταν πλησίασαν, είδε ο γέροντας κάτι ν’ αντιφεγγίζει ανάμεσα απ’ τις κακοταιριασμένες σανίδες.
   - Φτάσαμε, μουρμούρισε η Εσθήρ, κι έκρουσε σιγανά το θυρόφυλλο, τρεις φορές.
   - Ποιος είναι; Ρώτησε από μέσα μια φωνή.
   - Εγώ, η Εσθήρ.
Ένας άντρας, με μακριά μαύρα γένια μισάνοιξε την πόρτα. Η ματιά του είχε ημεράδα αρνιού, μα σκοτείνιασε σαν αντίκρισε τον άγνωστό του γέροντα, πλάι στην Εσθήρ.
   - Μη φοβάσαι, του είπε εκείνη. Είναι ο Νικίας, ένας Έλληνας δούλος του αφέντη μου. Του μίλησα για την λευτεριά, που ο Κύριος χαρίζει σ’ όσους πιστεύουν σ’ Εκείνον, κι ήρθε να την βρει.
Η ματιά του μαυρογένη ξαναμέρεψε. Άνοιξε την πόρτα διάπλατη.
   - Περάστε, είπε.
Μπήκαν στο μεγάλο εργαστήρι. Ρημαγμένο ήταν κι’ από μέσα, όπως κι’ απ’ έξω. Νταβάνι δεν είχε, από τις τρύπες της μισογκρεμισμένης στέγης πρόβαλλαν κομμάτια ουρανού, κι’ έμπαινε ο ψυχρός αγέρας της νύχτας. Τρία λυχνάρια, στις γωνιές, μόλις σκόρπαγαν λίγο φως σε τούτο το χάος. Μύριζε μούχλα και σαπίλα. Ο γέροντας είπε σιγανά: Αυτός είναι ο ναός του θεού σου, Εσθήρ; Δεν μπορούσατε να του προσφέρετε τίποτα πιο ευπρεπές;
   - Ο θεός μου είναι ο θεός των φτωχών, αφέντη. Δεν πολυαγαπάει τους πλούσιους. Το είπε κι ο ίδιος, με το στόμα του Υιού Του: Πιο εύκολα να περάσει παλαμάρι από τρύπα βελόνας, παρά πλούσιος να μπει στον Παράδεισο.
   - Παράδεισος; Τι είναι πάλι αυτό;
   - Είναι εκεί που πηγαίνουν οι ψυχές των δικαίων, μετά θάνατο.
   - Τα Ηλύσια Πεδία. Δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία σ’ αυτό το σημείο η θρησκεία σου.
Η Εσθήρ θύμωσε.
   - Είσαι αμετανόητος! Τίποτα δεν μπορείς να σεβαστείς για χάρη αυτού;
Έδειξε το αγόρι, που εξακολουθούσε να κοιμάται. Ο γέροντας πάλι σώπασε και κοίταξε ολόγυρα. Καμιά πενηνταριά άνθρωποι ήσαν μαζεμένοι σε μικρές ομάδες, και μιλούσαν χαμηλόφωνα. Φτωχοί φαίνονταν και ταπεινοί, με μορφές μελαχρινές και μάτια σκοτεινόχρωμα. Μερικοί, μόλις είδαν την Εσθήρ, τη χαιρέτισαν εγκάρδια, σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα, στην ίδια γλώσσα τους αποκρίθηκε κι εκείνη. Η μορφή του γέροντα
5

συννέφιασε: Γνωρίζω τη γλώσσα που μιλάτε. Είναι η μητρική σου γλώσσα η εβραϊκή. Μήπως ο θεός σου είναι ο Γιαχβέ; Τον γνώρισα καλά, τότε που υπηρετούσα προκουράτορας στην Ιουδαία. Είναι θεός φοβερός, σκληρόκαρδος κι εκδικητικός. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος…
- Πάμε να καθίσουμε, είπε η Εσθήρ.
Κάθισαν σ’ έναν πάγκο, ξεθεωμένοι απ’ την κούραση. Ο γέροντας ξαναρώτησε, μ επιμονή: Πες μου. Ο θεός σου είναι ο Γιαχβέ;
- Πώς να σου πω; Κόμπιασε η γυναίκα. Και είναι, και δεν είναι. Δηλαδή αυτός είναι, ο Γιαχβέ, μόνο που δεν είχαμε καταλάβει πως δεν ήταν κακός κι εκδικητικός, μα γεμάτος καλοσύνη. Έστειλε λοιπόν, στη γη το γιό του, να βγάλει τους ανθρώπους απ’ την πλάνη.
Ο γέροντας κουνούσε το κεφάλι με δυσπιστία.
- Σου λέω πως γνωρίζω αυτούς τους προφήτες του Γιαχβέ, από τότε που υπηρετούσα στην Ιουδαία. Ήταν όλοι τους φανατικοί οραματιστές, άνθρωποι μισότρελοι κι απίθανοι. Εμείς οι Ρωμαίοι, θα τους είχαμε παραδώσει στους γιατρούς, μα εσείς οι Εβραίοι, τους ακούγατε σαν να ήσαν εκπρόσωποι του θεού σας… Είχα πολλούς μπελάδες μαζί τους. Με τη διδαχή τους τάραζαν τη θρησκευτική τάξη του εβραϊκού λαού, συνεπώς και τη δημόσια τάξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι επίσημοι αρχιερείς τους κατηγορούσαν για αγύρτες κι αιρετικούς, κι απαιτούσαν από μένα να δώσω λύση στις ακατανόητες θρησκευτικές διαφορές τους. Ώ, θεοί το τι πονοκεφάλιασα! Συγκαλούσαν θρησκευτικό δικαστήριο, καταδίκαζαν τους μισότρελους αυτούς σε θάνατο, και μου γύρευαν να επικυρώσω αυτές τις δικαστικές δολοφονίες, γιατί έτσι ήταν λέει, ο νόμος τους. Εγώ αρνιόμουν, πιστεύοντας πως χρέος της Ρώμης ήταν να σέβεται τα έθιμα των υποτελών λαών, όταν αντιβαίνουν στη δική μας ηθική, την οπωσδήποτε ανώτερη. Μα ο ανθύπατος Συρίας, ο προϊστάμενός μου, δεν ήταν της ίδιας γνώμης. Ήρθα σε σύγκρουση μαζί του. Αυτός είχε, τότε ισχυρούς φίλους στη Σύγκλητο, και τους επηρέασε εναντίον μου. Με ανεκάλεσαν στη Ρώμη… Ά, ναι! Οι προφήτες του Γιαχβέ χαράμισαν τη διοικητική σταδιοδρομία μου. Και  σ’ έναν από αυτούς μ’ έφερες να… Τι ανόητη που είσαι Εσθήρ!
    Η γυναίκα του έκανε νόημα να σωπάσει. Όλος ο κόσμος είχε πλησιάσει στην πόρτα, να υποδεχτεί δύο ανθρώπους που μόλις είχαν φτάσει. Ο ένας ήταν γέρος, με λίγα άσπρα μαλλιά φουντωμένα ολόγυρα στο φαλακρό κεφάλι, και με μορφή ήρεμη κι αγαθή, σαν αρνιού. Ο άλλος, αρκετά νεότερος, έδειχνε άνθρωπος βασανισμένος από φλόγα εσώτερη, που έκανε να λάμπουν παράξενα τα τραχωματικά του μάτια.
   - Ο Σίμων! Ο Σίμων κι ο Σαούλ! Μουρμούρισαν όλοι με σεβασμό, κι έκαναν τόπο να περάσουν οι δύο νεοερχόμενοι.
   - Ο Κύριος μαζί σας, ευχήθηκε ο Σίμων.
Ο Σαούλ έριξε ολόγυρα ματιά ερευνητική, με τα σκληρά κι ερεθισμένα μάτια του, τα αετίσια. Ανάμεσα στο πλήθος και μες’ στο μισοσκόταδο ξεχώρισε το γέροντα.
   - Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε ελληνικά. Δεν σε γνωρίζω.
Η Εσθήρ πρόλαβε κι αποκρίθηκε: Είναι ένας Έλληνας δούλος του αφέντη μου, Νικία τον λεν. Τούτο το αγόρι, που κρατώ στην αγκαλιά μου είναι αγγόνι του, κι είναι τυφλό, όπως γεννήθηκε, δύο χρόνια τώρα, δεν άνοιξε ποτέ τα μάτια του. Ο Νικίας ήρθε να προσκυνήσει τον Κύριο και να δεηθεί για τη γιατριά του σακάτικου παιδιού…
Ο Σίμων κόντεψε και κοίταξε τα’ αγόρι.

6

   - Όμορφο που είναι! Θαύμασε. Ξανθό και κάτασπρο, σαν τους Ερωτιδείς που ζωγραφίζουν οι Έλληνες στ’ αγγεία. Στοιχηματίζω πως αν ανοίξουν τα μάτια του, θα είναι ολογάλανα.     
     Ο Σαούλ ατένιζε το γέροντα,  λες κι ήθελε να ξεδιαλύνει τα’ άδυτα της ψυχής του.
   - Νικία, ρώτησε, λαχταράς βαθιά να βρει το φως του ο εγγονός σου;
   - Ναι, αποκρίθηκε εκείνος με θέρμη. Είναι το στερνό, το μοναδικό βλαστάρι της ξεκληρισμένης φαμίλιας μου. Αν ο θεός σας το γιάνει, θα γίνω δούλος του θεού σας.
   - Όχι, τον ανέκοψε απότομα ο Σαούλ. Ο Κύριος δεν είναι σαν τους θεούς των εθνικών, να εμπορευτεί το θάμα του. Πρέπει πρώτα να πιστέψεις, κι αν η ψυχή σου κορεστεί απ’ την Αλήθεια, ίσως ο Κύριος ευδοκήσει να κάνει το θάμα.
   - Αν πρόκειται ο εγγονός μου να βρει το φως του, θα πιστέψω.
   - Και πάλι όχι, Νικία. Θα πιστέψεις επειδή χρέος έχεις να πιστέψεις στην Αλήθεια, κι ίσως ο Ύψιστος ν’ ανταμείψει με θάμα την πίστη σου. Άβυσσος αι βουλαί Του…
    Έτσι μίλησε ο Σαούλ, και σώπασε. Ο Σίμων κοιτούσε το γέροντα γλυκοχαμογελώντας, κι είπε: Κάπου σ’ έχω ιδεί, Νικία, μα δεν θυμάμαι που…
    Εκείνος φαινόταν ταραγμένος. Γύρισε τα μάτια του προς την Εσθήρ, σα να γύρευε απ’ αυτήν συμβουλή και βοήθεια, μα η γυναίκα δεν βρισκόταν πια κοντά του. Είχε ακουμπήσει τον Αγρίππα σ’ έναν πάγκο, λίγο πιο πέρα και του άλλαζε χιτώνα – φαίνεται πως το αγόρι είχε βραχεί. Ο γέροντας ανάσανε βαθιά κι είπε στο Σαούλ: Αν ο Θεός σου είναι η Αλήθεια, χρέος έχω να πιστέψω, γιατί ποιος τίμιος άνθρωπος δεν λαχταράει να βρει την Αλήθεια; Αλλά δεν ξέρω… Η Εσθήρ δεν θέλησε ποτέ να μου μιλήσει – ίσως κι εγώ να μην είχα διάθεση να την ακούσω, τ’ ομολογώ. Έχω διαβάσει τα έργα Ελλήνων φιλοσόφων και στοχάστηκα πάνω στα υψηλά τους νοήματα. Η σκέψη του Επίκουρου ειν’ εκείνη που μου ταιριάζει πιο πολύ. Αλλά κι ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος…
   - Είσαι άθεος! Τον αντίκοψε σκληρά ο Σαούλ.
   - Ήμουν, δεν ξέρω αν είμαι ακόμα. Δεν ξέρω τι είμαι. Οι συμφορές τσάκισαν τη δύναμη της ψυχής μου, την πεποίθησή μου στην άρνηση. Πρόστρεξα σ’ όλους τους θεούς που πλημμύρισαν την Αιώνια Πολιτεία, ικετεύοντας να γιάνουν τον εγγονό μου. Έτσι ήρθα  κι εδώ στο θεό σας.
   - Στο Θεό! Τον αντίκοψε πάλι αυστηρά ο Σαούλ.
   - Ναι. Ο Θεός δεν είναι για σας ένας απ’ τους θεούς, μα ο Θεός. Πως όμως θα γίνει και δικός μου θεός; Πως θα πεισθώ ότι είναι ο μοναδικός κάτοχος της Αλήθειας;
Ο Σαούλ τον άκουγε με προσοχή, κι ύστερα είπε: Μιλάς σωστά Νικία. Από τα λόγια σου καταλαβαίνω πως δεν είσαι ένας απλοϊκός άνθρωπος, με ψυχή πρόσφορη να δεχτεί ανεξέλεγκτα την αποκάλυψη της Αλήθειας. Έχεις κρίση γερή, που την ακόνισες στη μελέτη των φιλοσοφικών συγγραμμάτων. Πρέπει λοιπόν να σε φωτίσουμε, να σε διδάξουμε, να σε πείσουμε μ’ επιχειρήματα ατράνταχτα για τη μοναδική Αλήθεια που θεμελιώνει τη θρησκεία μας. Και πρώτα θα σου ιστορήσουμε πως ο Σωτήρας γεννήθηκε εδώ κι εξηνταέξι χρόνια, σαν σήμερα ακριβώς.
   - Ναι, πρόσθεσε ο Σίμων. Τη γέννησή Του γιορτάζουμε σήμερα..
   - Θα σου ιστορήσουμε τη ζωή, τη διδαχή και τα θαύματά Του, συνέχισε ο Σαούλ. Θα μάθεις πως άδικα μαρτύρησε, πάνω στο σταυρό, πως πέθανε, πως αναστήθηκε, πως αναλήφτηκε στους ουρανούς!
   - Ήταν νεκρός κι αναστήθηκε: ρώτησε δύσπιστα ο γέροντας. Αν κάτι τέτοιο είχε 
7

συμβεί σε κάποιο μέρος της Αυτοκρατορίας, η τοπική διοίκηση θα το ‘χε οπωσδήποτε εξακριβώσει, και θα ‘χε πληροφορήσει τη Ρώμη.
Ο Σαούλ κατάλαβε πως είχε να κάνει με άνθρωπο ορθολογισμένο, πολύ δυσκολόπιστο. Ετοιμάστηκε να μιλήσει να εξηγήσει, να δώσει τη μάχη της πίστης του, μα ο Σίμων του έκανε νόημα να σωπάσει. Πλησίασε το γέροντα, απόθεσε τα χέρια του στους ώμους του, τον κοίταξε στα μάτια με τα γλυκά, τα πράα μάτια του, και είπε:
   - Αδελφέ, όταν ο Σαούλ σου ιστορήσει όλα τα θεϊκά και θαυμαστά που αφορούν τον Κύριο, δεν θα μπορέσεις παρά να πιστέψεις σ’ Εκείνον, επειδή Εκείνος είναι η Αλήθεια, κι η Αλήθεια είναι σαν το φως. Δεν συζητεί κανείς το φως, το βλέπει, το πιστεύει. Έτσι κι εσύ θα πιστέψεις Νικία, αρκεί το φως να βρίσκεται μέσα στην ψυχή σου.
   - Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε ο γέροντας.
    Τα’ αγωνιακά του μάτια μαρτυρούσαν πως δεν μιλούσε, πως προσπαθούσε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Σίμων πάλι χαμογέλασε γλυκά, και γυρνώντας είπε στην Εσθήρ:
-          Κόρη μου, φέρε το παιδί εδώ, τον εγγονό του αδερφού μας του Νικία. Δώσ’ του τον να τον κρατήσει στην αγκαλιά του.
    Η Εσθήρ ήρθε κι έδωσε το αγόρι στο γέροντα. Εκείνος, καθώς ένιωσε επάνω του την υπόθερμη και τρυφερή σάρκα – τη σάρκα του – βόγγηξε με πόνο βαθύ. Έσφιξε με πάθος το μικρό κορμί στα γέρικα στήθια του. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα πικρά.
   - Παιδί μου, μουρμούρισε, φτωχό μου παιδί. Και τι δεν θα ‘δινα για να βρεις το φως σου!
   - Ό,τι είχες να δώσεις, Νικία το’ δωσες, είπε ο Σίμων. Έδωσες αυτό που βρήκες μέσα στην ψυχή σου: την Αγάπη, κι όποιος βρει την αλήθεια της Αγάπης μέσα του, βρήκε την Αλήθεια του Κυρίου. Γιατί ο Κύριος είναι η Αγάπη.
   - Η Αγάπη! Είπαν όλοι με μια φωνή. Η Αγάπη είναι ο Θεός.
    Γίνηκε σιωπή, κάτι σαν υπερκόσμια πνοή διάβηκε μέσα στο μισοσκότεινο εργαστήρι. Τρεμούλιασαν οι φλόγες των λυχναριών, και πάλι ο αέρας γαλήνεψε. Ο Σίμων σήκωσε τα χέρια. Η μορφή του έλαμπε από υπερκόσμια χαρά.
-          Κοίτα, Νικία! Κοίτα τον εγγονό σου!
    Ο γέροντας χαμήλωσε τα μάτια του και κοίταξε το παιδί που γεννήθηκε μα τα μάτια κλειστά, που δύο χρόνια τώρα δεν άνοιξε ούτε μια φορά τα σφαλιχτά του μάτια. Και το είδε να χαμογελάει και να τον κοιτάει με δύο μάτια καταγάλανα, ολάνοιχτα. Κάτι παράξενο ένιωσε ν’ αναδεύει μέσα στα στήθια του, κάτι σαν πλημμύρα ευτυχίας απροσμέτρητης, που σκέπασε την καρδιά του και την έπνιξε. Θάλασσα γαλανή γίνηκαν τα μάτια του αγοριού, που τον περιτύλιξαν και τον καταπόντισε σε αβύσσους ευδαιμονίας.
   - Θαύμα! Θαύμα! Ούρλιαξε με άγρια φωνή. Θαύμα ανιστόρητο! Πείτε μου… Εσείς πρέπει να μου πείτε: ποιος είναι ο Θεός που έκανε το θαύμα;
   - Θα σ’ το πούμε, Νικία, θα σ’ το πούμε, είπε ο Σίμων. Τώρα πιστεύεις σ’ Εκείνον – αν πιστεύεις…  
   - Πιστεύω! Πιστεύω! Βόγγηξε ο γέροντας.
    Ο Σαούλ σήκωσε τα χέρια, ανάγειρε το κεφάλι κι είπε με βροντερή φωνή:
   - Χριστιανοί! Ας ευχαριστήσουμε το Θεό, που ευδόκησε να στεριώσει την πίστη μας σ’ Αυτόν με θαύμα! Γονατίστε, Χριστιανοί, και υμνήστε το μεγαλείο του Κυρίου!
8

    Έπεσαν όλοι στα γόνατα, έσκυψαν κι άγγιξαν το χώμα με τα μέτωπά τους, κι ύστερα, με παλάμες ενωμένες παρακλητικά, ύμνησαν το Θεό το μοναδικό, τον πανάγαθο και παντοδύναμο. Η Εσθήρ είχε χιμήξει κι είχε αρπάξει το αγόρι από τα χέρια του γέροντα. Το’ σφιγγε στην αγκαλιά της, γέμιζε το προσωπάκι του με φιλιά και δάκρυα: Αγρίππα! Τα μάτια σου είδαν το φως, και πλημμύρισε φως η σκοτεινή μου ψυχή. Σ’ άγγιξαν τα πάνσεπτα δάχτυλα του Ιησού, κι είσαι πια δούλος Του, λευτερωμένος κι ευτυχισμένος. Τον είδες, Αγρίππα, σαν πρωτάνοιξες τα ματάκια σου; Τον είδες να σου χαμογελάει και να σ’ ευλογεί; Ώ Κύριε! Πώς να σ’ ευχαριστήσω για τη χαρά που μου έδωσες!
    Λύγισαν και τα γόνατα του γέροντα. Έκλαιγε κι αυτός γονατιστός. Ανάμεσα από ένα χάλασμα της στέγης αγνάντευε το μυριοαστροστόλιστο ουρανό, το δονισμένο από το πνεύμα του πανταχού παρόντος, και πίστεψε.
    Γίνηκε ησυχία. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω από το Σίμωνα και το Σαούλ. Η Εσθήρ κρατούσε αγκαλιά τον Αγρίππα, και δεν χόρταινε να τον κοιτάει στα μάτια, τα καταγάλανα κι ορθάνοικτα. Ο γέροντας, με χέρι τρεμάμενο χάιδευε τα ξανθά μαλάκια του αγοριού.
- Και τώρα, Νικία, είπε ο Σίμων. Πρέπει να μάθεις ποιος είναι ο Θεός που πιστεύεις.
Όλοι σώπασαν,  διψασμένοι ν’ ακούσουν, ακόμα μια φορά, την ιστορία Εκείνου, από τα χείλη του πρώτου Αποστόλου του.
- Ο Θεός, Νικία, για να σώσει το γένος των ανθρώπων, ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας σαν σήμερα, πριν από 66 χρόνια. Κι έφερε, ο Ιησούς, το λόγο του Κυρίου στους ανθρώπους, και τους δίδαξε το δρόμο που οδηγεί στη βασιλεία των Ουρανών, κι έκανε θαύματα, σαν και τούτο που είδαμε με τα μάτια μας, για να αποδείξει πως ο πατέρας του, ο Θεός, είναι πανίσχυρος. Μα οι αρχιερείς των Ιουδαίων, παρακινημένοι από το Σατανά, κατηγόρησαν για αιρετικό το γιό του Θεού. Τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σταύρωσαν, επί Ποντίου Πιλάτου…
   Ο γέροντας τινάχτηκε, σαν να τον δάγκωσε φίδι. Κατάμαυρα γίνηκαν τα μάτια του από φρίκη.
- Πως είπες, Σίμων; Τραύλισε. Πως είπες; Επί Ποντίου Πιλάτου;
- Ναι. Αυτός ήταν τότε Ρωμαίος προκουράτορας της Ιουδαίας…
- Κι ο Πόντιος Πιλάτος, Σίμων τι έκανε;
- Σε ρωτώ τι έκανε ο Πόντιος Πιλάτος, επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε… Επειδή η μνήμη, τα γεράματα… Κάθε μέρα οι αρχιερείς πήγαιναν κάποιον ψευδοπροφήτη – έτσι έλεγαν – στον προκουράτορα, να τον σταυρώσει… Πες μου για τ’ όνομα του Θεού! Τι έκανε ο Πόντιος Πιλάτος, όταν οι αρχιερείς του πήγαν τον Ιησού;
- Ησύχασε, Νικία, ησύχασε… Δεν καταλαβαίνω την ταραχή σου… Ο Πόντιος Πιλάτος δεν ήθελε να σταυρώσει τον Ιησού. Ήταν εθνικός, ειδωλολάτρης – ίσως κι άθεος, μα ήταν τίμιος άνθρωπος, δίκαιος. Ο νόμος όμως τον υποχρέωνε.
- Ναι, ξέρω, βογγηξε ο γέροντας. Ο απάνθρωπος, ο βάρβαρος θρησκευτικός νόμος των Ιουδαίων, που χρέος είχε ο προυκουράτορας της Ρώμης να εφαρμόζει.
- Έτσι είναι. Σε τίποτα δεν έφταιξε ο Πιλάτος. Ένιψε τα χέρια του, μη θέλοντας να πάρει επάνω του το αίμα του αθώου ανθρώπου, επειδή δεν γνώριζε πως ο Ιησούς δεν ήταν άνθρωπος, μα Θεός.
- Θέλω κάτι ακόμα να μου πεις,  Σίμων, είπε ο γέροντας, και η αγωνία της ψυχής

9

καθρεφτιζόταν στη μορφή του. Θέλω να μου πεις, αν ο Πόντιος Πιλάτος επέμενε να μην
σταυρωθεί ο Ιησούς, αν ο προκουράτορας του ανθυπάτου που ήταν, επέβαλλε το θέλημά του. Ο Κύριος θα ζούσε σήμερα;
    Ο Σίμων δίστασε ν’ αποκριθεί, σκέφτηκε… μα ο Σαούλ, που παρακολουθούσε τη συζήτηση σιωπηλός και με ανήσυχο το υπεραιμικό του μάτι, έκανε νόημα του Σίμωνα να σωπάσει, πως θα αποκρινόταν αυτός.
- Άκου, Νικία – έτσι δεν είπες πως είναι τ’ όνομά σου; Θέλημα του Κυρίου ήταν να ενσαρκωθεί και να γεννηθεί με ανθρώπινη φύση, από την παρθένα Μαρία. Θέλημά Του ήταν ο Ιησούς να πεθάνει πάνω στο σταυρό, σε ηλικία τριαντατριών χρόνων, για να εξαγοράσει τις αμαρτίες του ανθρώπου, κι ύστερα ν’ αναστηθεί, και ν’ αναληφθεί στους ουρανούς. Πως θα μπορούσε ένας θνητός- ο Πόντιος Πιλάτος – ν’ αντιστρατευθεί στο θέλημα του Κυρίου;
    Έπιασε τα χέρια του γέροντα και τα σήκωσε ψηλά.
- Τα χέρια σου είναι πεντακάθαρα, Νικία. Έτσι είναι και τα χέρια του Πιλάτου. Άκου και κάτι άλλο. Ο Πιλάτος, επιτρέποντας να σταυρωθεί ο Ιησούς, το θέλημα του Θεού εκτελούσε. Περήφανος πρέπει να είναι, ο τοτινός προκουράτορας της Ιουδαίας – αν σήμερα ζει, κι αν πίστεψε στο φως το αληθινό – που ο Ύψιστος διάλεξε αυτόν για να εκτελέσει το θέλημά του. Κατάλαβες, Νικία – έτσι δεν είπες πως είναι τα’ όνομά σου;
    Ο Σίμων πήρε τα χέρια του γέροντα από τις παλάμες του Σαούλ, τα χάϊδεψε τρυφερά και είπε:
- Έπρεπε να στυρωθεί ο Κύριος, Νικία. Έπρεπε…
    Από τα στήθια του γέροντα αναδόθηκε στεναγμός λυτρωμού, κάτι σαν υπερκόσμια γαλήνη χύθηκε στη μορφή του.
- Εσθήρ, είπε στη γυναίκα, είμαι γέροντας, κι ο θάνατος δεν είναι μακριά. Ίσως ο Κύριος με καλέσει κοντά του πριν ο εγγονός μου φτάσει σ’ ηλικία να μου μιλήσει και να του μιλήσω. Όταν πεθάνω να σταθείς δεύτερη μητέρα του. Να τον αναστήσεις στην πίστη του Ιησού, κι όταν μεγαλώσει και σε ρωτήσει γιατί ο Πόντιος Πιλάτος άφησε να σταυρώσουν τον Κύριο, να του αποκριθείς με τα λόγια του Σίμωνα: Έπρεπε. Τίποτ’ άλλο…
    Έσκυψε, γλυκοφίλησε τον εγγονό του κι είπε:
- Εγώ πηγαίνω. Νιώθω την ανάγκη να μείνω μόνος, να σκεφτώ και να μιλήσω με τον Κύριο, ενώπιος ενωπίω. Έχουμε μερικά πράματα να ξεκαθαρίσουμε, ο Κύριος κι εγώ.
    Έτσι μίλησε ο γέροντας, και με περπατησιά σταθερή, περήφανη, μεγαλόπρεπη, βγήκε απ’ το ρημαγμένο, το παρατημένο εργαστήρι, που ήταν ο πρώτος ναός του χριστιανισμού. Έξω τον δέχτηκε η νύχτα η υπερκόσμια, η βουτηγμένη στο πανηγύρι των αστεριών. Πόσο παράξενα έλαμπαν απόψε τα’ αστέρια!
    Οι χριστιανοί – όλοι οι χριστιανοί εκείνου του καιρού – τον παρακολούθησαν δίχως μιλιά, με μάτια ξαφνιασμένα, κι όταν χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, ο Σίμων – ο επιλεγόμενος και Πέτρος – γύρισε και ρώτησε την Εσθήρ:
- Μα ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Θαρρώ πως κάπου τον έχω δει, εδώ και χρόνια πολλά, μα δεν μπορώ να θυμηθώ…
    Η Εσθήρ, με στήθος φουρτουνιασμένο από ταραχή έκανε ν’ αποκριθεί. Μα ο Σαούλ – ο επιλεγόμενος και Παύλος – της έκανε νόημα να σωπάσει και είπε:
     
10

- Είναι ο Νικίας, ένας Έλληνας δούλος του αφέντη της Εσθήρ. Κάνεις λάθος, Πέτρο, ποτέ σου δεν έτυχε να τον δεις, ούτ’ εσύ, ούτε κανείς μας…
    Η Εσθήρ, σκυμμένη πάνω στο αγόρι με τα γαλανά μάτια, έκλαιγε μ’ αναφιλητά.

    Την άλλη μέρα μαθεύτηκε στη Ρώμη πως πέθανε ο Πόντιος, της μεγάλης πατρικίας οικογένειας των Πιλάτων, παλιός προκουράτορας του Ρωμαίου ανθυπάτου της Συρίας στην Ιουδαία. Τον βρήκαν νεκρό σ’ ένα ερημικό δρομάκι μιας λαϊκής συνοικίας, ντυμένο με ρούχα φτωχικά. Η ανάκριση του πραίτορα απέδειξε πως ο θάνατος ήταν φυσιολογικός. Επειδή το μέρος που τον βρήκαν πεθαμένο και το φτωχικό του ντύσιμο ήταν δυσεξήγητο, έκαναν την υπόθεση πως ο πλούσιος γεροάρχοντας πέθανε γυρίζοντας από κρυφό ερωτικό όργιο, με κάποια λαϊκή κοπέλα.

Αντιγραφή από το βιβλίο.
Δημήτρης Τουτουντζής