Του Γιάννη Λακούτση
Ιωάννης Νικόλαος Αρθούρος Ρεμπώ, γεννήθηκε στην αγροτική
κωμόπολη της Σαρλεβίλ, στις 20 Οκτωβρίου του 1854. Στο κολέγιο της Σαρλεβίλ ο
εντεκάχρονος Αρθούρος αρχίζει να σκαρώνει στιχάκια στα λατινικά, να κερδίζει τα
πρώτα βραβεία στις εξετάσεις και να χάνεται ώρες ατελείωτες στα βιβλιοπωλεία. Το
ενδιαφέρον του κεντρίζουν τα ποιήματα του περιοδικού Σύγχρονος Παρνασσός.
Τον κεντρίζουν εκείνα που είχε γράψει κάποιος Πολ Βερλαίν.
Η συσσωρευμένη καταπίεση από το οικογενειακό περιβάλον τον
οδηγεί στην απόδραση. Δραπετεύει στο Παρίσι. Είναι δεκαέξι χρόνων. Καθώς δεν
έχει να πληρώσει τα ναύλα συλλαμβάνεται και
επιστρέφει σπίτι. Μετά από ένα μικρό διάστημα εξαφανίζεται και πάλι.
Πηγαίνει στο Σαρλερουά να γίνει δημοσιογράφος, για να καταλήξει να ψάχνει στα
σκουπίδια για φαγητό και να κοιμάται στις μαούνες που ήταν αγκυροβολημένες στις
όχθες του Σηκουάνα, να βιάζεται από τους στρατιώτες ενός τάγματος και να
επιστρέφει στη Σαρλβίλ μισοπεθαμένος.
Του μουσείο Ανθούρου Ρεμπώ στη Σερβίλ
Η γνωριμία του με τον Βερλαίν , μέσω ενός γνωστού, είναι
γεγονός. Ο Βερλαίν τον καλεί να επισκεφτεί το Παρίσι. Το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα, θα γίνει ένας από
τους Παρνασσιστές. Πρέπει ωστόσο να κάνει καλή εντύπωση, να ετοιμάσει κάτι
εξαιρετικό για την πρώτη συνάντηση με τους καινούργιους του συντρόφους, ένα
έργο ενδεικτικό του ποιητικού του διαμετρήματος. Συνθέτει το
αριστουργηματικό Μεθυσμένο καράβι,
το οποίο γίνεται δεκτό με
ενθουσιασμό. Ο Αρθούρος δεν είναι ούτε
δεκαοχτώ χρόνων. « Η μηχανή που φτύνει βαριά ποίηση από τη Σαρλβίλ γύρευε μια
χαραμάδα να μπει στα παρισινά σαλόνια και να σπείρει το χάος, να απορυθμίσει όλες
τις αισθήσεις, να ουρλιάζει «σκατά!» στις φιλολογικές συγκεντρώσεις,
τρομοκρατώντας τα αξιοσέβαστα διακεκριμένα « τίποτα» του καιρού του. Βρώμικος,
κουρελής, μεγαλοφυές φρικιό με κορδόνι στο λαιμό αντί γραβάτας, 17 χρόνων
ερωτευμένος; με τον Βερλαίν, να κυλιέται γυμνός σε παράκρουση στους βάλτους και
τα σκοτεινά στενά, μαχαιροβγάλτης, αλαφροΐσκιωτος, ψειριάρης, βρομερός
ταραχοποιός, προφήτης, άξιος υπόκλισης από τουλάχιστον 3 επιστήμες».
Η αντικοινωνική και προκλητική συμπεριφορά του έπαψαν να
γίνονται ανεκτές από τη συντηρητική κοινωνία της εποχής, που ένιωθε ιδιαίτερη
απώθηση για αναρχικούς και ομοφυλόφιλους. Έτσι, ξαναγύρισε για κάποιο διάστημα
στο πατρικό του. Θα ολοκληρώσει το Μια
εποχή στην Κόλαση, και θα το εκδώσει. Με λίγα αντίτυπα στις αποσκευές του
κατευθύνεται στο Παρίσι για την προώθησή του. Όλοι, όμως, του δίνουν να
καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητος. Όταν θα γυρίσει πίσω θα κάψει όλα τα αντίτυπα
μαζί με πολλές επιστολές και σημειώσεις. Αυτό ήταν. Η λογοτεχνική καριέρα του
Αρθούρου Ρεμπώ έφτασε στο τέλος της και ο ίδιος δεν είναι ούτε είκοσι χρόνων. Ακολουθεί
μια ατελείωτη σειρά περιπλανήσεων. Το 1876 κατατάσσεται στον Ολλανδικό
αποικιακό στρατό, από τον οποίο λιποτακτεί μετά από δυο μήνες. Το 1879
βρίσκεται στην Κύπρο, εργαζόμενος σε λατομείο. Στο Άντεν θα βρει δουλειά ως
επιστάτης σε εργαστήρια διαλογής καφέ. Μετά από έξι χρόνια ασχολείται με το
λαθρεμπόριο όπλων για το βασιλιά της Αιθιοπίας. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν
ανεξάρτητο έμπορο στην Αιθιοπία. Το 1891 η κατάσταση της υγείας του είναι κακή.
Ένας αποκρουστικός όγκος, θα εμφανιστεί στο γόνατό του. Επιβιβάζεται στο πλοίο
για τη Μασσαλία και εισάγεται σε νοσοκομείο, όπου του ακρωτηριάζουν το πόδι
μέχρι το μηρό. Το μυαλό του είναι στην Αφρική που πιστεύει πως ο ήλιος και το
ξερό κλίμα θα τον γιατρέψουν. Δεν θα προφτάσει. Θα πεθάνει στις 10 Νοεμβρίου σε
ηλικία 37 χρόνων, και θα ταφεί παρουσία δύο ατόμων, της μητέρας του και της
αδελφής του. Έχουν γραφτεί πολλά για την προσωπικότητα του Ζαν-Νικολά Αρτύρ
Ρεμπώ. Ένα από τα γεγονότα που αμφισβητήθηκε, ήταν η συμμετοχή του στην
Παρισινή Κομμούνα, το 1871. Ωστόσο εκτός από τις δικές του σχετικές αναφορές ο
Βερλαίν, η αστυνομία του Παρισιού και οι βιογράφοι του βεβαιώνουν ότι ο Ρεμπώ
συμμετείχε. Το ότι επηρεάστηκε από το ιστορικό αυτό γεγονός, απόδειξη τα τρία
ποιήματά του: Το Παρισινό Όργιο, Τα χέρια της Ζαν Μαρί, Τραγούδι για τον πόλεμο
του Παρισιού.
Το μεθυσμένο καράβι
Σε ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι.
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.
Έγνοια καμμιά για πήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μια και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσι το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.
Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρύ φελλό, χωρίς ν΄αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.
Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.
Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλομο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,
όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια και αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!
Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μου είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδυ
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν’ έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.
Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.
Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρών το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.
Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ως κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.
Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκαιρο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.
Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.
Θ’ αποθυμούσα να ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι
κάποτες μου εδώσαν τα φτερά τους.
Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τις κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.
Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν.
Λοιπόν ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,
λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,
που ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ στους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,
εγώ πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ την γηραιάν Ευρώπη.
Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη.
Μ’ αλήθεια εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.
Δεν το μπορώ πια, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω στο σκώμμα!
Μετάφραση: Αλεξ. Μπάρας
Το μοναδικό λογοτεχνικό έργο που έκδωσε ο ίδιος ο Ρεμπώ, έμεινε για πολύ καιρό στην αφάνεια.
Προσφάτως έχουν μελοποιηθεί αποσπάσματα, παρόλο που ο στίχος δεν προσφέρεται
για μελοποίηση. Μια εισαγωγή του έργου με τη φωνή του Γιάννη Αγγελάκα.