Δημήτρης Τουτουντζής
Μια φορά ζούσε στην Κρήτη ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Μανώλης
Καλλιγάρης. Δεν ήταν γεννημένος στην Κρήτη, αλλά στην Κωνσταντινούπολη. Όταν
κατέλαβαν την Πόλη οι Τούρκοι το 1453, ο Μανώλης για να γλυτώσει από τις
σφαγές, έφυγε σε ηλικία δέκα ετών και
βρέθηκε στην Κρήτη. Ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας στρατιώτης πολύ έμπειρος
στα πολεμικά, είχε μάλιστα πληγωθεί πολλές φορές, πολεμώντας κάτω από τις
διαταγές των Βενετών και πέθανε υπό τη
δούλεψή τους. Όταν μεγάλωσε ο Μανώλης επιδόθηκε και αυτός στην τέχνη του πατέρα
του, δηλαδή στα άρματα.
Αυτός ο Μανώλης είχε
μια γυναίκα πολύ όμορφη. Τον καιρό που δούλευε σε ένα κάστρο που κατείχαν
Γενοβέζοι, ο φρούραρχος ερωτεύθηκε τη γυναίκα του και έβαλε και σκοτώσανε το
Μανώλη και την πήρε. Ο σκοτωμένος είχε ένα γυιό τον Πέτρο, παιδί μικρό όταν
σκότωσαν τον πατέρα του, τον οποίον ο Φρούραρχος θέλησε να σκοτώσει επίσης,
αλλά τον άφησε να ζήσει, επειδή δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τη μητέρα του παιδιού.
Πέρασαν τα χρόνια, ο Πέτρος μεγάλωσε και μια ημέρα σκότωσε
τον φρούραρχο, τη δική του μητέρα και δύο παλληκάρια που είχε ο Γενοβέζος από
άλλη γυναίκα, και βγήκε στα βουνά. Την εποχή αυτή τα βουνά ήταν γεμάτα
Κρητικούς που κατέφευγαν σε αυτά για να ξεφύγουν από τους Βενετούς που τους
επιστράτευαν σαν κωπηλάτες στις γαλέρες τους. Μερικοί τέτοιοι φυγάδες τον
έκαναν αρχηγό τους και ξεσήκωσαν τα γύρω χωριά δημιουργώντας πολλά προβλήματα
στους Βενετσιάνους. Αυτοί όμως κατάφεραν και τον έπιασαν με
προδοσία και τον
έφεραν στο κάστρο να τον θανατώσουν, επειδή όμως η ομορφιά του ήταν εξαίσια του
χάρισαν τη ζωή, αλλά τον έστειλαν στις γαλέρες να τραβάει κουπί. Εκεί παρέμεινε
δύο χρόνια, ώσπου μια μέρα το Βενετσιάνικο καράβι πιάστηκε από Τούρκους
κουρσάρους. Όσοι δεν σκοτώθηκαν στη μάχη, σκλαβώθηκαν, μεταξύ αυτών και ο
Πέτρος.
Μια ημέρα άραξαν σε ένα έρημο μέρος για να εφοδιαστούν με
ξύλα και νερό, έβγαλαν λοιπόν στη στεριά
για αγγαρεία τους σκλάβους, μεταξύ αυτών και τον Πέτρο. Ο Τούρκος φύλακας,
βλέποντας πως το μέρος ήταν έρημο, εκάθησε να ξεψειριστεί και τον πήρε ο ύπνος.
Ο Πέτρος βρήκε την ευκαιρία, απομακρύνθηκε προσεκτικά και κρύφτηκε σε μια
σπηλιά ώσπου σκοτείνιασε. Τη νύχτα ξεμάκρυνε από εκείνο το μέρος περπατώντας
στην τύχη, ώσπου άρχιζε να ξημερώνει και τότε βρήκε πάλι μία κρυψώνα και
κρύφτηκε, ξεθεωμένος από την πείνα και την κούραση, γιατί εκτός από ένα σκοινί
που είχε δεμένο στο λαιμό του, είχε και ένα σιδερένιο κρίκο στο πόδι του το
οποίο τον είχε πληγώσει και τον βασάνιζε πολύ. Επίσης διψούσε αφόρητα. Το βράδυ
ακολούθησε ένα δρόμο, ψάχνοντας να βρει νερό και συνάντησε έναν τσοπάνη, ένα
καλό άνθρωπο χριστιανό που του έδωσε φαγητό και νερό. Από αυτόν έμαθε πως
βρισκόταν στα μέρη της Σμύρνης, κοντά σε ένα χωριό τούρκικο. Τη νύχτα ο
τσοπάνης τον πήγε σε έναν Τούρκο σιδηρουργό που είχε το σιδηρουργείο του κοντά
σε ένα χάνι και πετάλωνε τα άλογα που περνούσαν από εκεί. Αυτός ήταν πονόψυχος
άνθρωπος και τον ελευθέρωσε από τον σιδερένιο κρίκο. Συνέχισε την πεζοπορία του
και έφτασε σε έναν κολπίσκο όπου είδε ένα Γενοβέζικο πλοίο που έτυχε να παίρνει σαβούρα. Ματωμένος
και μισοπεθαμένος έπεσε στη θάλασσα και τον περιμάζεψαν οι Γενοβέζοι. Του έδωσαν
ρούχα να αλλάξει, τον γιατροπόρεψαν και τον έβγαλαν στη Χίο. Εκεί δούλεψε σε
ένα μέρος που έφτιαχναν άρματα, γιατί ήταν πολύ
δεξιοτέχνης στην κατασκευή αυτών και δεν άργησε να γίνει
πρωτομάστορας. Πέρασαν λίγα χρόνια και επειδή βαρέθηκε τη δουλειά αυτή, μάζεψε
μια ομάδα από ανθρώπους της τέχνης του, Έλληνες από τη Σμύρνη, από την Κρήτη,
από το Μοριά και από την Ήπειρο, μπήκαν σε ένα καράβι και πήγαν στην Ισπανία,
επειδή εκεί χρειαζόντουσαν μαστόρους
Μετά την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο, κάθε λογής
άνθρωποι ξέπεσαν σ’ εκείνα τα μέρη για να κυνηγήσουν την τύχη τους. Έλεγαν πως
υπήρχε μία χώρα, που την ονόμαζαν Ελντοράντο γεμάτη χρυσάφι όπου μπορούσε να
πάρει ο καθένας όσο ήθελε. Έτρεχαν
λοιπόν να μπαρκάρουνε για να πάνε εκεί άνθρωποι από κάθε φυλή. Και αλήθεια
βρέθηκε μια τέτοια χώρα. Και ένας από
τους ανθρώπους που αξιώθηκε να δει με τα μάτια του εκείνη την πηγή του
χρυσαφιού, και μάλιστα από τους πρώτους, ήταν ένας Έλληνας ονομαζόμενος Πέτρος
ο Κρητικός για να τους στείλουν στις νέες χώρες που είχε ανακαλύψει ο
Χριστόφορος Κολόμβος. Ο Πέτρος μαζί με τους άλλους Έλληνες που είχε μαζί του
μπήκε σε ένα καράβι φορτωμένο με κάθε καρυδιάς καρύδι, οι περισσότεροι από
αυτούς φονιάδες, πέρασαν τον Ωκεανό και αποβιβάστηκαν στον Παναμά. Τριάντα
χρονών ήταν τότε, δυνατός άντρας, περασμένος από φωτιά και νερό και ήταν αυτός
ήταν ο ξακουσμένος Ιππότης που δοξάστηκε ύστερα στον κόσμο με το όνομα Petro di Candia, με άλλα λόγια Πέτρος
Κρητικός.
Ο Πέτρος στις πηγές αναφέρεται ως Πέτρος ντι Κάντια. Δεν
αναφέρεται ως Πέτρος ο Κρητικός. Όπως προαναφέραμε η τέχνη που γνώριζε ήταν να
κατασκευάζει άρματα, δηλαδή περικεφαλαίες, κοντάρια και σιδεροπουκάμισα που
φορούσαν τότε, όπως φαίνεται όμως ήταν και πολύ επιδέξιος στην κατασκευή των
κανονιών, γιατί ύστερα έγινε πρώτος κανονιέρης. Έτσι λόγω των προσόντων του
αυτών βρέθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες που είχε επιστρατεύσει ο περιβόητος
Ισπανός Φραντζίσκο Πιζάρρο, ο οποίος βρισκόταν στον Παναμά όταν αποβιβάστηκε
εκεί ο Πέτρος.
Οι άνθρωποι που είχαν συγκεντρωθεί στον Παναμά ήταν όλοι
τους τυχοδιώκτες, φονιάδες, δίχως τέχνη και αδικημένοι της τύχης. Oι πιο τυχεροί ήταν
στρατιώτες, και επειδή οι πόλεμοι είχαν τελειώσει στην Ευρώπη και δεν εύρισκαν
δουλειά, πήγαν στην Αμερική για να φτιάξουν την τύχη τους. Ο Πιζάρρο ήταν
πάμπτωχος, γουρούνια φύλαγε από μικρός και γράμματα δεν έμαθε μέχρι που πέθανε.
Όταν έφτασε στην Αμερική η μόνη περιουσία του ήταν η κάπα και τα άρματά του,
ήταν όμως ατρόμητος και το κορμί του δεν καταλάβαινε από κακουχίες λες και ήταν
από σίδερο. Στον Παναμά συνάντησε έναν όμοιό του ονόματι Αλμάγκρο, με τον οποίο
συνεταιρίστηκαν με έναν παπά, τον πατέρα Λούκα, που ήταν πολύ πλούσιος αλλά
ήθελε να γίνει ακόμη περισσότερο. Όλος ο κόσμος μιλούσε για μια χώρα που την
έλεγαν Περού και η οποία ήταν γεμάτη χρυσάφι. Έφτιαξαν λοιπόν μια εταιρεία την
οποία χρηματοδότησε ο πατέρας Λούκας, ενώ οι άλλοι δύο ανέλαβαν την ηγεσία των
ανδρών που θα συμμετείχαν στην εκστρατεία. Συγκέντρωσαν περίπου διακόσους
στρατιώτες, τους έβαλαν σε δύο καράβια εξοπλισμένα με κάτι σκουριασμένα
κανόνια, λίγα άλογα και ξεκίνησαν την επιχείρησή τους. Μαζί τους μπαρκάρησε και
ο Πέτρος ο Κρητικός.
Τρία χρόνια παιδεύτηκαν από φουρτούνες, πείνα, δίψα και
ασθένειες. Επειδή δεν γνώριζαν τις καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα τους ανέμους
των περιοχών αυτών, δεν μπόρεσαν να βρουν το δρόμο για το Περού και άρχισαν να
φιλονικούν. Άλλοι ήθελαν να επιστρέψουν στον Παναμά και άλλοι να συνεχίσουν την
προσπάθεια να φτάσουν στο Περού. Ο Πιζάρρο τράβηξε το σπαθί του και χάραξε μια
γραμμή στο χώμα, κοίταξε στα μάτια τους άνδρες του και είπε: « Όποιος θέλει να
μείνει μαζί μου να έλθει δίπλα μου, όποιος θέλει να φύγει να περάσει από την
άλλη πλευρά». Από όλο εκείνο το στρατό μονάχα δεκατρείς έμειναν μαζί του,
μεταξύ των οποίων και ο Πέτρος ο Κρητικός. Με το πλοίο που τους έμεινε έφτασαν
σε κάποιο νησί που το ονόμασαν Γοργόνα. Στο νησί αυτό έβρεχε σχεδόν όλο το
χρόνο και ήταν γεμάτο φαρμακερά ζωύφια, φίδια, βατράχια και κουνούπια. Οι πιο
πολλοί αρρώστησαν. Ζούσαν τρεφόμενοι με ψάρια, πουλιά και στρείδια. Έζησαν έτσι
εφτά μήνες και κοίταζαν το
πέλαγος περιμένοντας να φανεί κανένα πλοίο. Τέλος αποφάσισαν
να χαλάσουν ένα σαπιοκάϊκο που είχαν και με τα γερά σανίδια να φτιάξουν ένα
σάλι, δηλαδή μια σχεδία και με αυτή να περάσουν στην αντικρινή στεριά, αλλά δεν
είχαν τη δύναμη να εργασθούν. Τότε εμφανίσθηκε ένα πλοίο το οποίο πλησίασε το
νησί, μέσα δε σ’ αυτό ήταν ο Αλμάγκρο ο οποίος είχε επιστρέψει στον Παναμά για
να φέρει ενισχύσεις και εφόδια. Έφερε λοιπόν εφόδια, άρματα και λίγους
στρατιώτες.
Μπήκαν όλοι τους μέσα στο καράβι και συνέχισαν με προορισμό
το Περού. Έφρασαν σε κάποιο νησί στο οποίο αποβιβάστηκαν και είδαν κάτι πέτρινα
είδωλα και γύρω τους σαν προσφορές ασημένια αντικείμενα. Αμέσως αναθάρρησαν και
αγκυροβόλησαν αντίκρυ, στη μεγάλη στεριά, κοντά σε ένα ποτάμι και σε ένα
κάστρο. Ο Πιζάρρο ήθελε να επιτεθεί και να καταλάβει το κάστρο αλλά δεν είχε
πολύ στρατό. Έστειλε λοιπόν τον Πέτρο
τον Κρητικό να κατασκοπεύσει το κάστρο, επειδή ήξερε από κάστρα και από
πολιορκίες, γιατί μέσα στο καράβι ήταν κανονιέρης. Βγήκε λοιπόν ο Πέτρος στην
ακρογιαλιά, ντυμένος με μιαν αστραφτερή αρματωσιά, στολισμένη με γοργόνες,
πουλιά και λουλούδια και με μια βαριά περικεφαλαία στο κεφάλι του, έχοντας μαζί
του τον υποταχτικό του τον Αράπη Μέζα. Οι Ινδιάνοι τους κοιτούσαν σαν να έπεσαν
από τον ουρανό και τους οδήγησαν στο κάστρο. Εκεί τους περίμενε ο βασιλιάς
καθισμένος σε ένα θρόνο χρυσό. Ο Πέτρος τον χαιρέτισε και του έδειξε ένα
σταυρό, λέγοντάς του πως ο Χριστός σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας και πως
είναι ο αληθινός θεός. Ο διερμηνέας τα εξήγησε όλα στον βασιλιά αλλά αυτός δεν
κατάλαβε τίποτα, αλλά ρώτησε τον Πέτρο τι ήταν αυτό που κρατούσε με το δεξί του
χέρι δείχνοντας το τρομπόνι. Τότε ο Πέτρος έριξε και τρύπησε ένα σανίδι ενώ
όλοι οι παρόντες άρχισαν να ουρλιάζουν
τρομαγμένοι πέφτοντας κάτω. Ο βασιλιάς όμως έμεινε ατάραχος. Ύστερα πήρανε τον
Πέτρο και τον πήγαν να δει το κάστρο, αυτός κατέγραφε στο μυαλό του ότι έβλεπε.
Όταν μπήκαν στο ναό του Ήλιου, που τον λάτρευαν σαν θεό, έμεινε έκθαμβος από το
χρυσάφι που είδε και νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Οι τοίχοι και οι πόρτες ήταν
ντυμένοι με χρυσό, το είδωλο με τις ακτίνες γύρω του έπιανε έναν ολόκληρο
τοίχο. Ο ναός ήταν περικυκλωμένος με μια μάντρα και ολόγυρα είχε κελιά, μέσα
στα οποία κάθονταν παρθένες που καθήκον τους ήταν να φροντίζουν τα είδωλα.
Αυτές ύφαιναν μάλλινα πανιά με διάφορα χρώματα. Θαύμαζαν τον Κρητικό που είχε
γένια, γιατί οι δικοί τους ήταν άτριχοι. Οι δύο ξένοι απορούσαν, γιατί όπου
έπεφτε το μάτι τους έβλεπαν αντικείμενα ασημένια και χρυσά, κανάτια, μπρίκια,
κούπες, πιάτα και άλλα πολλά. Στα εργαστήρια οι τεχνίτες δούλευαν το χρυσό και
το ασήμι, όπως σε εμάς δουλεύουνε τα χαλκώματα.
Σε ένα παλιό βιβλίο αναφέρεται αυτή η ιστορία γραμμένη στα
λατινικά: <<Πέτρος τις, καταγόμενος εκ της νήσου Κρήτης, εστάθη ανώτερος
του κινδύνου. Ούτος οπλισμένος με μακράν μάχαιραν, ην δι’ αμφοτέρων των χειρών
μεταχειρίζετο, κατήλθεν εις την ακτήν. Πολύν θαυμασμόν προεκάλεσεν εις τους
ιθαγενείς, ότε το πρώτον είδον την γενειοφόρον μορφή του. Εκείνος αφόβως διά μέσου
αυτών προχωρήσας, γίνεται τιμητικώς δεκτός και ευγενώς υπό του αρχηγού της
παραλίας ταύτης. Μετ’ ολίγον εισαχθείς εις τον πύργον του αρχηγού, όπου υπήρχεν
ο λεγόμενος ναός του Ηλίου και παρατηρήσας τούτον καλλωπισμένον και στολισμένον
με τόσα πλούτη, όσα μόλις διά του νου ηδύνατό τις να συλλάβη, περιέπεσεν εις
θαυμασμόν και έκστασιν, ώστε να πιστεύη ότι έβλεπε ταύτα εν ονείρω. Εις την
θύραν εύρε ζώα τινά εν είδει λέοντος και δύο τίγρεις, αλλ’ αβλαβή. Εις τούτον
αναχωρούντα ο αρχηγός ηθέλησε να δώση μερικά κοσμήματα και περιδέραια, αλλά ο
Κρής, αφού εθαύμασε ταύτα, ηρνήθη, προσποιούμενος ότι θα επανέλθη εις την χώραν
ταύτην, να τα ζητήση. Επιστρέψας εις το πλοίον διηγήθη τι είδε και πού>>.
Ακούγοντας οι στρατιώτες τέτοια πράγματα από το στόμα του
Κρητικού, ερεθίστηκαν και ζήτησαν από τον Πιζάρρο να επιτεθούν και να
καταλάβουν το κάστρο. Αλλά εκείνος, γνωρίζοντας πως ο στρατός του ήταν μικρός,
σήκωσε τα πανιά του πλοίου και τράβηξε κατά το νοτιά ταξιδεύοντας κοντά στη
στεριά και μετά από μεγάλες φουρτούνες επέστρεψαν στον Παναμά.
Ο Πιζάρρο μπήκε σε ένα πλοίο και πήγε στην Ισπανία, όπου
κατάφερε να τον διορίσει ο βασιλιάς γενικό διοικητή του Περού, ενώ με την ίδια
βασιλική διαταγή διορίστηκε ο Αλμάγκρο
υποδιοικητής και οι δεκατρείς στρατιώτες που είχαν μείνει με τον Πιζάρρο στο
νησί της Γοργόνας, πήραν το αξίωμα του Ιδαλγού, δηλαδή έγιναν αξιωματικοί. Από
τότε σαν να έπεσε κατάρα στους Ισπανούς. Ο Φραγκίσκος Πιζάρρο σκότωσε τον
αδελφικό του σύντροφο τον Αλμάγκρο, ενώ ο γιός του σκοτωμένου σκότωσε τον
Πιζάρρο. Έτσι ξέσπασε αιματηρός πόλεμος μεταξύ των Πιζάρρο, που αρχηγός πλέον
είναι ο αδελφός του Φραντζίσκο ο Φερνάντο Πιζάρρο, και του γιού του Αλμάγκρο.
Στον πόλεμο αυτό, ο Κρητικός ήταν πρώτος καπετάνιος του Φερνάντο Πιζάρρο, αλλά
σαν είδε την αχαριστία που έδειξε ο αρχηγός του στον φίλο του, σχεδίαζε να
σκοτώσει τον Φερνάντο. Διαδόθηκε η φήμη ότι άνθρωποι του Κρητικού με αρχηγό τον
στρατοπεδάρχη του, τον Αράπη Μέζα πήγαιναν να ελευθερώσουν τον Αλμάγκρο, κάτι
που δεν ήταν αλήθεια.
Μετά από καιρό, ο Φερνάντο Πιζάρρο διάλεξε τέσσερις
καπετάνιους και τους έστειλε να βρουν καινούργιες χώρες, τον καθένα χωριστά. Ο
Κρητικός ήταν ένας από αυτούς, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολύ χρυσάφι και είχε
γίνει άρχοντας μεγάλος, ξεκουραζόταν δε μετά από τόσες ταλαιπωρίες και είχε παντρευτεί Περουβιάνα, η οποία του είχε πει
πως κατά το νοτιά βρίσκεται μία χώρα με πάρα πολύ χρυσάφι. Ο Κρητικός την
πίστεψε και όχι μόνο πούλησε όλα του τα υπάρχοντα, αλλά δανείστηκε και άλλα.
Μάζεψε τριακόσιους Ισπανούς και λίγους
ιθαγενείς, τους αρμάτωσε και ξεκίνησε χωρίς να γνωρίζει που πήγαινε. Συνάντησε
φοβερά βουνά, πάγους που δεν έλειωναν ποτέ, κρύο, πολύ κρύο. Πολλοί ήταν
ντυμένοι με τομάρια σαν αρκούδες. Όσοι μπόρεσαν και πέρασαν ζωντανοί τα θεόρατα
αυτά βουνά και έφτασαν σε χαμηλότερα εδάφη, συνάντησαν πυκνότατη βλάστηση την
οποία διέσχισαν ανοίγοντας δρόμο με τσεκούρια υπό συνεχή βροχή διανύοντας σε
μία ημέρα όσο θα διένυαν με ευνοϊκές συνθήκες σε μία ώρα, τις περισσότερες δε φορές βουλιάζοντας σε άσπλαχνους βάλτους,
γυμνοί, ψόφιοι από την πείνα. Φάγανε όχι μόνο τα άλογα, αλλά και τις σέλες, τα
χάμουρα και ρίζες δένδρων.
Βλέποντας πως θα πεθάνουν όλοι, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω.
Όταν έφτασαν έξω από το κάστρο, τους συνάντησαν άνθρωποι του Πιζάρρο. Αμέσως
έπιασαν τον Μέζα τον Αράπη, τον έδεσαν κατά προσταγή του Πιζάρρο και του τον
παρέδωσαν, ο οποίος τον κρέμασε για την φήμη που προαναφέραμε, αλλά τον Κρητικό
δεν τον πείραξε, του πήρε όμως το αξίωμα και το έδωσε σε άλλον. Ο Κρητικός εν
τω μεταξύ συλλογιζόταν να βρει τρόπο να σκοτώσει το Φερνάντο Πιζάρρο, για να
εκδικηθεί το Μέζα. Αλλά πριν βάλει σε ενέργεια το σχέδιο του, ο Πιζάρρο μάζεψε
πολύ χρυσάφι και έφυγε για την Ισπανία. Τότε ο Κρητικός πήγε κρυφά στο γυιό του
Αλμάγκρου και μπήκε στην εξουσία του για να εκδικηθεί τους Πιζάρρους. Ο
Αλμάγκρος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά, γιατί ο Κρητικός ήταν ο πιο καλός
καπετάνιος, κανονιέρης πρώτος, γενναίος και πολύξερος, επειδή είχε βρεθεί σε
περισσότερους από εκατό πολέμους. Μετά από καιρό ο Κρητικός μάλωσε με κάποιον
άλλον καπετάνιο και τον σκότωσε.
Κατά τον Σεπτέμβρη του 1542 σε μία μάχη μεταξύ των δύο
αντιπάλων στρατών, ο Κρητικός ήταν επικεφαλής στα κανόνια του Αλμάγκρου, ο
οποίος κατά τη διάρκεια της μάχης έβλεπε τις μπάλες των κανονιών να περνούν
πάνω από τα κεφάλια των εχθρών του, υποψιάστηκε ότι ο Κρητικός επίτηδες δε
σημάδευε καλά, επειδή ήταν ο πιο παλιός και ο πιο έμπιστος καπετάνιος του
Πιζάρρου. Μάλιστα, λίγες ημέρες πριν, είχε βρεθεί μέσα στο στρατό του Αλμάγκρου
ένας Ισπανός μεταμφιεσμένος σε ιθαγενή, και είχε επάνω του ένα γράμμα για τον
Κρητικό, που έγραφε πως θα του έδιναν πολλά χρήματα αν έκανε αβλαβή τα κανόνια
του Αλμάγκρου. Σπιρούνισε λοιπόν αυτός το άλογό του και πήγε κοντά στον Κρητικό
κράζοντας: «Γραικέ προδότη», και τον χτύπησε με το σπαθί του. Ο Κρητικός
τραυματισμένος μετά από λίγο πέθανε, ενώ ο Αλμάγκρος έχασε τη μάχη και τη ζωή
του.
Αυτό λοιπόν το τέλος είχε ο Πέτρος ο Κρητικός, ένας από τους
δεκατρείς γενναίους, που στάθηκαν μαζί με τον Πιζάρρο, ο πρώτος άνθρωπος που
είδε με τα μάτια του το θησαυρό, τον οποίον είχε ακουστά ο κόσμος ως τότε και
τον λογάριαζε για παραμύθι. Η Κρήτη που γέννησε τόσους μεγάλους άντρες, γέννησε
και τον Πέτρο. (Τέλος Πρώτου Μέρους).
Βιβλιογραφία: Φώτης Κόντογλου, «Φημισμένοι άντρες και
λησμονημένοι». Εκδοτικός οίκος Αστήρ.
Επιλογή κειμένου και γραφή στη ομιλούμενη δημοτική γλώσσα,
Δημήτρης Τουτουντζής.
ΦΩΤ:Πέτρος ο Κρητικός, 1484(;) – 1542
Φανταστική
απεικόνιση από τον Φώτη
Κόντογλου, στο βιβλίο «Φημισμένοι άντρες
και
Λησμονημένοι», (εκδόσεις «Αστήρ», 1987)