Του Βασίλη Γκάτσου
Της θείας Σταματίνας Κουτούβαλη από το πανέξυπνο σόι των Ηλιού εκ Κοιλάδος.
Της θείας Σταματίνας Κουτούβαλη από το πανέξυπνο σόι των Ηλιού εκ Κοιλάδος.
Μας έλεγε η αξέχαστη θεία Επιστήμη, γιατί έτσι τη λέγαμε μικροί, από τα πολλά που ήξερε και διάβαζε:
Μια
φορά κι έναν καιρό, έναν πατέρας έστειλε τον γιο να σπουδάξει, με
μεγάλες στερήσεις. Γύρισε κάποτε ο γιος και ο πατέρας δεν κρατιότανε να
ακούσει και να δει τα σπουδάγματα του γιου του.
Βάλανε το κούδι στη φωτιά να μαγειρέψουνε και τότες ρωτάει το γιο ο πατέρας:
- Γιέ μου, στα σπουδαγμένα πώς λέγεται το κούδι;
- Κουδάριον πατέρα!
Τον κοίταξε με θαυμασμό ο πατέρας, αλλά η μάνα συνέχισε να ανακατεύει τα κάρβουνα και να φυσάει τη φωτιά.
Το βράδυ ξάπλωσαν κατάχαμα στο φτωχικό τους που δεν ήταν παρά μια καλύβα και για σκεπή παλιοσανίδες.
Καληνύχτισε ο πατέρας τον γιο, τον καληνύχτισε κι η μάνα και πέσαν μακάριοι και κουρασμένοι για τον ύπνο του δουλευτή.
Ξύπνησαν όλο χαρά πουρνό πουρνό, αλλά ο γιός είχε στυλωμένα τα μάτια στις σανίδες της σκεπής.
- Πατέρα!
- Πες μου γιε μου!
- Πατέρα, όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα, μον έβλεπα συνέχεια το νταβάνι.
Χαρά ο πατέρας, γιατί τώρα θα άκουγε όλα αυτά τα σπουδαγμένα που σκεφτόταν όλη νύχτα ο κανακάρης του!
-
Πατέρα, όλο το βράδυ παρατηρούσα τα πατήματα της αγελάδας στις κοπριές
στις νταβανοσανίδες. Ξημερώθηκα χωρίς να λύσω το μυστήριο: Πώς περπάτησε
ανάποδα εκεί πάνω κοτζάμ αγελάδα;
Τι να πει ο πατέρας. Ακόμα είχε την ελπίδα.
Το
μεσημέρι στρώσανε τον σουφρά με καινούργιο στρωσίδι, πήραν από ένα
κορμό να καθίσουν, πού καρέκλες αυτές τις εποχές, φάγανε και μετά λέει ο
πατέρας.
- Γιέ μου για να σε ευχαριστήσουμε, πήγα κι αγόρασα τρία μήλα.
Πού
μήλα τέτοιες εποχές. Τα έβγαλε, τα έπλυνε με καμάρι κι άφησε από ένα
στο σουφρά. Σήκωσε το δικό του, το ευλόγησε και έκανε να το δαγκώσει,
αλλά τον εμπόδισε ξαφνικά το χέρι του κανακάρη του.
-
Πατέρα, περίμενε! Βάλε το μήλο μπροστά σου. Σου δανείζω το μήλο μου και
συ δάνεισε το δικό σου στη μητέρα και συ μητέρα το δικό σου σε μένα.
Έτσι κι έγινε κι ο πατέρας θαύμαζε, γιατί ήλθε η ώρα για τα βαριά σπουδάγματα.
-
Τώρα έχει ο καθένας από ένα μήλο και πάλι μπροστά του. Αλλά εσύ πατέρα
έχεις το δικό μου μήλο και στο παίρνω, γιατί ήταν και είναι δικό μου.
Και συ μάνα έχεις ένα μήλο μπροστά σου, αλλά μη ξεχνάς ότι είναι το μήλο
του πατέρα. Και εγώ στον πατέρα δάνεισα ένα μήλο και μου το χρωστάει.
Και αφού μου το χρωστάει και συ του το χρωστάς, το παίρνω κατευθείαν από
σένα και σεις πατσίσατε!
Θαύμασε
ο πατέρας, τα γύριζε στο μυαλό του αλλά πάντα έβγαζε το σωστό
συμπέρασμα. Δίκιο έχει το παιδί, αφού ήταν δικό του, αφού μου δάνεισε
και γω δάνεισα, κι η μάνα του έπρεπε να το επιστρέψει αφού το είχε
δανειστεί, και δώστου συνέχεια συλλογισμούς.
Μα όταν έριχνε τα μάτια στον σουφρά, έβλεπε και τα τρία μήλα στη μεριά του γιου που τον κοίταζε κάθε φορά θριαμβευτικά.
-
Γιε μου πολύ καλά τα σπούδασες τα πράγματα, μα τα μάτια μού τα χαλάνε
όλα. Σήκω λοιπόν να πάρω τη θέση σου και έλα εσύ στη δική μου, κι όλα τα
σπουδάγματά σου θαυμαστά!
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος