Βυζαντινή κοσμική μουσική
Του Γιάννη Λακούτση
Από τον Μέγα Κωνσταντίνο ως τον Ιωάννη Δαμασκηνό, η εκκλησιαστική μουσική αναπτύσσεται ιδιαίτερα μαζί με το τελετουργικό τυπικό. Ο χριστιανισμός έχει επίσημα αναγνωριστεί, οι διωγμοί έχουν σταματήσει και η ψαλτική μουσική έχει γίνει βασικό στοιχείο της Λειτουργίας. Οι πρώτοι χριστιανικοί ύμνοι ψέλνονταν από ολόκληρο το εκκλησίασμα, η από έναν ψάλτη που τον ακολουθούσε το πλήθος ψέλνοντας μαζί του μόνο τις τελευταίες συλλαβές. Σιγά σιγά η υμνωδία αρχίζει να πλουτίζεται. Εκείνοι που γράφουν ύμνους και αυτοί που τους μελοποιούν, δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν παλιές μελωδίες, που τις αναζητούν σε κοσμική μουσική. Ο όρος κοσμική η εξωτερική μουσική επινοήθηκε και καθιερώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για τον προσδιορισμό της κοσμικής μουσικής των Βυζαντινών, σε αντιδιαστολή προς την εκκλησιαστική μουσική. Την περίοδο αυτή οι έννοιες εκκλησιαστική μουσική και εθνική μουσική θεωρούνταν ταυτόσημες, ενώ η εξωτερική η κοσμική θεωρείτο μη εθνική μουσική. Αυτό γιατί η μουσική αυτή ήταν επηρεασμένη από την επικρατούσα μουσική της εποχής, που αποτελούσε την κοινή κοσμική μουσική όλων των ισλαμικών λαών της περιοχής. Για τον λόγο αυτό οι μουσικοί συγγραφείς και οι μελοποιοί της εποχής, όπως ο Χρύσανθος εκ Μαδύτου, ο Θεόδωρος ο Φωκαεύς, κ.α, προκειμένου να περιγράψουν μέλη εξωτερικής μουσικής, χρησιμοποιούσαν ελληνικούς μουσικούς όρους ( χαρακτήρας, ήχους, ρυθμούς), ενώ προκειμένου να περιγράψουν μέλη εξωτερικής μουσικής, χρησιμοποιούσαν Τούρκικους όρους, περδέδες, μακάμια, ουσούλια (ρυθμικά σχήματα). Η εξωτερική μουσική αποτελεί ένα τμήμα της λόγιας μουσικής του Ανατολικού κόσμου, η οποία είναι ενιαία και έχει το χαρακτήρα της κλασσικής μουσικής της Ανατολής.
Η κύρια επιρροή στη διαμόρφωση της μουσικής του Βυζαντίου είναι η αρχαιοελληνική. Μάλλον, ακριβέστερα, θα έπρεπε να πούμε ότι η μουσική του Βυζαντίου είναι η ίδια η αρχαιοελληνική μουσική, δεχόμενη τις λοιπές επιρροές.
Ο βασικός κορμός της ήταν ο αρχαιοελληνικός. Για τον λόγο αυτό οι Πατέρες του Δ΄ αιώνα δεν την αντιμετώπιζαν με ευμενή διάθεση, γιατί θύμιζε, ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Τα όργανα , που είχαν απαγορευτεί με αποστολικές διατάξεις, υπηρετούσαν τη « διακεκλασμένη και ηδυπαθή θυμελική μουσική».
Η θυμελική μουσική προερχόταν από μια μορφή θεάτρου ξεπεσμένη, συνέχεια του αρχαίου δράματος, που επιβίωνε ως την εποχή εκείνη, κυρίως σε αστικούς χώρους.
Το θέαμα ήταν άσεμνο και η διασκέδαση με τα θυμελικά τραγούδια συνεχιζόταν και στα σπίτια. Υπάρχουν κάποιες περιγραφές, στο σύγγραμμα «Βασίλειος τάξις» του Κων/νου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου (905-959), για τα τραγούδια, τα όργανα και τους χορούς της εποχής.
Αναφέρεται ότι συχνά, με τις φατρίες του Ιππόδρομου, συνέψαλλαν οι Αγιαποστολίτες (των Αγίων Αποστόλων) και Αγιοσοφίτες ( της Αγίας Σοφίας) ψάλτες, τις επευφημίες, τα «βασιλίκια», αλλά και «απελατίκια» άσματα, που ήταν τραγούδια που υμνούσαν τους απελάτες, αντίστοιχα των νεότερων κλέφτικων τραγουδιών. Τα μακρά αφηγηματικά τραγούδια ηρωικού περιεχομένου, τα ακριτικά, που είναι γνωστά από τον Θ΄ αιώνα, ήταν ιδιαίτερα αγαπητά. Ως αρχή του δημοτικού τραγουδιού θεωρείται το ακριτικό τραγούδι. Η θεματολογία του είναι η ζωή και τα ηρωικά κατορθώματα των ακριτών, που κατοικούσαν στα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας με σκοπό την προστασία τους από τις συχνές εξωτερικές επιθέσεις.
Τη σκυτάλη από το δημοτικό τραγούδι πήρε το κλέφτικο, το οποίο διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και σε πανηγύρια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με κορύφωση στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Οι Έλληνες μουσικοδιδάσκαλοι και μελοποιοί, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, εκτός από την κύρια ενασχόλησή τους με την μελοποίηση και τη σύνθεση καθαρά λατρευτικών εκκλησιαστικών ύμνων, ασχολήθηκαν σοβαρά και με τη σύνθεση μουσικών έργων στο χώρο της εξωτερικής μουσικής. Τα έργα αυτά ενσωματώθηκαν στην κοινωνική ζωή των Οθωμανών και διαμόρφωσαν τη μουσική τους ώστε με το χρόνο να προοδεύσει και να εξελιχθεί. Από τα τραγούδια της εξωτερικής μουσικής , άλλα είχαν Τούρκικους στίχους και ονομάζονταν εξωτερικά μέλη και άλλα είχαν ελληνικούς στίχους και ονομάζονταν Ρωμαϊκά τραγούδια. Με το χρόνο όμως ο όρος εξωτερικά μέλη επικράτησε για όλες τις μορφές των τραγουδιών αυτών.
Ενώ στην Κωνσταντινούπολη οι Τούρκοι το προϊόν αυτό το διδάσκουν στα Πανεπιστήμια ως κλασική τους μουσική, στην Ελλάδα μόλις τα τελευταία χρόνια ανακαλύψαμε την ύπαρξη και τη σημασία της, παρόλο που η βυζαντινή σημειογραφία ήταν η πρώτη που χρησιμοποιήθηκε από τον 16ο ήδη αιώνα για την καταγραφή της (κώδικας Ιβήρων 1189 με περσικό τραγούδι της εποχής), αν και ήταν
γνωστά στους φιλολόγους τουλάχιστον τα κείμενα των φαναριώτικων τραγουδιών (μισμαγιές). Είναι σημαντικό το γεγονός ότι σήμερα είναι γνωστοί κώδικες και έντυπες εκδόσεις με τουλάχιστον δυόμισι χιλιάδες σελίδες τέτοιας μουσικής καταγραμμένης με Βυζαντινή Παρασημαντική. Αυτό το γεγονός έχει τη σημασία του με πόση φροντίδα δηλαδή αντιμετώπισαν αυτό το είδος οι ψάλτες και οι άλλοι εκκλησιαστικοί υπεύθυνοι, φροντίδα σχεδόν ανάλογη με εκείνη που επιδεικνύεται για τη διάσωση του δημοτικού τραγουδιού.
Αύριο: Ρωμιοί συνθέτες και έργα τους.