Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Κατά τον 12ο αιώνα ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας δυστυχισμένος λόγιος



Ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος και τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα
 Του Γιάννη Λακούτση 
Τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα, είναι μια συλλογή επαιτικών ποιημάτων, που συνδέονται με το όνομα «Πτωχοπρόδρομος».

Έγιναν προσπάθειες να υποστηριχθούν με γραπτές μαρτυρίες, οι θεωρίες που ήθελαν τον Καραγκιόζη ως συνέχεια του βυζαντινού μίμου και των πτωχοπροδρομικών ποιημάτων. Σε μια πιο λεπτομερή ανάλυση των ομοιοτήτων που προχώρησαν ερευνητές, διαπίστωσαν μια συναρπαστική συγγένεια καθώς βλέπουν τα  ποιήματα αυτά, ως τον γνήσιο άμεσο λογοτεχνικό πρόγονο του Καραγκιόζη. Όσον αφορά τη πατρότητα των Πτωχοπροδρομικών ποιημάτων, ταυτίζεται ο συγγραφέας τους

με τον λόγιο Θεόδωρο Πρόδρομο.

Κατά τον 12ο αιώνα ( εποχή των Κομνηνών στο Βυζάντιο) ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας δυστυχισμένος λόγιος, ο Θεόδωρος Πρόδρομος.

Ο ίδιος ονόμαζε τον εαυτόν του Πτωχοπρόδρομο.

Το έργο του το οποίο χαρακτηρίζεται  ιδιαίτερο φαινόμενο στη Βυζαντινή λογοτεχνία, αποτελείται από τέσσερα επαιτικά ποιήματα, τα λεγόμενα πτωχοπροδρομικά.

Γραμμένα σε δημώδη γλώσσα με σκοπό να κερδίσουν την εύνοια και τη γενναιοδωρία επιφανών προσώπων, αλλά με εμφανές σατιρικό, σκωπτικό, αυτοσαρκαστικό ύφος. Πρώτος εκδότης πτωχοδρομικών ποιημάτων υπήρξε, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος περιέλαβε  το τρίτο και τέταρτο ποίημα, στον πρώτο τόμο των «Ατάκτων» του το 1829. Στα τέσσερα αυτά ποιήματα σατιρίζονται η φτώχεια των ανθρώπων των γραμμάτων, ο έγγαμος βίος, και η ζωή στα μοναστήρια.

Σε όλη τη ζωή του, ο Πτωχοπρόδρομος,  ζητιάνευε διαρκώς την προστασία των ισχυρών, την εύνοια  του αυτοκράτορα, των πριγκίπων « Σας ανήκω από την στιγμήν που με συνέλαβε η
μητέρα μου»..  Προσπαθούσε να κινήσει την συμπάθεια

για την φτώχεια του και τα γηρατειά του. Με το όνομα του Θεόδωρου Πρόδρομου διασώθηκαν διάφορα έργα χειρόγραφα, τα οποία όμως δεν είναι όλα δικά του. Φαίνεται ότι υπήρξαν τουλάχιστον δυο Πρόδρομοι, ο ένας έζησε μεταξύ 1096

και 1152. Ο άλλος του οποίου τα έργα βρίσκονται σε ένα χειρόγραφο σε Βιβλιοθήκη της Βενετίας, έζησε πιθανώς μέχρι το 1166. Είναι αλήθεια ότι κάποτε ο πτωχοπρόδρομος λησμονούσε την κακομοιριά του και ήταν ευχαριστημένος γιατί

« η πτωχεία είναι παντοτινή σύντροφος της τέχνης». Ήταν ευτυχισμένος επειδή

« η πρόνοια δεν του έδωσε πλούτη τα οποία διαφθείρουν το πνεύμα του φιλοσόφου». Γρήγορα όμως  ξεχνούσε τα ωραία αυτά λόγια και συχνά έλεγε ότι τα γράμματα και

η φτώχεια βαδίζουν μαζί. Τότε ήθελε να πετάξει όλα του τα βιβλία από τα οποία είχε γνωρίσει μόνο την κακομοιριά.

Ε ν τω μεταξύ για να ζήσει, επινοεί καθετί. Καταφεύγει στα μέγαρα των μεγιστάνων,

τον κοιτούν περιφρονητικά και τον περιγελούν. Πηγαίνει σε γάμους, τελετές, κηδείες για να αντλήσει θέμα για κανένα ποίημα, « κολακεύων αλύπητα», το οποίο κάτι

 θα του αποφέρει. Έτσι ενώ προσπαθεί να εξυπηρετήσει τη χαρά  και την επιθυμία των άλλων, κινεί ο ίδιος την συμπάθεια και τον οίκτο.

Το πρώτο ποίημα αποτελείται από 274 στίχους, σώζεται σε ένα χειρόγραφο και φέρει τον τίτλο « Του Προδρόμου κυρού Θεοδώρου προς τον βασιλέα τον

Μαυροϊωάννην», στον οποίο και αφιερώνει λίγους κωμικούς στίχους που ωστόσο μαρτυρούν το πόσο  υποφέρει. Στη συνέχεια αναφέρεται στην δύστροπη, σκληρή και κακιά, « μάχιμο» και « τρισαλιτηρία», γυναίκα του η οποία του έχει κάνει τον βίο αβίωτο και δεν περνάει μέρα χωρίς να τον κάνει να υποφέρει. Ο ποιητής δηλώνει πόσο την φοβάται, γιατί τον χλευάζει, τον βρίζει τον χτυπά και τον αφήνει νηστικό.

Η γυναίκα του όπως φαίνεται καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, συγκρίνει την ανώτερη καταγωγή της  και τον κατηγορεί ότι δεν της προσφέρει άνετη, αλλά γεμάτη στερήσεις ζωή.



«Έχεις με χρόνους δώδεκα ψυχρούς κι ασβολωμένους

Ουκ έβαλα από κόπου σου ταττίκιν και ποδάριν

Ουκ έβαλα εις την ράχιν μου μεταξωτόν ’μάτιν,

Ουκ είδα εις το δακτύλιν μου κρικέλιν δακτυλίδιν

Ουδε βραχιόλιν μ’έφερες ποτέ να το φορέσω.

Εγώ κρατώ το οσπίτιν σου και την υποταγήν σου

δουλεύω τα παιδία σου παρά βαβάν καλλίστην,

οικονομώ τα κατά σε, τρέχω, μοχθώ, διώκω,

κ’ εγώ καθέζομαι γυμνή και παραπονεμένη.

Στενάζω πάντοτε θρηνώ και κόπτομαι και κλαίω.

Εγώ ήμουν υποληπτική και συ ήσουν ματζουμάτος.

Εγώ ’μην ευγενική και συ πτωχός πολίτης,

συ εκοιμώ εις το ψαθίν κι εγώ εις το κλινάριν.

Καθέζεσαι εις το σπίτιν μου κ’ ενοίκιον ου φροντίζεις.

Κάμνω υποκαμισόβρακα, στοιβάζω το βαμβάκιν

και συ καθέζεσαι ως πολίν χωσμένον εις το βρώμα,

και καθ ημέραν προσδοκάς τι να σε παραβάλλω.

Το τι σε θέλω εξαπορώ,το τι σε χρήζ’ ουκ οίδα

αν ουκ εθάρρεις κολυμβάν, κολυμβητής μη εγένου,

αλλ’ ας έκνηθες την λέπραν σου, και άς ήφινες εμέναν».

----------------------------------------------------------------

Ως δη αυτή, θεόστεπτε, προ των λοιπών απάντων,

και το ψωμίν εκλείδωσε και το κρασίν εντάμα,

φεύγει, λανθάνει, κρύπτεται, και κλείσασα την θύραν

εκάθισε αμέριμνος και με αφήκεν έξω.

Κρατών δε το σκουπόρραβδον, την θύραν απηρξάμην

ως δ’ ηγανάκτησα λοιπόν κρούων σφοδρώς την  θύραν

ευρών οπήν εσέβασα τ’ άκρον του σκουπορράβδου

εκείνη δε πηδήσασα και τούτου δραξαμένη

εταύριζεν απέσωθεν, εγώ δε πάλιν έξω

ως δ’έγνω ότι δύναμαι και στερεά τη σύρω,

χαυνίζει το σκουπόραβδον την θύραν παρανοίγει,

και παρ’ ελπίδα καταγής καταπεσών ηπλώθην

ως δ’ είδον ότι έπεσον ήρξατο του γελάν με…

---------------------------------------------------------------

Εγώ δ’ απάρας παρευθείς τρέχω προς το κουβούκλιν

και πίπτω εις την κλίνην μου,το γεύμα περιμένων.

Παραπεινάν αρξάμενος ανήλθον εκ της κλίνης,

και προς το αρμάριν επελθών  ευρίσκω κλειδωμένον.

Στραφείς ουν πάλιν έπεσον επάνω εις την κλίνην,

συχνά περιστρεφόμενος και βλέπων προς την θύραν.

Του γουν ηλίου προς δυσμάς μέλλοντος ήδη κλίναι,

βοή τις αφνω γίνεται και ταραχή μεγάλη,

εν και γαρ εκ των παίδων μου έπεσεν εκ του ύψους,

και ρούσαν κάτω έκειτο ώσπερ νεκρόν αυτίκα.

Συνήχθησαν οι γείτονες ως προς παρηγορίαν,

αι μανδραγούραι μάλιστα και πρωτοκουρκουσούραι,

και τότε ας είδες θόρυβον και ταραχήν μεγάλην.

Ασχολουμένων τοιγαρούν των γυναικών και πάντων

των συνελθόντων επ’ αυτώ, ως φθάσας είπον άνω,

του βρέφους τω συμπτώματι και του παιδός τω πάθει,

κρυπτώς απήρα το κλειδιν, και ήνοιξα το αρμάριν

φαγών ευθύς τε και πιών και κορεσθείς εξαίφνης,

εξήλθον έξωθεν καγώ θρηνών συν τοις εταίροις…



Το δεύτερο ποίημα, «Στίχοι του γραμματικού κυρού Θεοδώρου του Πτωχοπροδρόμου», αποτελείται από 117 στίχους. Το θέμα τώρα δεν είναι η γυναίκα του αλλά η πείνα του. Παρακαλεί τον αυτοκράτορα να τον ευεργετήσει, γιατί όπως

 σημειώνει  δεν τρέφεται με χόρτα και ακρίδες, « ακρίδας ου σιτεύομαι, ουδ’

αγαπώ βοτάνας, αλλά μονόκυθρον παχύν και παστομαγειρίαν», αλλά του αρέσουν νόστιμα εδέσματα. Το μόνο που  έχει να προσφέρει στους οικείους  που λιμοκτονούν είναι η πείνα,   από την οποία μοιάζουν « ότι είναι μεθυσμένοι και μαγειωμένοι και σαλοί και παραβροντισμένοι».



Αλήθεια, δίδεις με πολλά, πλην, αν τα συμψηφίσω,

τετράμηνον ου σώζουν με, ψυχοκρατούν ουδόλως,

μεδίμνους σίτου δώδεκα, ψυχρούς και ασβολωμένους,                    

και ουκ οίδα πως χορτάζουσιν οι δεκατρείς τον μήνα,

πάντως αν το μυρίζονται, μόλις να τους αρκέσει.

Χωρίς των δεδομένων μοι τούτων των τυπομάτων,

ου θέλω ξύλον καύσιμον, ου θέλω και καρβούνιν,

ου θέλ’ οψώνιν μερικόν άπαξ της εβδομάδος,

ου θέλουσιν υπόδησιν τους έχω μετ’ εμέναν;

Ου θέλω εγώ υποδήματα, χειμωνικά τουβία,

και κοντοσφίκτουρον παχύν, να το φορώ εις την ψύχραν; 

Ου θέλουν εις το σπίτιν μου λινάριν και βαμβάκιν,

βαψίματα, ραψίματα πετσώματα, πετσία,

αλεστικόν, φουρνιαστικόν, βαλανικόν, σαπώνιν,

τριψιδογαροπίπερον, κύμινον, καρναβάδιν,

μέλιν, οξείδιν, σύσγουδον, άλας, αμανιτάριν,

σέλινον, πρασομάρουλον, και κάρδαμον και ιντίβιν,

σπανάκιν, χρσολάχανον, γογγύλιν, μαντζιτζάνιν

φρύγιον, κράμβην και γουλίν και από το κουνουπίδιν;

…Λοιπόν η ση προμήθεια συντόμως μοι φθασάτω,

πριν φάγω και τα ακίνητα και πέσω και αποθάνω

και λάβης και τα κρίματα και πλημμελήματα μου

και των επαίνων στερηθείς ων είχες καθ’ εκάστην,

αλλ’ ίλεως σοι γένοιτο Χριστός μοι, σεβαστέ μου

και δοίη  σοι την αμοιβήν των εις εμε χαρίτων

πλουσίαν και αιώνιο, ως οίδεν, ως γινώσκει.



Το τρίτο ποίημα, « Έτεροι στίχοι Ιλαρίωνος μοναχού του Πτωχοπροδρόμου προς τον ευσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουήλ Πορφυρογέννητον τον Κομνηνόν»,αποτελείται από 447 στίχους. Στο ποίημα αυτό στρέφεται εναντίον  του μοναχικού βίου και των ηγουμένων και ζητάει από τον αυτοκράτορα

να στρέψει το βλέμμα του προς έναν νεαρό μοναχό, από τους πιο ταπεινούς που αφηγείται αληθινά πράγματα, τα οποία προκαλούν παράπονο και αγανάχτηση. Περιγράφει τον άτεγκτο και αυστηρό ηγούμενο ο οποίος έχει σκοπό της ζωής του την καλοπέραση.

Τιμωρεί  αυστηρότατα τον ποιητή για ασήμαντες αιτίες, θυμίζοντας του ότι έχει μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα. Από το ποίημα αυτό φαίνεται ότι ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος, αποσύρθηκε σε μοναστήρι στα τέλη της ζωής του, για να γλιτώσει από την γυναίκα του, αλλά « από της Σκύλλης ενέπεσεν εις την Χάρυβδιν».



 Εκείνοι τρώγουν βαθρακούς, ημείς δε το αγιοζούμιν,

εκείνοι πάντα πίνουσι το χιώτικον εις κόρον,

ημείς δε το βαρνιώτικον το νεροκοπημένον

εκείνοι πάντα το γλυκύν μετά των κουτρουβίων,

ημείς δε το νερούτσικον μετά των πινακίων

εκείνοι σεμιδάλινον, ημείς δε πιτεράτον

εκείνοι το αφρατόζεστον μετά του σησαμίου,

ημείς δε το χονδρόχυλον το στακτοκυλισμένον

εκείνοι τα λαλάγγια συχνάκις με το μέλι,

ημείς δε το αλαλάι τους συχνά  με το φαρμάκιν

εκείνοι τα γλυκίσματα με τας απαλαρέας,

ημείς δε τα χολόκκουκα με τας πολλάς πικρίας

εκείνοι τα νομίσματα συνάγουσιν απλήστως,

ημάς δε κατηχίζουσι περί φιλαργυρίας…

------------------------------------------------------------

Αν αρρωστήσει ο ηγούμενος η πόνος τον κρατήσει

Ορίζει, « φέρεται ιατρούς, τον δείνα και τον δείνα»

Έρχονται, βλέπουσιν ευθύς, κρατούσι τον σφυγμόν του,

λέγουσι, «ποίησε τα και τα, και ας γίνεται και τάδε».

Και όταν καβαλικεύσωσι και θέλουσιν υπάγειν,

εγέρνεται ο ηγούμενος και τάδε παραγγέλλει

« δότε τον δείνα τον ιατρόν καν δέκα μονοηλάτα,

τον δ’ άλλον δότε τον κρασίν καν δεκαπέντε μέτρα».

Ει δ’αρρωστήσει μοναχός η πόνος τον κρατήσει

γίνεται ο ηγούμενος ιατρός και τάδε παραγγέλλει

« ημέρας τρείς αφέτε τον και νηστικός ας κείται,

αν δε ζητήσει βρώσιμον, ψωμίτσιν και κρομμύδιν,

αν δε ζητήσει δια να πίη, νερούτσικον ολίγον».

Έδε ιατρός πανάριστος, έδε λαμπρός τεχνίτης

διέβη τον Οκτάριον, διέβη τον Κονίκλην,

διέβη τον Αέτιον, αυτόν τον Ιπποκράτην!...



Το τέταρτο ποίημα, « Στίχοι Θεοδώρου του Πτωχοπροδρόμου προς τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τον Κομνηνόν», είναι η περίφημη σάτιρα της φτώχειας ενός λογίου. Αποτελείται από 292 στίχους. Ο ποιητής εμφανίζεται ως ένας φτωχός λόγιος, που θυμάται τα νιάτα, αναρωτιέται πόσα ποιήματα πρέπει να γράψει για να βρει θεραπεία για την πείνα του, όταν ο πατέρας του τον συμβούλευε να σπουδάσει για να προκόψει. Τώρα που συγκρίνει τη φτώχεια και την πείνα του με την χορτάτη ζωή που κάνουν οι γείτονες του οι τεχνίτες και άλλοι μεροκαματιάρηδες, αναθεματίζει τα γράμματα.Κλείνοντας απευθύνει μια έκκληση βοήθειας  προς τον βασιλέα τον «κομνηνοβλάστητον από πορφύρας ρόδον».



Από μικρόθεν μ’ έλεγεν ο γέρων ο πατήρ μου,

«Παιδιν μου, μάθε γράμματα, και ωσάν εσένα έχει.

Βλέπεις τον δείνα, τέκνον μου; πεζός περιεπάτει

και τώρα, διπλοεντέληνος και παχυμουλαράτος,

Αυτός, όταν εμάνθανεν, υπόδησιν ουκ είχεν

και τώρα βλέπεις τον, φορεί τα μακρομύτικα του.

Αυτός, όταν εμάνθανε, ποτέ δεν εκτενίσθην,

και τώρα καλοχτένιστος και καμαροτριχάρης.

Αυτός, όταν εμάνθανε, λουτρόθυραν ουκ είδε

και τώρα λουτρακίζεται τρίτον την εβδομάδα.

Αυτός, ο κόλπος του έγεμε φθείρας αμυγδαλάτας,

και τώρα τα υπέρπυρα γέμει τα μονοηλάτα.

Και πείσθιτι γεροντικοίς και πατρικοίς μου λόγοις

και μάθε τα γραμματικά και ωσάν εσένα έχει.

Και έμαθον τα γραμματικά μετά πολλού του κόπου.

Αφού δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης,

επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν,

υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:

 «Ανάθεμαν τα γράμματα! Χριστέ, και οπού τα θέλει!

ανάθεμαν και τον καιρόν, κ’ εκείνην την ημέραν,

καθ’ ην με παρεδώκασιν εις το διδασκαλείον,…

-----------------------------------------------------------

Γείτοναν έχω κοσκινάν, φάρσωμα μας χωρίζει,

και βλέπω την ιστίαν του, πως συχνοφλακαρίζει,

και πως πολλάκις των κρεών την τσίκναν απολύει

πως δ’ αυ εις την ανθρακιάν την φοβεράν εκείνην

κείμενα βλέπω, βασιλεύ, τα πλήθη των ιχθύων

και εγώ τσικνώνω δια ψωμίν, ζητώ και ουδέν με δίδουν ,

αλλ’ ονειδίζουν άπαντες και καθυβρίζουσί με,

λέγοντες, «φάγε γράμματα και χόρτασε παπά μου»…

Να άνοιγα το αρμάριν μου, να τόβρισκα γεμάτον

ψωμίν κρασίν πληθυντικόν και θυνομαγερίαν

και παλαμιδοκόμματα και τζίρους και σκουμπρία

παρού ότι τωρ’ ανοίγωτο, βλέπω τους πάτους όλους,

και βλέπω χαρτοσάκουλα γεμάτα τα χαρτία.

Ανοίγω και την άρκλαν μου νάβρω ψωμίν κομμάτιν

και βρίσκω χαρτοσάκουλον άλλο μικροτερίτζιν.

Γυρεύω του κελίου μου τες τέσσερες γωνίες,

και βρίσκω σαρακιάρικα πολλά πολλά χαρτία…

Πείνα μου, πάλιν πείνα μου, και δεύτερον σε γράφω,

και τώρα μόνον αφες με, ότι ψωμίν ουκ έχω,

παυ’ ως να πάρω δανεικόν ποσώς ουκ ημερώθη.

Ει τις αν έχει σήμερον ψωμίν και λακοτίνιν,

εκείνος και φιλόσοφος, ρήτωρ και καλλιγράφος…

--------------------------------------------------------------

Την στράταν ήρχουμουν ποτέ με πείναν και με δίψαν,

Και τσίκναν γέμισεν πολλήν τ’ αρθούνια μου την στράταν,

κ’εις τ’ άντερα μου σέβηκεν και τάραξεν την πείναν

την τσίκναν ηκολούθησα κ’ εις μακελλειόν με πάγει,

εκ’ ηύρα κρεάς και ψήνασιν σουγλιταρεάν μεγάλην.

Του μακελλάρη την γυνήν ηρξάμην κολακεύειν,

« κυρά, κυρά μαστόρισσα, κυρά χορδοκοιλίστρα,

και μουτλογατανόσκουφε γυνή του μακελλάρη,

δος με ολίγον έντερον, δος με δαμίν μαστάριν,

λαπάραν εκ την λαπάραν σου,εξ αυτήν την βαστάζεις,

λαπάραν τραγανόδεχτον την άντικρυς νευρώδη,

την εκδαρμένην πάντοτε και μη παχαινευμένην,

την ούσαν σταφιδόχνοτον, την ακροσαχνισμένην…

-------------------------------------------------------------

Ίσταμαι τότε κατηφής και απομεριμνημένος

λιγοθυμώ, λιγοψυχώ από πολλής μου πείνας

και δια την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν

αρνούμαι τα Γραμματικά, τα κλαποτά προκρίνω…



Γλωσσάριο

Αγιοζούμιν= ζουμί από κρεμμύδι, λάδι, θρούμπη

άρκλα= αρτοθήκη

ακροσαχνισμένος= ελαφρά αποξηραμένος

απομεριμνημένος= ξέγνοιαστος

ασβωλομένος= λυπημένος

απαλαρέα= γλυκίσματα και φαγώσιμα που προσφέρονται στα μνημόσυνα,

πιάτο, κοχλιάριο με αγαθά.

άφνω= ξάφνου

βαβά= τροφός

βαθρακός= βάτραχος

βαρνιώτικον= κρασί της Βάρνας

δαμιν= λίγο

θυνομαγειρία= φαγητό με τόνο

ιντίβι= αντίδι

κλαπωτά= ρούχα χρυσοκέντητα

κοντοσφίκτουρο= ένδυμα κοντο και στενό

κουτρουβίων= καρπός της κάπαρης

λαλάγγια= σβίγγοι, είδος γλυκίσματος

λαπαρά= κοιλία

μαντζιτζάνι= βαζιζάνι-μελιτζάνα

μονοηλάτα= νομίσματα με την εικόνα του αυτοκράτορα Μανουήλ

μουτλογατανόσκουφος= εκείνος που το σκουφί του είναι στολισμένο με μπούκλες

και γάζες

σαρακιάρικος= ο φαγωμένος από σκουλήκια

σεμιδάλινον= ψωμί πρώτης ποιότητας

σύσγουδον= νάρδος-βαλεριάνα

συχνοφλακαρίζει= πετά σπίθες, συχνολάμπει

τουβία= γκέτες

τραγανά= δυνατά, μεγαλόφωνα

τριψίδι= κανέλα

τύπωμα= χρήμα

υπέρπυρα= χρυσά βυζαντινά νομίσματα

φάρσωμα= χώρισμα με σανίδες

χορδοκοιλίτσια= πατσάς

χονδρόχυλο= ψωμί κακής ποιότητας



πηγές: Ιδρυμα Μείζ. Ελληνισμού, «Φιλοσοφία του κρασοπατέρος και άλλα πτωχοπροδρομικά» εκδ.Γρηγόρη.