Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Η φωνή της μνήμης





Της Τασούλας Καραϊσκάκη

kathimerini

Χθες ήταν η Διεθνής Ημέρα Μουσείων, η τελευταία μιας εβδομάδας πολλαπλών εκδηλώσεων –προγράμματα για μαθητές, ημερίδες, συνέδρια, διαλέξεις, οργανωμένες ξεναγήσεις–, με όλα τα μουσεία ανοιχτά στο κοινό. Διότι οι επισκέψεις όλο και λιγοστεύουν. Κατά το ενδεκάμηνο του 2012 σημειώθηκε μείωση 4,1% στους επισκέπτες των μουσείων και πτώση 18,9% στις εισπράξεις σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011 (ΕΛΣΤΑΤ). Και είχε προηγηθεί, το 2011 σε σχέση με το 2010, άλλη μείωση, της τάξεως του 13%...
Σήμερα τα μουσεία δεν είναι αυτό που ήταν άλλοτε: για υπολογίσιμη μερίδα του κοινού, χώροι φορτισμένοι αρνητικά, κατανοητοί μόνο από ειδικούς, ταυτισμένοι με το παλιό, το στατικό, το κλεισμένο σε γυάλινες προθήκες. Δεν αποτελούν μόνο εκθεσιακούς χώρους, αλλά και σημεία συνάντησης, ψυχαγωγίας, κοινωνικής ζωής. Με τα σύγχρονα τεχνολογικά διαδραστικά μέσα, η ξενάγηση γίνεται πρόκληση και φαντασμαγορικό ταξίδι. Καθώς αλλάζει η κοινωνία, μεταβάλλονται κι αυτά, προσαρμόζονται στους καιρούς, απαλλάσσονται από τοίχους, όρια, στεγανά. Προσπαθούν να αποσείσουν τη ρετσινιά της κιβωτού του στείρου παρελθόντος, που έδινε τροφή σε θεωρίες (π.χ. ότι μόνο οι παρακμιακοί πολιτισμοί ασχολούνται με τη συντήρηση του παρελθόντος, οι ακμάζοντες καταστρέφουν το παλιό χτίζοντας πάνω του το νέο – η Ακρόπολη είναι χτισμένη πάνω στα απομεινάρια άλλου ναού), σε κινήματα καταστροφής των αστικών κατορθωμάτων («δημόσια κοιμητήρια, όπου κανείς βυθίζεται μονίμως σε ύπνο δίπλα σε μισητά και άγνωστα όντα», χαρακτήριζε τα μουσεία το 1909 ο Μαρινέτι στο Μανιφέστο του φουτουρισμού). Και το επιτυγχάνουν.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι έρευνες δείχνουν ότι τα μουσεία συνεχίζουν να μην αγκαλιάζουν το σύνολο της κοινωνίας, να θεωρούνται από τους πολίτες ότι δεν ασχολούνται με τα σύγχρονα προβλήματα, ότι δεν ωθούν στον διάλογο, ότι δεν επεκτείνονται στο παρόν και το μέλλον. Για πολλούς τα μουσεία, κλασική έκφραση του συλλέγειν –ένστικτο παλιό όσο ο άνθρωπος– παραμένουν αδιάφορα. Μπορεί να είναι μεγαλόπρεποι «ναοί των μουσών», λύκεια και ακαδημίες, βιβλιοθήκες και θησαυροφυλάκια, πινακοθήκες και εργαστήρια, αίθουσες θαυμάτων και περίεργων πραγμάτων, αλλά βρίσκονται μακριά από τη ζωή τους. Μόνο θεωρητικά αποτελούν φάρους διδασκαλίας, μέσα φώτισης, γνώσης· χώρους αποκάλυψης, μύησης, απόλαυσης.
Ισως γιατί έχουμε κόψει τα νήματα με το παρελθόν, δεν γεννά πια κύρος, φοβόμαστε να κοιτάξουμε στον άλλοτε επίλεκτο τόπο, το μέλλον, γαντζωνόμαστε από το παρόν και εκεί αυτοπεριοριζόμαστε. Μακριά από τη σκέψη ότι ο χρόνος είναι συνεχής ροή, είναι αλλαγή, αλλά και μνήμη – η ραχοκοκαλιά της εξέλιξης, η συνδετική ουσία των ημερών μας. Ετσι, αποστασιοποιημένοι από το χθες και το αύριο, μοιάζουμε να ζούμε χωρίς αυτογνωσία, δηλαδή χωρίς συνείδηση και χωρίς ταυτότητα.
Το κύρος, η ακτινοβολία ενός έθνους έχει να κάνει με τα επιτεύγματά του. Είναι, μάλλον, απαραίτητη η μορφωτική και ηθική μας ανασυγκρότηση, για να μπορεί η αρχαιολογία, η τέχνη, η ιστορία, η επιστήμη, η τεχνολογία, η φύση να εξευμενίσουν τις ψυχές. Να φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον εαυτό του, να τον κάνουν να κατανοήσει ό,τι τον συνδέει με τον κόσμο, και να επιχειρήσει μια επιστροφή στην πηγή. Δηλαδή σε μια νέα αρχή. Να μετατρέψει τη μνήμη σε φωνή. Τη δική του φωνή.

Ευχαριστούμε Μυρσίνη για την πρόταση του άρθρου.
Πηγή φωτογραφίας ert