Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Λεωνίδας Κύρκος:Μαρτυρίες ενός Νεάντερνταλ

(Πρόταση του Κώστα Κ.)
Tου ΘΑΝΑΣΗ ΚΑΡΤΕΡΟΥ iskra
Κύριε Κύρκο, κύριε Κύρκο, πώς πάει ο οπορτουνισμός; του φώναξε κάποιος πιτσιρικάς καθώς έβγαινε μια μέρα του 75 από το σπίτι του στα Εξάρχεια. Και για κακή μου τύχη συναντηθήκαμε λίγο αργότερα στη Θεμιστοκλέους, και μου ανέφερε οργισμένος το περιστατικό, ρωτώντας με τι είδους κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση είναι αυτή, να μαθαίνουμε στα νέα παιδιά –ήμουν στο γραφείο της ΚΝΕ τότε- να συμπεριφέρονται με τέτοιο θράσος.
Δεν έπρεπε να σου φωνάξει μέσα στο δρόμο, αλλά για τον οπορτουνισμό έχει δίκιο, του απάντησα έφιππος στο αυτονόητο δίκιο του κόμματος. Και τότε έγινε έξαλλος, νόμιζα ότι θα μου κοπανούσε κανένα χαστούκι εμένα, το νεαρό του φίλο αν και πολιτικό αντίπαλο όσο τον αφορούσε και πολιτικό εχθρό όσο με αφορούσε, που είχαμε γνωριστεί το 67 στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, που μου είχε βαφτίσει την κόρη, που μου εμπιστευόταν τον γιο του, που κάθε μέρα ήμουν στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Αλλά δεν με κοπάνησε δυστυχώς, δεν το συνήθιζε κάτι τέτοιο, αρκέστηκε μόνο να μου πετάξει στα μούτρα σχεδόν επί λέξει:
Δεν πειράζει, ο Θεός έφτιαξε τους νέους για να λένε και μερικές πολιτικές μα-λλλα-κί-ες. Όταν

πάψεις να είσαι πολιτικό Νεάντερνταλ τα ξαναλέμε. Α, ναι, ότι θύμωνε θύμωνε ο Λεωνίδας κι όταν θύμωνε τον φοβόταν το μάτι σου –μόνο η Καλλισθένη δεν χαμπάριαζε. Αλλά είχε και ένα μοναδικό χιούμορ. Και γελούσε με απόλαυση, με κυματισμούς, με πολλά ντεσιμπέλ, όλη η πολυκατοικία του άκουγε. Και τηλεφωνούσε από το περίπτερο και ύστερα ανακάλυπτε ότι δεν έχει δραχμή στην τσέπη του για να πληρώσει το τηλεφώνημα. Και σκούπιζε και μαγείρευε στο σπίτι γιατί η Καλλισθένη του ήταν για πολλά χρόνια σχεδόν κατάκοιτη, αν και πάντα αμετανόητη, σαρκαστική και πανέξυπνη. Και δεν δίσταζε να συμμετέχει σε μικρά σκάνδαλα, όπως στις μεταφράσεις κάποιων κατασκοπευτικών βιβλίων που κάναμε εν μέσω δικτατορίας για να βγάλουμε καμιά δραχμή, και στις οποίες χωρίς καμιά αιδώ μετέφραζε τo red dictatorship σε λαϊκή δημοκρατία. Και ήταν έτοιμος να πει μια γνώμη ανθρώπινη, κάποτε ειρωνική, συνήθως εύστοχη και πάντα απαλλαγμένη από την ενδημική στην αριστερά εμπάθεια, για πρόσωπα μυθικά τότε για μας τους νεότερους.
Το πιο χαρακτηριστικό που το θυμάμαι και που ελπίζω να μη θυμώσει που το καρφώνω, ήταν αυτό που μου είπε για τον Φλωράκη. Μόλις είχε αναλάβει Γραμματέας του ΚΚΕ ο Χαρίλαος τον ρώτησα αν τον έχει γνωρίσει και ποια ήταν η γνώμη του γι' αυτόν. Και δεν μου είπε τίποτε από τα τετριμμένα που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά αυτό:
Τουλάχιστον αυτός γαμάει!!!
Για να μου εξηγήσει σε συνέχεια μεταξύ αστείου και σοβαρού, ενώ εγώ τον κοίταζα μεταξύ περιέργειας και αποπληξίας, ότι στην πολιτική των ηγετών της αριστεράς το πρόβλημα της στέρησης αυτού του είδους ήταν αιτία πολλών λαθών και κυρίως πολλών άθλιων συμπεριφορών κι ότι κάποτε θα έπρεπε όλοι να μάθουμε τίποτε το ανθρώπινο να μη μας είναι ξένο, όχι μόνο για προσωπικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Κάπως έτσι.
Αλλά αξέχαστο είναι και το monument, που το εκφωνούσε με άψογη γαλλική προφορά και διανθισμένο με εντελώς αντικομουνιστικά γέλια. Βρισκόταν κάποτε πριν τη δικτατορία σε κάποιο συνέδριο στο Παρίσι, πήρε το λόγο ένα πολύ γνωστό στέλεχος του δικού μας κόμματος, και την ώρα που έλεγε τα δικά του ένας Γάλλος σύνεδρος έσκυψε στο αφτί ενός άλλου για να πει με θαυμασμό: Quell monument!! Τι μνημείο!! Κι από τότε κάθε φορά που μιλούσε για το στέλεχος αυτό το αποκαλούσε έτσι, μονυμάν, και γελούσε, ενώ είχε διευρύνει τη χρήση του χαρακτηρισμού και σε άλλους –ανάμεσά τους και κάποια στελέχη του τότε Συνασπισμού, ακόμα και στον εαυτό του: Κι εγώ μονυμάν είμαι, σιγά-σιγά πρέπει να πηγαίνω. Και όπως ξέρουμε το 'πε και το 'κανε, σεβάστηκε την υπογραφή που έβαλαν μαζί με τον Χαρίλαο σε μια χαρτοπετσέτα –τρελό, ε; αλλά τόσο χαρακτηριστικό για τους δυο τους- να παραιτηθούν σε συγκεκριμένη ημερομηνία από την ηγεσία του Συν.
Τελευταία φορά τον είδαμε μαζί με τον Δαρειώτη στο νοσοκομείο όπου κατέληξε μετά το ατύχημα της Αίγλης. Ήταν πικραμένος από τα συντροφικά σχόλια και σχολιανά που είχε ακούσει εξαιτίας της πρωτοβουλίας του εκείνης, αλλά αυτό που έμεινε τη μια ώρα περίπου που μείναμε εκεί ήταν τα γέλια, ο αυτοσαρκασμός του, μια πρόσχαρη αντιμετώπιση των πάντων, ακόμα και των ίδιων των λαθών του.
Χάσαμε, όλοι χάσαμε, και οι τρακόσοι, ετερόκλητοι και μπερδεμένοι χάσαμε, από την αναχώρηση του Λεωνίδα μας. Που υπήρξε κομμουνιστής με τους δικούς του όρους ως το τέλος, συνεπής με τους δικούς του όρους ως το τέλος, εξίσου γενναίος μπροστά στην απειλή της εκτέλεσης και μπροστά στις λοιδορίες των συντρόφων του ως το τέλος. Κυρίως όμως υπήρξε παρά την πολιορκία του επωνύμου και της επωνυμίας του, παρά τις τιμές και τη φήμη, παρά τη μόνιμη θέση του επί δεκαετίες στην εξέδρα των ηγετών, παρά τις καθυστερημένες αβρότητες εκείνων που κάποτε τον κυνήγησαν αμείλικτα, απλώς Λεωνίδας. Ότι κι αν σημαίνει για τον καθένα αυτό. Κι ότι κι αν ο καθένας καταλαβαίνει ή μπορεί να καταλάβει.
Πρόσεξε όταν πεθάνω μην τολμήσεις να γράψεις ή να μιλήσεις για μένα, έλεγε. Γιατί είμαι σίγουρος ότι η νεκρολογία σου θα είναι κάπως έτσι:
Πολύκλαυστε νεκρέ, χαίρομαι που υπήρξα φίλος σου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, σπούδασα, πάλεψα κλπ –ένας ύμνος για μένα δηλαδή, αντί ένας ύμνος για το νεκρό.
Μπορεί με όσα έγραψα παραπάνω να δικαιώνεσαι κάπως Λεωνίδα, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκτός από τη φιλολογία των νεκρολογιών υπάρχουν και τα δάκρυα.

Κάποια βιογραφικά στοιχεία για τον Λεωνίδα Κύρκο:
Ο ιστορικός ηγέτης της Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Γιος του πολιτικού Μιχαήλ Κύρκου, ο οποίος μαζί με τον Ιωάννη Πασαλίδη και με άλλες προσωπικότητες από τον χώρο της Αριστεράς ίδρυσαν την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ).
Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του λόγω των επανειλημμένων πολιτικών διώξεων. 
Το 1944 παντρεύτηκε την Καλλισθένη Σμπαρούνη και απέκτησαν δύο γιους, τον Μιχάλη και τον Μίλτο.

Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου φυλακίστηκε κατ’ επανάληψη και το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο. Η απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου δεν εκτελέστηκε λόγω της διεθνούς κινητοποίησης που προκλήθηκε με την παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας.


Εργάστηκε για πολλά χρόνια στην εφημερίδα Αυγή, αρχικά ως δημοσιογράφος και αργότερα ως διευθυντής (1958-1961).


Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου το 1961 με την ΕΔΑ στο Ηράκλειο και στη συνέχεια το 1963 και 1964.

Στις 21 Απριλίου 1967 συνελήφθη και παρέμεινε στη φυλακή για 5 χρόνια.
Με την διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968 συγκρότησε το ΚΚΕ Εσωτερικού μαζί με άλλα κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ.
Μετά την μεταπολίτευση εκλέχτηκε βουλευτής, το 1974 και το 1977, και ευρωβουλευτής το 1981 και το 1985.
Για πολλά χρόνια εργάστηκε για ως δημοσιογράφος και διευθυντής της εφημερίδας Αυγή.
Μαζί με το Χαρίλαο Φλωράκη, ίδρυσε τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, του οποίου υπήρξε γραμματέας μέχρι το Μάρτιο του 1991. Από το 1989 μέχρι το 1993 ήταν βουλευτής με τον Συνασπισμό.
To 2000 προτάθηκε τιμητικά από το κόμμα του Συνασπισμού για το αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας.
Το 2010, με επιστολή του δήλωσε στήριξή στο νέο κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς.
Η κηδεία του θα γίνει την Τετάρτη στις 5 το απόγευμα από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών.