Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Γιάννης Λακούτσης :Η πρώτη καταγεγραμμένη απεργία μετά την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830

 


Η πρώτη καταγεγραμμένη απεργία μετά την ανασύσταση του Ελληνικού κράτους το 1830

Η πρώτη καταγεγραμμένη εργατική απεργία στην Ιστορία, έχει καταγραφεί σε πάπυρο ο οποίος ήλθε στο φως μετά από αρχαιολογικές ανασκαφές και βρίσκεται σήμερα στο Τορίνο. Έγινε στην Αρχαία Αίγυπτο τον 12ο αιώνα π.χ. Για την ανέγερση των πυραμίδων εκτός από τους σκλάβους εργάζονταν και οικοδόμοι, χτίστες, τεχνίτες, οι οποίοι πληρώνονταν  . Η πληρωμή γινόταν σε είδος και συγκεκριμένα σε σιτάρι. Κατά  το 29ο έτος της αυτοκρατορίας του Ραμσή Γ, σε έναν μεγάλο αριθμό εργατών που δούλευε στη νεκρόπολη της ‘’ Κοιλάδας  των Βασιλιάδων’’, εκεί όπου είχαν ταφεί οι Φαραώ, οι αμοιβές καθυστερούσαν. Έτσι, όλοι μαζί, οι εργάτες αποφάσισαν να σταματήσουν να δουλεύουν και διαδήλωσαν φωνάζοντας: « Πεινάμε». Ο Ραμσής αύξησε τους μισθούς τους. Μετά από αυτό το γεγονός , οι απεργίες έγιναν συχνό μέσο διαμαρτυρίας και οι εργασιακές σχέσεις βελτιώθηκαν. Στην Ελλάδα κίνηση εργατικής διαμαρτυρίας, ενώ συνεχιζόταν ο απελευθερωτικός αγώνας, πραγματοποιήθηκε το 1826. Οι τυπογράφοι της « Γενικής  Εφημερίδος της Ελλάδος» απέργησαν με  αίτημα την πληρωμή καθυστερούμενων μισθών . Μετά  την ανεξαρτησία, κυρίαρχη πολιτική, τόσο του Καποδίστρια  όσο και του Όθωνα, ήταν ο περιορισμός των μορφών λαϊκής αυτοοργάνωσης. Έτσι, το 1833 με ένα από τα πρώτα νομοθετικά μέτρα θα χαρακτηριστεί αδίκημα « εκ συστάσεως αποχή εκ της εργασίας επι σκοπώ ισχυροποιήσεως αξιώσεων». Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι αναγνωρίζεται για πρώτη φορά με το Σύνταγμα του του 1864, μετά την έξωση του Όθωνα και ακολουθεί ένα κύμα ίδρυσης σωματείων κάθε είδους. Μέχρι το 1870 δεν υπάρχει κανένα σωματείο εργατικό ως προς τους στόχους του. Το 1869 εκδόθηκε από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού, 

« η ευεργετικοτάτη δια του Ελλην. Λαού αύτη εταιρεία, ήρξατο και εφέτος διδάσκουσα τα σωτηριώδη μαθήματά της. Προτρέπομεν τους συμπολίτας μας, ιδίως δε τας βιομηχανικάς και λοιπάς εργατικάς τάξεις, να προσέρχονται εις τας παραδόσεις και θέλουσι μάθει πολλά χρήσιμα» ( Χρόνος 9 Νοε. 1871),  φυλλάδιο με τίτλο   Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού ή συμβουλαί προς χειρώνακτας, στο οποίο, μεταξύ άλλων προειδοποιούνται οι εργάτες για το ατόπημα που συνιστά η κάθοδος σε απεργία. Μετά από δέκα χρόνια, όμως και συγκεκριμένα  στις 14 Φεβρουαρίου του 1879, συμβαίνει το « ατόπημα». Τόπος εκδήλωσης η Σύρα, όπως λεγόταν τότε η Σύρος. Είναι η  πρώτη καταγεγραμμένη απεργία από τις μεγαλύτερες σε  ένταση και διάρκεια, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. ( Πληροφορίες αναφέρουν ότι είχαν προηγηθεί και παλιότερα απεργίες, όπως η απεργία στο Νομισματοκοπείο το 1830, η απεργία των καταστηματαρχών της Αίγινας το 1831, ή η απεργία  των εργατών  των μεταλλείων του Λαυρίου το 1871, χωρίς περισσότερες  λεπτομέρειες). Η Σύρος, ήταν η μοναδική ελληνική πόλη της εποχής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εργατούπολη, γνωστή σε όλο τον κόσμο ως κύριο εμποροναυτιλιακό και βιομηχανικό κέντρο της Μεσογείου. Η  Ερμούπολη ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της Ανατολής. Η εμπορική κίνηση από το 1850 και ύστερα έκανε τους Άγγλους μεγαλέμπορους να τη θαυμάζουν. Κατά τη δεκαετία του 1870 διέθετε ήδη οργανωμένο ναυπηγείο στο οποίο απασχολούνταν 1.500 εργάτες, όπως και βυρσοδεψεία, με 500 εργαζόμενους. Η αποδοτικότητα στη ναυπηγική βιομηχανία αυξήθηκε, φθάνοντας σε παραγωγή 60-80 πλοίων ετησίως. Μάλιστα στην Ερμούπολη ιδρύθηκε στην αρχή του 1879 το πρώτο εργατικό σωματείο στα χρονικά, με την επωνυμία  « Αδελφικός Σύλλογος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου». Η Σύρος ήταν το κέντρο της αντιπολίτευσης κατά τη βασιλεία του βασιλιά Όθωνα. Εκεί ξεκίνησε η Εξέγερση του Λεωτσάκου το 1862.

Ο οικονομικές συνθήκες της εποχής είχαν επιδεινωθεί μετά το ξέσπασμα της νομισματικής  κρίσης, που εξανέμισε σχεδόν ολοκληρωτικά την αξία των ήδη εξευτελιστικών ημερομισθίων με τα οποία αμείβονταν οι εργάτες του νησιού. Κατά την περίοδο αυτή που συζητάμε, οι συναλλαγές στη Σύρο γίνονταν με ξένα νομίσματα, κυρίως ρωσικά αλλά και τουρκικά τα οποία υποτιμώνται. Τα ελληνικά κέρματα, είχαν τραβηχτεί στο εξωτερικό από διάφορους χρηματιστές και εμπόρους και ο κόσμος αναγκάζονταν να συναλλάσσεται με ξένο νόμισμα. Η δραχμή όπου έκανε την εμφάνισή της, κυκλοφορούσε υπερτιμημένη κατά 18%. Μέχρι το 1879 το ίδιο υπερτιμημένα κυκλοφορούσαν και τα ξένα νομίσματα. Η υπερτιμημένη αυτή  αξία των νομισμάτων με την οποία γίνονταν οι καθημερινές συναλλαγές, ονομαζόταν «αγοραία διατίμηση». Το κράτος και η Εθνική τράπεζα, στις συναλλαγές τους με τους πολίτες λάμβαναν υπ’ όψη την πραγματική των νομισμάτων και της δραχμής και αυτό αποκαλούνταν « βασιλική διατίμηση». Η υποτίμηση αγγίζει το 25%-27%. Η τιμή του ψωμιού ανεβαίνει. Η απώλεια για τους εργαζόμενους φτάνει στο 50%.  « Εξακολουθεί η σύγχυσις εν τη αγορά της πόλεώς μας ένεκα της κυκλοφορίας των Ρωσικών νομισμάτων  των 10 και 15 και 20 καπικίων τα οποία η αισχροκέρδεια επεσώρευσεν εις τον τόπον τούτον υπερτιμήσασα αυτά και ήδη υποτιμούμενα επέρχεται μεγίστη εις τον λαόν ζημία και  εκτός τούτου ταραχαί και διαπληκτισμοί μεταξύ των αθώων πολιτών οίτινες γίνονται θύματα καθ’ εκάστην της απληστίας των αρχόντων μας…»

( ΦΑΝΟΣ Ερμουπόλεως 27 Φεβρ. 1879).  Το Φεβρουάριο του 1879  συγκροτείται το πρώτο εργατικό σωματείο με την ονομασία «Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου», το οποίο διοργανώνει απεργία, στις 14 Φεβρουαρίου του 1879.  « Απεργία εργατών του ναυπηγείου. Εν βήμα έτι εις την πρόοδον! Έχομεν και εν Σύρω  απεργίαν τετρακοσίων περίπου εργατών. Το ναυπηγείον αργεί. Οι εργάται του ναυπηγείου συνελθόντες και σύνδεσμον  εργατικόν συστήσαντες δια συμβολαιογραφικής πράξεως υπήχθησαν εις όρους ορίζοντας το ημερομίσθιον εκάστης των τριών τάξεων των εργατών, εις ας διηρέθησαν, τας εργασίμους ώρας και την σειράν των εργασθησομένων. Τα ημερομίσθια, ως εικός, προσδιωρίσθησαν εις ανωτέραν τιμήν της συνήθους και τούτου ένεκεν αι εργασίαι  εν τω ναυπηγείων έπαυσαν, πολλά δε πλοία εν τω μέσω της κατασκευής ή και εν τω πέρατι αυτής ευρισκόμενα μένουσιν άνευ εργατών, οίτινες, αργοί περιφερόμενοι, προσδοκώσι την επίδρασιν της απεργίας των επί των εργολάβων της κατασκευής των πλοίων…» ( ΠΑΤΡΙΣ Ερμουπόλεως 17 Φεβρ. 1879). Η απεργία έληξε και οι εργάτες επέστρεψαν στην εργασία τους αφού πέτυχαν μια μικρή αύξηση των ημερομισθίων τους, « ουχί όμως εκείνην ην δια της απεργίας αυτών ήθελαν να επιβάλωσιν».Μόλις όμως επέστρεψαν στη δουλειά τους οι ναυπηγοί άρχισαν τις απολύσεις των πρωταιτίων , κάνοντας ταυτόχρονα νέες προσλήψεις. Έτσι, στις 27 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, οι  εργάτες των ναυπηγείων κατεβαίνουν σε νέα απεργία. Επανέρχονται, όμως,  στην εργασία άνευ όρων τον Ιούλιο του 1879, αλλά τότε μπορούσε να εργαστεί μόνο το ¼ από τους 500. Το 1882 το ναυπηγείο ήταν σχεδόν νεκρό ( 220 εργάτες). Την απεργία των ναυτεργατών ακολούθησαν στις 19 Φεβρουαρίου οι εργάτες των βυρσοδεψείων. Συστάθηκε κοινή επιτροπή για συνεννόηση με τις αρχές της πόλης, ώστε προσωρινά να γίνονται δεκτά τα νομίσματα στην αγοραία τους διατίμηση. Ζήτησαν από τους εργοδότες να αποδεχτούν τα εξής αιτήματα: Αύξηση ημερομισθίου κατά 27%, πληρωμή σε νόμισμα με βάση τη βασιλική διατίμηση. Κατάργηση της κουτουράδας ( κατ’ αποκοπή εργασία), κατάργηση της κυριακάτικης δίωρης απασχόλησης η οποία δεν πληρωνόταν και λιγότερες ώρες εργασίας. Η άρνηση των εργοδοτών οδήγησε σε απεργιακές κινητοποιήσεις.  

« Τους εργάτας του εν Σύρω ναυπηγείου περί της απεργίας των οποίων διελάβομεν εν τω προχθεσινώ ημών φύλλω, εμιμήθησαν και  οι εν τω βυρσοδεψείων, μετά μείζονος όμως ζωηρότητος. Και ούτοι απεφάσισαν να παύσωσιν εργαζόμενοι όπως εξαναγκάσωσι τους εργοστασιάρχας αυτών να αυξήσωσι τα ημερομίσθια και τακτοποιήσωσιν επί το ανώτερον τας εργασίμους ώρας, διότι τινές των συντεχνιτών αυτών δεν προσεχώρησαν εις την τοιαύτην συμφωνίαν αλλ’ απέσχον και προσήλθον εις τα εργοστάσια όπως εργασθώσιν επί ταις αυταίς συμφωνίαις, οι απεργοί ερεθισθέντες ηπείλουν συσσωματωμένοι να επιτεθώσι κατ’ αυτών εντός των εργοστασίων. .. η  τάξις αποκατεστάθη μεταξύ των εργατών, και η εργασία επανελήφθη μεταμεληθέντων και των  απεργών διά την διαγωγήν των»                               

 ( Παλιγγενεσία 22 Φεβρ 1879). Παρά την κατάληξη που είχε το απεργιακό κίνημα της Σύρου το 1879, λίγο μετά αφού είχαν γίνει γνωστοί οι αγώνες των Συριανών, οι απεργίες κατέκλυζαν παντού μια Ελλάδα, που μαστιζόταν από αδικίες και απάνθρωπες συνθήκες εργατικής ζωής.   

Γιάννης Λακούτσης