Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ ΤΟ 1820



Δημήτρης Τουτουντζής 
     Όταν ο νεαρός Γάλλος διπλωμάτης υποκόμης De Marcellus διορίστηκε στην πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, το 1816, κατεχόταν από τη μέθη της πρώτης γνωριμίας με τον ονειρικό αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Γραμματέας το 1820 της γαλλικής πρεσβείας, υπήρξε πρωταγωνιστής της αρπαγής του αγάλματος της Αφροδίτης που βρίσκεται από τότε στο Μουσείο του Λούβρου.

    Τα περιστατικά της μεγάλης αυτής αρχαιοθηρικής περιπέτειας δεν έχουν εντελώς αποσαφηνισθεί. Παραμένουν ακόμα σκοτεινές οι συνθήκες ακρωτηριασμού της θεάς κατά τη διάρκεια του άγριου διαγκωνισμού των μνηστήρων της στη Μήλο. Υπάρχουν στην υπόθεση πτυχές που θυμίζουν στρατιωτικές επιχειρήσεις, μυστικό πόλεμο, κατασκοπία και ίντριγκες. Δεν λείπει το στοιχείο της βίας, της απάτης, του ηθικού καταναγκασμού και των πολιτικών εκβιασμών. Μια εφιαλτική υπόθεση με μυθιστορηματική ατμόσφαιρα, αλλά και με στοιχεία αποκαλυπτικά και διδακτικά.

    Έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές. Ο Marcellous αφηγείται στο
χρονικό του πως απόχτησε το γλυπτό. Είναι η επίσημη γαλλική άποψη. Η μισή αλήθεια. Τα γεγονότα παραποιούνται για λόγους προσωπικούς (ο νεαρός διπλωμάτης επιθυμεί να εξωραΐσει το ρόλο του) και για λόγους πολιτικούς (σκόπιμη απόκρυψη περιστατικών που αναφέρονται στο σκοτεινό ρόλο των γαλλικών Αρχών εκείνης της εποχής).


    Ας παρακολουθήσουμε πρώτα την αφήγηση του Marcellous.   

    Το 1814 είχε αποκαλυφθεί το αρχαίο θέατρο της Μήλου. Σ’ αυτή την περιοχή, στα δεξιά της κοιλάδας που οδηγεί στη θάλασσα και όχι μακριά από τις κατακόμβες, κοντά στο σημερινό Κλήμα, ένας Έλληνας γεωργός, Γιώργης το όνομά του, (ήταν ο Θεόδωρος Κεντρωτάς.Ο Γιώργης ήταν γιος του), ενώ έσκαβε το χωράφι του, τέλη Φεβρουαρίου 1820, βρήκε το πανωκόρμι του αγάλματος και μερικές άλλες αρχαιότητες. Αμέσως μετέφερε το γλυπτό στο στάβλο του. Δύο βδομάδες αργότερα ανακάλυψε και το κάτω τμήμα.

    Εκείνες τις μέρες είχε αράξει στο λιμάνι της Μήλου, μαζί με άλλα γαλλικά πολεμικά, εξ’ αιτίας του καιρού, και το πλοίο «(La Chevrette)», με πλοίαρχο τον Gauthier, που ταξίδευε με υδρογραφική αποστολή στη Μαύρη Θάλασσα. Ο σημαιοφόρος του πολεμικού Dumont dUrville (ο κατοπινός διάσημος φυσιοδίφης), έμαθε για την ανεύρεση του γλυπτού, το είδε και το σχεδίασε βιαστικά. Παράλληλα οι αξιωματικοί επιφόρτισαν τον πρόξενο της Γαλλίας στη Μήλο Brest να το αγοράσει. Έγιναν οι σχετικές επαφές αλλά η υπόθεση τραβούσε σε μάκρος, τα παζάρια δεν κατέληξαν πουθενά. Έστρωσε ο καιρός και τα γαλλικά πολεμικά συνέχισαν τη ρότα τους. Μερικά έφτασαν στην Πόλη και ειδοποίησαν την πρεσβεία.

    Ο κόμης De Clarac, συντηρητής του Μουσείου του Λούβρου, στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1821 για το άγαλμα, γράφει ότι ο χωριάτης, αφού μετέφερε τέλη Φεβρουαρίου 1820 και έκρυψε στο στάβλο του το πάνω μέρος του αγάλματος, πρότεινε στον πρόξενο της Γαλλίας στη Μήλο Brest να το αγοράσει. Αυτός συμβουλεύτηκε τον κυβερνήτη του πολεμικού «Emulation», που είδε μαζί με άλλους αξιωματικούς το άγαλμα μόλις ανακαλύφθηκε από το γεωργό και αμέσως έγραψε στο Γάλλο πρεσβευτή στην Πόλη. Στις 16 Απριλίου άραξε στη Μήλο το πολεμικό «Chevrette)» με υδρογραφική αποστολή. Ο σημαιοφόρος DUrville βγήκε στη στεριά, έμαθε για το άγαλμα και έσπευσε επί τόπου. Είδε το πανωκόρμι στο στάβλο και το κάτω μέρος στο

Χωράφι. Λίγες μέρες αργότερα γύρισε στην Πόλη και ανέφερε σχετικά στον πρεσβευτή.

Ο πρεσβευτής έστειλε αμέσως στη Μήλο τον γραμματέα της πρεσβείας  De Marcellus με την πολεμική γολέτα «Estafette».

    Ας δούμε τώρα τι γράφει ο Marcellus.

    «Βγαίνοντας στη στεριά είδα με θλίψη να φορτώνουν σε ένα ελληνικό μπρίκι με οθωμανική σημαία (ήταν γαλαξειδιώτικο και ταξίδευε με τουρκική σημαία για το Γαλάτσι), όλα τα μάρμαρα που αποτελούσαν το αντικείμενο των επιθυμιών μου. Ωστόσο δεν έχασα κάθε ελπίδα. Παρακάλεσα τον πλοίαρχο του «Estafette» να εμποδίσει την αναχώρηση του ελληνικού πλοίου. Αλλά δεν χρειάστηκε γιατί ήταν αδύνατο να αποπλεύσει επειδή ο άνεμος ήταν ενάντιος.

    Ο Marcellus έσπευσε στο Κάστρο και κάλεσε στο σπίτι του προξενικού πράκτορα τους προεστούς. Εκεί έμαθε ότι το άγαλμα είχε καπαρωθεί από κάποιον καλόγερο, που επειδή κατηγορήθηκε για παρανομίες και καταχρήσεις, είχε κληθεί στην Πόλη για να λογοδοτήσει. Σκόπευε λοιπόν να προσφέρει το άγαλμα πεσκέσι στο δραγουμάνο του Στόλου (τον Νικ. Μουρούζη), για να εξασφαλίσει την εύνοιά του».

    Δεν πρόκειται για καλόγερο αλλά για τον ιερέα Οικονόμο Βεργή της Μήλου. Ο παπα-Βεργής και οι προεστοί του νησιού είχαν εντολή του δραγουμάνου του Στόλου να αγοράζουν για λογαριασμό του όλες τις αρχαιότητες που έρχονταν στο φως.

    «Ο καλόγερος είχε ασκήσει ψυχολογικό καταναγκασμό στο Γιώργη για να του αποσπάσει το άγαλμα. Όσο για την πληρωμή θα γινόταν κατά την επιστροφή του. Η μεταφορά των μαρμάρων στο λιμάνι έγινε χωρίς προσοχή. Στα τραντάγματα πρέπει να αποδοθούν τα πρόσφατα χτυπήματα που παρατηρούνται στον κορμό του αγάλματος και κυρίως η φθορά στις πτυχές του ελαφρού και κυματιστού φορέματος που πέφτει στα γόνατα της θεάς».  

    Σκέφτηκε ότι πριν αρχίσει τις διαπραγματεύσεις έπρεπε να δει και να εκτιμήσει το άγαλμα. Αλλά δεν του επέτρεψαν.

    ¨Ερεθισμένος από τα εμπόδια που έβλεπα να πολλαπλασιάζονται, παρακινημένος από κάποιο ένστικτο ή μάλλον, θα το πω, από τη λαχτάρα μιας νεανικής καρδιάς να παλέψει για κάτι που φαινόταν αδύνατο, αποφάσισα να αποχτήσω το άγαλμα με κάθε θυσία, έστω και αν αργότερα αποδεικνυόταν πως δεν ήταν αντάξιο τόσου ζήλου»

    Ο Marcellus γράφει πως όταν ο Γάλλος πρόξενος ζήτησε να αγοράσει το άγαλμα οι προεστοί του απάντησαν αρνητικά. Εκείνος τότε απηύθυνε νότα στα ευρωπαϊκά καράβια ζητώντας να μην παραλάβουν το άγαλμα. Ειδοποιήθηκαν οι προεστοί ότι ο αποκλεισμός του Γάλλου προξένου, που πρώτος είχε ζητήσει την αγορά, καθιστούσε άκυρη οποιαδήποτε άλλη συμφωνία. Ο νεαρός διπλωμάτης έδειξε τα φιρμάνια του και μια επιστολή του πατριάρχη. Αλλά τα φιρμάνια και τα γράμματα δεν ανέφεραν τίποτα για το άγαλμα.

    Για να ταξιδέψει ο Marcellus, όπως όλοι οι ξένοι υπήκοοι και περιηγητές, εφοδιάστηκε με το καθιερωμένο φιρμάνι και την πατριαρχική σύσταση για τις γνωστές διευκολύνσεις και περιποιήσεις από τις τοπικές οθωμανικές Αρχές και τους ραγιάδες. Ο διπλωμάτης σκέφτηκε πως θα μπορούσε να παραπλανήσει τους προεστούς ή να τους τρομοκρατήσει. Μάταια, βέβαια, γιατί οι προεστοί ήξεραν πως εκδίδονταν τα φιρμάνια και πως γράφονταν οι επιστολές του πατριάρχη και για ποιο σκοπό.

    Οι προεστοί απάντησαν ότι ο καλόγερος δεν εννοούσε να παραδώσει το γλυπτό που

αγόρασε και ότι είχε εντολή του δραγουμάνου του Στόλου να το μεταφέρει στην Πόλη.

    Γύρισε στο λιμάνι και ξαναπροσπάθησε να δει το άγαλμα. Μπήκε στη λέμβο του γαλλικού πολεμικού και με μερικούς αξιωματικούς ζύγωσε το ελληνικό μπρίκι που ήταν αραγμένο σε απόσταση δύο μιλίων.

    «Ξαφνικά βλέπω στο μουράγιο έναν καβαλάρη να καλπάζει προς το ελληνικό πλοίο. Ήταν ο καλόγερος. Πρόλαβε και έδωσε εντολή να μας κρατήσουν σε απόσταση. Πραγματικά, μόλις φτάσαμε σε απόσταση βολής τουφεκιού, ο Αλβανός πλοίαρχος, (Γαλαξιδιώτης ήταν), ύψωσε την οθωμανική σημαία, κάλεσε το πλήρωμα στα όπλα και αρνήθηκε να επιτρέψει την άνοδό μας στο πλοίο. Την άλλη μέρα οι προεστοί υποστήριξαν ότι το άγαλμα δεν ανήκει σε ένα άτομο, στον καλόγερο, αλλά στην κοινότητα της Μήλου. Ήταν λοιπόν αποφασισμένοι να το στείλουν στο δραγουμάνο».

    Ο Marcellus είδε τη νέα αυτή απόφαση ως υποχώρηση. Προσπάθησε λοιπόν να τους πείσει ότι τέτοιο δώρο ήταν άχρηστο και χωρίς καμιά αξία στην Πόλη. Τους υπενθύμισε πως οι Τούρκοι απεχθάνονταν τα ανθρωπόμορφα έργα τέχνης και κυρίως τα ακρωτηριασμένα αγάλματα. Το άγαλμα βέβαια δεν προοριζόταν για τους Τούρκους, που πραγματικά αποστρέφονταν τα ανθρωπόμορφα έργα τέχνης για λόγους θρησκευτικούς, αλλά για τον αρχαιοσυλλέκτη Έλληνα δραγουμάνο του στόλου. Ζήτησε να του παραδώσουν το γλυπτό και έθεσε προθεσμία μιας ώρας.

    Οι προεστοί αποσύρθηκαν σε νέα σύσκεψη. Μόλις ξαναφάνηκαν συνοδεύονταν από το Γιώργη, τον ιδιοκτήτη του αγάλματος. Αυτή τη φορά είπαν πως αν δεν φοβούνταν μήπως δυσαρεστήσουν το δραγουμάνο θα έδιναν τα μάρμαρα.

    «Για να ησυχάσουν τους έδωσα ένα γράμμα προς το δραγουμάνο. Έγραφα σ’ αυτόν τον Έλληνα πρίγκιπα – ήταν φίλος μου – για την αφοσίωση που έδειξαν οι προεστοί στο πρόσωπό του και την έντιμη συμπεριφορά τους σε μένα. Στο τέλος τον παρακαλούσα να τους έχει υπό την προστασία του. Έγραψα επίσης επιστολή στον Γάλλο πρεσβευτή και τον παρακαλούσα να προστατεύσει τα συμφέροντα των κατοίκων της Μήλου σε περίπτωση που θα αντιμετώπιζαν κάποια ενόχληση εξ’ αιτίας της συμφωνίας μας».

    Πλήρωσε στο Γιώργη το ποσό που είχε συμφωνηθεί και πρόσθεσε γενναιόδωρα και το ένα τρίτο παραπάνω. Το ίδιο βράδυ το άγαλμα μεταφερόταν στο γαλλικό πολεμικό.

    Τα δύο τμήματα ήταν ενωμένα με μια μεταλλική σφήνα που δεν βρέθηκε. Οι πτυχές του φορέματος έκρυβαν τη γραμμή όπου έσμιγαν τα δύο τμήματα του γλυπτού. Η κόμμωση είχε εντελώς αποσπαστεί από το κεφάλι αλλά ήταν καλά διατηρημένη.

    Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στη Μήλο ένα μπρίκι ολλανδικό από τη Σμύρνη και μια αγγλική φρεγάτα από τη Μάλτα. Αλλά ήταν αργά.

    Το άγαλμα έμεινε στη γολέτα τέσσερις μήνες ταξιδεύοντας στη Ρόδο, Κύπρο, Αλεξάνδρεια και Πειραιά.

    Στο μεταξύ, ο δραγουμάνος του Στόλου, μαθαίνοντας την αρπαγή, πρόσταξε να συλληφθούν οι προεστοί της Μήλου και να οδηγηθούν στη Σίφνο. Εκεί μπροστά στους αντιπροσώπους των άλλων νησιών, τους ανάγκασε να γονατίσουν, τους μαστίγωσε ο ίδιος και τους επέβαλε πρόστιμο 7.000 πιάστρων.

    Στη Σμύρνη η Αφροδίτη θα μεταφορτωθεί από το πολεμικό «Estafette» στο πολεμικό

«La Lionne».Το Φεβρουάριο του 1821 βρισκόταν στο Παρίσι.

    Η αρπαγή του αγάλματος είχε και διπλωματική συνέχεια. Η Βαυαρική κυβέρνηση αξίωσε επίσημα να της παραδοθεί η Αφροδίτη γιατί βρέθηκε στην περιοχή του αρχαίου θεάτρου, που είχε αγοράσει ο βαρώνος Haller to 1814.

    Αυτή είναι η αφήγηση του Marcellus, η προσωπική εκδοχή αλλά και η επίσημη άποψη της Γαλλίας. Αποσιωπά όμως ότι για την απόκτηση του αγάλματος ασκήθηκε ωμή βία, ότι κατά τη διάρκεια αιματηρής ελληνογαλλικής συμπλοκής στο λιμάνι της Μήλου η περιλάλητη Αφροδίτη έπαθε φθορές και άλλα πολλά.

    Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γάλλος, ενώ σημειώνει στο χρονικό πως μια μεταλλική σφήνα ένωνε τα δύο τμήματα του γλυπτού, δεν αναφέρει τίποτα για τα χέρια που λείπουν και τις άλλες φθορές.

    Δύο ερωτήματα προβάλλουν. Πρώτα-πρώτα σε ποια κατάσταση βρισκόταν το άγαλμα τη στιγμή που περιερχόταν στην κατοχή των Γάλλων. Και δεύτερον, κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η αρπαγή.

    Από τα στοιχεία που ήρθαν στο φως μέσα στο ΙΘ΄ αιώνα προκύπτει ότι το άγαλμα, όταν βρέθηκε από το Θεόδωρο Κεντρωτά ή Μποτόνη, ήταν ανέπαφο. Υπήρχαν και τα δύο χέρια.

    Όταν πληροφορήθηκε την ανακάλυψη ο υποπρόξενος της Γαλλίας στη Μήλο, έσπευσε να αναφέρει στον προϊστάμενό του γενικό πρόξενο στη Σμύρνη Pierre David. Στο έγγραφο της 12 Απριλίου 1820 (βρέθηκε στα αρχεία του προξενείου), αναφέρεται ότι «η Αφροδίτη κρατεί στο χέρι το μήλον της έριδος». Ο πρόξενος έδωσε αμέσως εντολή στον υποπρόξενο να φροντίσει για την αγορά του γλυπτού.

    Στο μεταξύ ο σημαιοφόρος  DUvrille, ενώ βοτανολογούσε στη Μήλο, πληροφορήθηκε την ανεύρεση του αγάλματος και έσπευσε στον αχερώνα του Κεντρωτά, συγκέντρωσε πληροφορίες και σχεδίασε το γλυπτό. Το σπίτι του Κεντρωτά βρισκόταν στο χωριό Πλάκα, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το σημείο όπου βρέθηκε το άγαλμα. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο Κεντρωτάς δεν έκρυψε το άγαλμα στον αχερώνα του, στο χωριό, αλλά σε μια από τις παρακείμενες (σε απόσταση μόλις 50 μέτρων) μικρές κατακόμβες που υπάρχουν στη Μήλο. Ήταν ευκολότερη η μεταφορά και εξασφαλιζόταν το εύρημα από τα περίεργα βλέμματα. Σε ένα από αυτά τα λαξευτά σπήλαια, χριστιανικό νεκροταφείο των ρωμαϊκών χρόνων, βρέθηκε χαραγμένο το όνομα του Γάλλου σημαιοφόρου  DUvrille, που είδε πρώτος και σχεδίασε το άγαλμα της Αφροδίτης.              

  Φτάνοντας στην Πόλη ενημέρωσε τον Γάλλο πρεσβευτή, που εξαπόστειλε αμέσως στη

Μήλο το γραμματέα της πρεσβείας Marcellus με το πολεμικό «Estafette».

    Ο DUrville πέθανε το 1841 σε σιδηροδρομικό δυστύχημα. Είχε γίνει στο μεταξύ αντιναύαρχος. Άφησε όμως ένα ημερολόγιο όπου εξιστορεί τα περιστατικά της αρπαγής του αγάλματος. Σ’ αυτό το ημερολόγιο βεβαιώνει πως η Αφροδίτη είχε και τα δύο της χέρια. «Το άγαλμα παρίστανε μια γυμνή γυναίκα. Με το αριστερό ανασηκωμένο χέρι κρατούσε ένα μήλο και με το δεξί συγκρατούσε το πτυχωτό φόρεμα που έπεφτε στα γόνατά της».

    Μαζί με το σημαιοφόρο είδε το άγαλμα και ένας Γάλλος αξιωματικός, ο υποπλοίαρχος Matterer. Αυτός δημοσίευσε, ύστερα από το θάνατο του υποναυάρχου DUvrille, μια νεκρολογία το 1842 για τον παλιό συνάδελφό του, στο περιοδικό του γαλλικού πολεμικού Ναυτικού. Στο κείμενό του αυτό ενώ βρισκόταν ακόμα σε υπηρεσία, γράφει ότι μπήκε στον αχυρώνα μαζί με το σημαιοφόρο. «Πόση ήταν η έκπληξή μας όταν είδαμε ξαφνικά μπροστά μας ένα ωραίο άγαλμα από Παριανό μάρμαρο. Δυστυχώς τα δύο χέρια ήταν κομμένα και η άκρη της μύτης είχε υποστεί φθορά».

    Αλλά όπως αποκαλύφθηκε αργότερα η παράγραφος της νεκρολογίας για τα κομμένα χέρια υπήρξε αποτέλεσμα καταναγκασμού, γιατί υποχρεώθηκε από «υψηλά ιστάμενα

πρόσωπα» να αποκρύψει την αλήθεια. Επειδή ωστόσο ένοιωθε τραυματισμένος ψυχικά γι’ αυτή την πλαστογραφία, φρόντισε να καταγράψει τα πραγματικά περιστατικά σε μια μυστική έκθεση που ήρθε στη δημοσιότητα μετά την αποχώρησή του από το Ναυτικό, το 1868.

    «Τώρα μπορώ να πω την αλήθεια, γιατί στην ηλικία μου δεν φοβάμαι πια την οργή των ανθρώπων, κυρίως εκείνων που κατέχουν υψηλές θέσεις. Το 1842 θα ήταν ασύνετη πράξη να αποκαλύψω τι ειπώθηκε και τι ακριβώς έγινε για την απόκτηση της Αφροδίτης της Μήλου. Θα αντιμετώπιζα την οργή των μεγάλων του Παρισιού και κυρίως του υπουργού των Ναυτικών. Είναι βέβαιο ότι ο υπουργός δεν θα επέτρεπε να δημοσιευθεί η αφήγησή μου. Αφήνω που θα με αποστράτευε. Και εγώ τότε ήμουν στην Υπηρεσία, πλοίαρχος του πολεμικού Ναυτικού».

    Οι «μεγάλοι του Παρισιού» κράτησαν με εκβιασμούς και απειλές στο σκοτάδι επί μισόν αιώνα  την αλήθεια για το άγαλμα. Αν αποκαλύπτονταν τα πραγματικά περιστατικά, ότι δηλαδή το άγαλμα ήταν άθικτο και ότι ο ακρωτηριασμός έγινε κατά την επιχείρηση αρπαγής, η Γαλλία θα αντιμετώπιζε κατηγορίες για βανδαλισμούς και την παγκόσμια κατακραυγή, όπως ο Έλγιν και η Αγγλία για τις καταστροφές των γλυπτών του Παρθενώνα. Με τη έκθεση του Matterer θα αποδεικνυόταν ότι και οι Γάλλοι ακολούθησαν στην Ελλάδα τις ίδιες ακριβώς μεθόδους με του Βρετανούς αρχαιολαφυραγωγούς. Αποτελούσε λοιπόν θέμα γοήτρου για τη γαλλική κυβέρνηση να κρατηθούν μυστικές οι βιαιότητες και ο ακρωτηριασμός.

    Στη νέα μαρτυρία του ο Matterer γράφει ότι η Αφροδίτη είχε το ένα χέρι ανέπαφο. «Όταν ο κ. DUvrille και εγώ είδαμε το άγαλμα στον αχερώνα είχε το αριστερό χέρι υψωμένο και κρατούσε ένα μήλο. Το δεξί ήταν κομμένο στο ύψος του αγκώνα».

    Ο DUvrille σημειώνει ότι το δεξί χέρι κρατούσε το φόρεμα της θεάς που έπεφτε. Φαίνεται πως το τμήμα του χεριού που έλειπε ήταν πρόσθετο και είχε αφαιρεθεί κατά τη μεταφορά των δύο τεμαχίων του αγάλματος επειδή άγγιζε το κατώτερο τμήμα. Πρόσθετο μπορεί να ήταν και το αριστερό αλλά δεν δημιουργούσε προβλήματα κατά τη μετακίνηση.

    Πλάνη και σύγχυση πρέπει να αποκλεισθεί, γιατί ο σημαιοφόρος σχεδίασε το άγαλμα με λεπτομέρειες και ιδιαίτερα τη θέση των χεριών. Το άγαλμα λοιπόν βρέθηκε ακέραιο και ανέπαφο στην υπόγεια κρύπτη.

    Υπάρχει όμως μια παραφωνία. Ένας δόκιμος του πολεμικού ο Olivier Voutier, ο κατοπινός φιλέλληνας, που πήρε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα με το βαθμό του συνταγματάρχη, παρεμβαίνει στη διένεξη για τα χέρια της Αφροδίτης το 1874, 54 χρόνια μετά την ανακάλυψη του αγάλματος. Ο Voutier ήταν ο πρώτος που είδε το άγαλμα. Σε ένα φυλλάδιο που τυπώθηκε μετά τις αποκαλύψεις του Matterer, αφηγείται ότι την ώρα που βρέθηκε το άγαλμα από το χωριάτη, ενεργούσε και αυτός εκεί κοντά ανασκαφικές εργασίες. Μόλις κατάλαβε πως ο γείτονάς του κάτι ανακάλυψε, έσπευσε επί τόπου, έσκυψε στο κοίλωμα και είδε το πάνω μέρος του αγάλματος ακρωτηριασμένο. Οπωσδήποτε η μαρτυρία του DUvrille είναι πιο πιθανή. Γιατί ο Voutier αφηγείται σε ηλικία 80 χρόνων γεγονότα που είχαν συμβεί πριν από μισόν αιώνα. Κοντά στα άλλα δεν γνωρίζει την τύχη του αγάλματος. Γράφει ακόμη ότι το κάτω τμήμα του γλυπτού χάθηκε.

    Δεν πρέπει να αμφισβητηθεί η μαρτυρία του Voutier. Για να τοποθετηθεί το γλυπτό στην υπόγεια κρύπτη θα αποσυνδέθηκε για να καλύψει λιγότερο χώρο. Για τον ίδιο λόγο θα είχαν αποσπαστεί τα πρόσθετα χέρια, θα είχαν εναποτεθεί εκεί κοντά ανάμεσα στις άλλες αρχαιότητες που βρίσκονταν στο κοίλωμα.. Όταν ο χωριάτης μετέφερε τα τεμάχια

του γλυπτού στο στάβλο, τα συναρμολόγησε για να διαπραγματευτεί με τους υποψήφιους αγοραστές. Σε αυτή την κατάσταση πρέπει να είδε το άγαλμα ο DUvrille. Ακέραιο, στημένο όρθιο. Και έτσι το σχεδίασε. Η διαφωνία λοιπόν ανάμεσα στις μαρτυρίες του Voutier και του DUvrille οφειλόταν στο γεγονός ότι οι δύο Γάλλοι δεν είδαν το άγαλμα ταυτόχρονα και στο ίδιο σημείο. Ο πρώτος το είδε στην αρχική του κατάσταση, στην κρύπτη, ο δεύτερος συναρμολογημένο.

    Έχουμε και μαρτυρίες από τη Μήλο. Ο Γάλλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας Ε. Doussault που ταξίδεψε πολλές φορές στην Ελλάδα, συνάντησε το1847 στη Μήλο τον υποπρόξενο Brest, ο οποίος τον βεβαίωσε ότι η Αφροδίτη κρατούσε μήλο στο αριστερό χέρι. Ο ίδιος ο Brest δήλωσε το 1852 στο Γάλλο πλοίαρχο Salicis ότι το δεξί χέρι κρατούσε το φόρεμα που έπεφτε στα γόνατα.

    Δύο δεκαετίες αργότερα δημοσιεύτηκε συνομιλία του J. Ferry, άλλοτε πρεσβευτή της Γαλλίας στην Αθήνα, με τον Αντώνη Μποτόνη, (το όνομά του ήταν Δημήτρης Κεντρωτάς ή Μποτόνης), γιό του χωριάτη που ανακάλυψε το άγαλμα. Ο γέροντας Μηλιώτης είπε στον Ferry τον Μάρτιο του 1867, με σιγουριά και με διάφορες χειρονομίες επιβεβαιωτικές, ότι το άγαλμα βρέθηκε όρθιο με το αριστερό χέρι απλωμένο να κρατάει ένα μήλο.

    Και τώρα η Ελληνική πλευρά. Έχουμε τη μαρτυρία του γιου του χωριάτη, που ανακάλυψε το άγαλμα, Δημήτρη Κεντρωτά, που το 1820 ήταν 18 χρόνων βοηθούσε δε τον πατέρα του στις δουλειές και παρακολούθησε όλα τα περιστατικά. Η Αφήγηση έγινε το 1867 στο Μηλιώτη Αριστείδη Ταταράκη, φοιτητή τότε της φιλολογίας. Ο Δημήτρης Κεντρωτάς είπε ότι ενώ ο πατέρας του ξέχωνε οικοδομήσιμες πέτρες στο χωράφι του κοντά στο αρχαίο θέατρο, βρέθηκε μπροστά σε ένα υπόγειο κοίλωμα χωρισμένο σε τρεις στοές. Στη μεσαία, την πιο ψηλή, είδε όρθιο το άγαλμα. «ου η μεν αριστερά χειρ απέκρυπτε τους μαστούς ή δε δεξιά εκράτει μήλον». Ο Κεντρωτάς χώρισε εύκολα τα δύο τμήματα του γλυπτού που ενώνονταν στο υπογάστριο με σιδερένια ράβδο και «επιθέσας αυτά εφ’ εκατέρωθεν των δύο ημιόνων του τα μετέφερεν εις τον αχυρώνα του». Ύστερα ειδοποίησε τον δημογέροντα Ιάκωβο Ταταράκη. Ο δημογέροντας συνεννοήθηκε με τον παπά Βεργή και ακολουθώντας τις εντολές που έδωσε ένα χρόνο πριν ο δραγουμάνος του Στόλου Νικ. Μουρούζη όταν επισκέφθηκε τη μήλο το 1819 και είχε παραλάβει όλα τα βιβλία που βρίσκονταν στην καγκελαρία του νησιού από της αλώσεως της Πόλης μέχρι το 1710, αποφάσισε να στείλει το άγαλμα στην Πόλη. Πληροφορήθηκε όμως την ανεύρεση του γλυπτού ο Γάλλος υποπρόξενος Brest και ειδοποίησε τους προϊσταμένους του. Λίγες μέρες αργότερα η Αφροδίτη φορτώθηκε στο γαλαξειδιώτικο καράβι που έτυχε να αράξει στο λιμάνι. Το άγαλμα αφηγείται ο Κεντρωτάς, «μετεφέρθη εις τον λιμένα και επεβιβάσθη σώον εκτός μικρών τινών βλαβών κατά τας πτυχάς του ενδύματος».

    Τι ακριβώς συνέβη στο λιμάνι της Μήλου ιστορεί o Matterer:

    «Όταν ο κ. Marcellus έφτασε στη Μήλο, το άγαλμα  είχε κιόλας πουληθεί για 2000 πιάστρα στον παπά και συσκευασμένο είχε μεταφερθεί από το κάστρο στο γιαλό για να φορτωθεί σ’ ένα εμπορικό καράβι που θα έκανε πανιά για την Πόλη. Αν με κάποιο θαύμα ζωντάνευε η Αφροδίτη θα έκλαιγε πικρά βλέποντας να τη σέρνουν στα βράχια, να την αναποδογυρίζουν, να την κατρακυλάνε άνθρωποι που βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. Παραλίγο να γκρεμιστεί στη θάλασσα. Και να γιατί. Ενώ ο Marcellus που βρισκόταν στη γέφυρα του πολεμικού ήταν έτοιμος να βγει στη στεριά βλέπει μεγάλη σύναξη στην ακρογιαλιά. Κατάλαβε πως θα γινόταν μάχη, γιατί ο παπάς υποστηριζόταν από τους Έλληνες. Λέει λοιπόν στον κυβερνήτη του πολεμικού: Πρέπει να οπλισθούμε

με τουφέκια και σπαθιά και να οπλίσουμε επίσης καμιά εικοσαριά ναύτες. Έτσι και

έγινε. Μπήκαν σε μια λέμβο και βγήκαν στην παραλία. Ακολούθησε πανδαιμόνιο γύρω από το κασόνι με την Αφροδίτη Έλληνες δεν ήθελαν να παραδώσουν το άγαλμα. Ξαφνικά ο κυβερνήτης του πολεμικού, άνθρωπος πολύ δραστήριος, κραύγασε: Ναύτες, πάρτε το κασόνι και ρίχτε το στη λέμβο!

    Τότε άρχισε η μάχη. Σπαθιά και ρόπαλα ανέμισαν. Ο δύστυχος παπάς δέχτηκε πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και τη ράχη. Το ίδιο και οι Έλληνες που έσκουζαν απελπισμένα και ζητούσαν βοήθεια από το Θεό. Ο πρόξενος, οπλισμένος με σπαθί και ένα ρόπαλο πολεμούσε καλά. Κόπηκε ένα αυτί, το αίμα κυλούσε και μέσα σε αυτή τη μάχη οι ναύτες τραβολογούσαν το κασόνι που τραμπαλιζόταν και έπεφτε δεξιά και αριστερά και το μετέφεραν στο πολεμικό. Εκεί έχασε η Αφροδίτη το αριστερό χέρι».

    Το 1820 ταξίδεψε στη Μήλο ο Morey, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών και είχε συνομιλία με τον πρόξενο Brest. Τα στοιχεία που συγκέντρωσε επιβεβαίωσαν τη μαρτυρία του Matterer. Στο λιμάνι της Μήλου σημειώθηκε άγρια σύγκρουση γύρω από το πολύτιμο λείψανο «ανάμεσα σε ναυτικούς πολλών εθνών».

    Ο Μηλιώτης Δημήτρης Κεντρωτάς ή Μποτόνης, αυτόπτης μάρτυρας της αρπαγής, βεβαιώνει ότι τα χέρια κόπηκαν κατά τη συμπλοκή στο γιαλό.

    «Το πλοίον ητοιμάζετο να αναχωρήσει, ότε αίφνης ελλημενίσθη το αυτό γαλλικόν πλοίον, δι’ ου ο εν Κωσταντινουπόλει πρέσβυς της Γαλλίας ειδοποιήθη δια τα περί του αγάλματος, φέρον μεθ’ εαυτού και υπάλληλον της γαλλικής πρεσβείας. Ο απεσταλμένος ούτος της γαλλικής πρεσβείας συνεννοήθη μετά του Λ. Βρεστ ν’ αποσπάσωσι το άγαλμα από τας χείρας των Γαλαξειδιωτών και δια της βίας εάν η χρεία το καλέσει. Αλλ’ ο δημογέρων Ιακ. Ταταράκης και ο Οικονόμος Βεργής, εννοήσαντες ταύτα, κατήλθον εις τον λιμένα και παρώτρυνον τον Γαλαξειδιώτην πλοίαρχον ν’αντιστή δια πάσης θυσίας. Κατήλθε μετ’ ολίγον και ο Λ. Βρεστ μετά του απεσταλμένου της γαλλικής πρεσβείας. Τότε ο δημογέρων και ο Οικονόμος Βεργής ήρχισαν να ερίζωσι σφοδρώς μετά του Βρεστ, μέχρις ύβρεων προελθόντες και ο Βρεστ εκολάφισε τον ιερέα. Τότε δε ο Γάλλος πλοίαρχος διέταξε πάραυτα να εξοπλισθώσι τρεις λέμβοι και να επιτεθώσι κατά των Γαλαξειδιωτών, οίτινες ίσταντο επί του καταστρώματος του πλοίου των έτοιμοι εις άμυναν. Αλλά μετ’ ολίγον ηναγκάσθησαν να παραδώσωσιν το άγαλμα, διότι το πλοίον των εκινδύνευσε να βυθισθή υπό των Γάλλων. Ίσως τότε, καθώς ο Κεντρωτάς και πάντες οι επιζώντες των συμβεβηκότων εκείνων θεαταί πιστεύουσιν, απεκόπησαν αι χείρες του αγάλματος, είτε διότι μετά πολλής βίας και αγανακτήσεως ανέσυρον αυτό εκ του έρματος οι Γαλαξειδιώται, όπου το είχον εναποθέσει, και το επιβίβασαν εις την γαλλικήν λέμβον, είτε και επίτηδες αποκόψαντες τας χείρας αυτού δια να μεταφέρωσιν αυτάς προς τον Μουρούζην προς πλειοτέραν πίστωσιν των όσων υπέρ αυτού υπέφερον. Οι Γάλλοι βεβαίως μη ιδόντες το άγαλμα προ της εις το πλοίον των αποβιβάσεως αυτού, ενόμισαν ότι ούτως, άνευ χειρών ευρέθη, και ως εκ τούτου δεν εζήτησαν κατόπιν αυτάς, ο δε Βρεστ δεν επανείδε πλέον το άγαλμα μετά την εις το γαλλικόν πλοίον επιβίβασίν του». (Αρ. Ταταράκη).

    Η αφήγηση ωστόσο του Κεντρωτά δεν ικανοποιεί τις απορίες. Αν παραδεχτούμε ότι τα χέρια ήταν πρόσθετα, και αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία του Voutier, που πρώτος είδε το άγαλμα στην υπόγεια κρύπτη, πρέπει να μεταφέρθηκαν στο γιαλό σε χωριστό κασόνι ή με διαφορετική συσκευασία. Αλλά και το γλυπτό αποσυναρμολογήθηκε στα δύο του τμήματα για τη διευκόλυνση της μεταφοράς στο λιμάνι. Αποκλείεται λοιπόν να αποσπαστήκαν ή να θρυμματίσθηκαν κατά τη διάρκεια της συμπλοκής. Μόνο οι φθορές

στον κορμό, στις πτυχές και στην κεφαλή πρέπει να αποδοθούν στη βιαστική μεταφορά από το ένα καράβι στο άλλο. Τι έγιναν όμως τα χέρια της θεάς; Μπορεί, καθώς ήταν χωριστά συσκευασμένα, να έμειναν στο ελληνικό μπρίκι ύστερα από την αρπαγή. Οι  Γάλλοι του πολεμικού δεν ήξεραν αν το άγαλμα ήταν ακρωτηριασμένο. Και αν το ήξεραν δεν είχαν καιρό να ασχοληθούν με τέτοιες λεπτομέρειες. Το πλήρωμα πάλι του ελληνικού καραβιού δεν θα είχε καμιά διάθεση να παραδώσει και τα χέρια του αγάλματος στους άρπαγες. Και άλλες εικασίες θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει.

    Οι δημογέροντες είχαν βρεθεί σε δεινό δίλημμα. Ούτε τον επίφοβο δραγουμάνο ήθελαν να δυσαρεστήσουν ούτε τους Γάλλους, που άλλωστε ασκούσανε άμεσες πιέσεις. Δεν αποκλείεται να διχάστηκαν. Άλλοι δέχτηκαν την πρόταση του Marcellus να καλυφθούν με εγγυητική επιστολή του, απέναντι στο δραγουμάνο και άλλοι αντιστάθηκαν προβλέποντας επικίνδυνες περιπλοκές. Έτσι εξηγείται γιατί αντιμετώπισαν και των Γάλλων την ωμή βία και του Μουρούζη την εκδίκηση, εξευτελισμούς και πρόστιμα. Γράφει δε ο Αρ. Ταταράκης. Μετ’ ολίγον ξένος τις, (Τούρκος διοικητικός υπάλληλος), ελθών εκ Ναυπλίου, εις μεν τον Πέτρον Ταταράκην και Ιωάννην Αρμένην επέβαλε πρόστιμον 8000 γροσίων, άπερ επλήρωσαν μεν ούτοι, αλλ’ έλαβον ταύτα κατόπιν παρά της γαλλικής κυβερνήσεως, εις δε τον δυστυχή Κεντρωτάν εζήτει να φιλοδωρήση 100 ραβδισμούς, όστις καταφυγών εις το γαλλικόν προξενείον απέφυγεν την φιλόφρονα δωρεάν.



Πηγή: Τέταρτος τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα».