Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΜΑΓΑΖΙΑ



ΜΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑ
Σ' αναζήτησα σήμερα, στο βροχερό πρωί, και δεν σε βρήκα. Προχώραγε η ώρα με σιγανοψιχάλισμα κι ο λεπτός γκρίζος ίσκιος σου δεν διαγραφόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κάτω απ' τα παράθυρά μου. Πλάι - πλάι όπως πάντα οι δυο κάδοι, ο μπλε και ο πράσινος, αλλά άφαντος ο σχεδόν μόνιμος σκαλιστής τους, ο ψάχτης τους. Περνούσαν και κάτι οργανωμένοι ρακοσυλλέκτες με καρότσι, που και που, τον τελευταίο καιρό, αλλά η δική σου παρουσία ξεχώριζε. ''Νύχτωσε κι εκείνος ο λεπτός κύριος δεν φάνηκε στους κάδους όπως πάντα..'' ψιθύρισε χθες το απόγευμα η μητέρα. '' Και τον είχα συνηθίσει...τόσο καλοβαλμένος...'' Δεν απάντησα, την άφησα να συνεχίσει το μουρμουρητό της, μόνη της, σα μονόλογο : '' Καλέ, το φαντάζεσαι! Να ψάχνουν άνθρωποι που δεν σού πάει ο νους στα σκουπίδια! Που φτάσαμε! ''
Δεν έβλεπα τι έβρισκες στις σακκούλες που άνοιγες κι έπαιρνες
μαζί σου. ΄Οταν το επέτρεπε η πλάτη σου μόνο, εστίαζα το βλέμμα στα χέρια σου καθώς τις έψαυαν. Κινήσεις χεριών μουσικού, ποδιών σκύλου ταυτόχρονα.'' Τίποτα ψωμιά, ποιος ξέρει τι βρίσκει εκεί μέσα...'', σχολίαζε εκείνη, ατενίζοντας. Δεν απαντούσα στην απέραντη μόνωσή σου, στη βουβή απελπισία σου, έτσι όπως χανόσουν στο σκοτάδι που έπεφτε με τη σακκούλα στο χέρι, λίγες ώρες πριν περάσουν τα σκουπιδιάρικα. Δεν θέλω να μάθω πως βρήκες άλλους προσφορότερους κάδους, σ’ άλλη γειτονιά. Κάποια πιο ανθρώπινη έκβαση σ' όλο αυτό θα με ικανοποιούσε περσότερο, κι ας μην σ' έβλεπα. Πάντως όπως και νάναι, όπου και νάσαι, ένας μακρινός ίσκιος πίσω απ' τα τζάμια σού λέει καλημέρα.

ΑΣΜΑ ΕΛΕΓΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΝΟΙΚΙΑΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΜΟΥ
..Και με την τσίμπλα στο μάτι κάθε πρωί, καθώς πέφτουμε πάνω σ' εκείνο το κοκκινοκίτρινο, ξεθωριασμένο ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ μονίμως κρεμασμένο στο τζάμι, χρόνια τώρα, αρχίζουμε την ελεγεία:
(Eγώ) - Αυτό ούτε νοικιάστηκε ούτε και πρόκειται να νοικιαστεί ποτέ, εις τον αιώνα τον άπαντα..
(Εκείνη) - Τι να το νοικιάσουνε; Να το κάνουνε τί; Να πληρώνουνε ενοίκιο και να μην μπαίνει ψυχή; Αφού κλείνουνε το ένα μετά το άλλο τα μαγαζιά στη γειτονιά... δεν το βλέπεις; Φοβούνται να νοικιάσουνε τώρα...
(Εγώ) - Λένε πώς ζητάει πολλά ο ιδιοκτήτης.. το περιποιήθηκε βέβαια..κούκλα τόκανε από τότε πούφυγε ο Κυριάκος με το μουτζούρικο συνεργείο αυτοκινήτων του, αλλά τι να το κάνεις... (Εκείνη) - Τι ωραία θάταν να γινόταν ένα μίνι μάρκετ, να ήταν απέναντι όποια ώρα το χρειάζεσαι... να μην περπατούσαμε μέχρι την Τριών Ιεραρχών ή τον Σκλαβενίτη.. Ερήμωσε η γειτονιά... Βραδιάζει κι έξω δεν περνάει ψυχή..λες και βρίσκεσαι στην άκρη του κόσμου...΄Ηταν και το περίπτερο πιο κάτω...πάει κι αυτό.. Μούχε πει ότι θα το αναλάμβανε ο γιος του απ' τη στιγμή που πήρε σύνταξη ο περιπτεράς.. τίποτα... (Εγώ) -  Απ’ τα τσιγάρα, μούπε ο ψιλικατζής, είν’ ελάχιστο το κέρδος πια... Πέθαναν ένα σωρό κτίρια και μαγαζιά... (Εκείνη)- ΄Οπως οι άνθρωποι κι' αυτά.... Ακολουθεί μια νεκρολογία για χαμένες ψυχές της τελευταίας επταετίας δίπλα- πάνω δεξιά, δίπλα- κάτω αριστερά, διαγώνια απέναντι και πίσω απ' το σπίτι που δεν προσφέρεται λεπτομερώς και ονομαστικώς για ανάρτηση, δεν θάταν απλή ελεγεία αλλά πεισιθάνατη μαραζώματος μεμψιμοιρία.

TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ