Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει τελευταία με τον αγαπητό Ανάργυρο τον εξ αναργύρων.
Είχαμε διαφορά ηλικίας αλλά συχνά έσμιγε η παρέα μου με την παρέα του, και ιδιαίτερα με τον ίδιο.
Για πολλά χρόνια, τότε του Σκάρλετ, του Ύδρα Μπήιτς,
της Ντίσκο, της ταβέρνας, ήταν ο ευχάριστος ξεσηκωτής, ο παρακινητής:
"Φύγαμε!" τον άκουγες να λέει, για οπουδήποτε. Και 10 να είμαστε, ως εκ
θαύματος βρίσκαμε τρόπο, και στην ανάγκη με το μηχανάκι του τρεις τρεις.
Περνούσε με το μηχανάκι, σε έβλεπε στο δρόμο και σε μάζευε για γλέντι.
"Μα που θα πάμε!"; "Ανέβα και μη μιλάς! Φύγαμε!!".
Πρώτος στο χορό, πρώτος, στα γλέντια, πρώτος στις πλάκες. Χατήρι δεν μας χάλαγε, ούτε του χαλάγαμε.
Μια
φορά τρεις στο μηχανάκι πηγαίναμε για Σκάρλετ. Έλα όμως που είχαν
ρίξει υγρή πίσσα στον μισό δρόμο για να τον ασφαλτοστρώσουνε την
επομένη. "Σιγά σιγά θα το περάσουμε και τούτο! Εδώ ο Μωυσής πέρασε τη
θάλασσα!"
Πράγματι σιγά σιγά φτάσαμε, και με προσοχή, γιατί
μεταφέραμε και την κιθήν του Πασχάλη μαζί. Φτάσαμε, ξεπεζέψαμε και
μπαίνουμε ορμητικά στη Ντίσκο να βρούμε τους υπόλοιπους. Μόλις μας
βλέπουν πατάνε τα γέλια. Τα παπούτσια μας και τα πατζάκια ήταν μαύρα, ο
δε τρίτος στο μηχανάκι είχε όλη την πλάτη πισσαρισμένη.
Ξεσπάει στα γέλια ο Ανάργυρος και φωνάζει υψώνοντας την κιθήν ¨" Μόλις έφτασε το τρίο λος πίσσος!"
Όποιον έβρισκε (και βρίσκει) στο δρόμο να τον εξυπηρετήσει αμέσως. Ξέχναγε πού πήγαινε και έκανε την υπόθεσή σου υπόθεσή του.
Σιδεράς από τους λίγους. Και όταν καθόμαστε στο
καφενείο μας έβαζε το πρόβλημα: "Επιστήμονες! Βάζω το πρόβλημα της
στριφτής σιδερένιας σκάλας! Να μου σχεδιάσετε στο χαρτί μια σιδερένια
στριφτή σκάλα, ώστε όλα της τα σκαλοπάτια να είναι ίδια και το τελευταίο
να βγαίνει ακριβώς στην ταράτσα, όντας ίδιο με τα άλλα. Γιατί εγώ που
δεν είμαι επιστήμονας την φτιάχνω!"
Πάντα νικητής στους διαγωνισμούς του Ύδρα Μπήιτς στο χασάπικο με τους συγχορευτές του με βραβείο μία πεντάκιλη μουρταδέλα.
Γι' αυτό και τον Ανάργυρο δεν τον χαρίζουμε σε κανέναν.
"Εσείς είσαστε επιστήμονες των χαρτιών, εγώ είμαι της ζωής". Απόλυτο δίκιο είχε.
Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος