Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Τα ορφανά



                                                              Τα ορφανά
                                                                                  Του Βικτ. Ουγκώ
                                                                               (Μεταφρ. Δημ. Βικέλα)
Μάνα, κοιμάσαι; Άνοιξε τα μάτια σου κι ομίλει,
ομίλει και σκιαζόμεθα να σου μιλούμε μόνα.
Άλλες φορές στον ύπνο σου εσάλευες τα χείλη
κι όταν κοιμόσουν έμοιαζε πως λες την προσευχή σου.
Απόψε είσαι ήσυχη και κρύα σαν εικόνα,
τα χείλη σου ακίνητα, βουβή η αναπνοή σου.
Μάνα, γιατί στο στήθος σου γέρνεις την κεφαλή σου;
Σ’ εφταίξαμε τα έρημα κι εσφάλισες τα μάτια,
και δεν γυρίζεις  να μας δεις στα πόδια σου πεσμένα,
ο λύχνος σβήνει στην γωνιά τα ξύλα στακτωμένα
τρίζουνε, αν δεν μας νοιασθείς, μανούλα, σε κομμάτι
κι εμείς κι ο λύχνος κι η φωτιά μαζί θα αποσβυσθούμε.
Και τι θα πεις όταν μας δεις νεκρά και παγωμένα
και μας  μιλείς και  ’μεις νεκρά τι λέγεις δεν θ’ ακούμε,
του κάκου θα παρακαλείς για μας την Παναγιά σου,
θα μας κρατείς αναίσθητα στην κρύαν αγκαλιά σου.
Ξύπνησε, μάνα, βάλε μας κι εμάς να κοιμηθούμε
φέρε τα κρύα χέρια σου μεσ’ στα ζεστά μας στήθη.
Αχ, τόσην ώρα τα πτωχά σε κράζουμε του κάκου.
Ξύπνησε, μάνα, να μας πεις κανένα παραμύθι.
Πε μας το βασιλόπουλο που χρυσά ρούχα εφόρει,
που ήταν η αγάπη του μεσ’ στην σπηλιά του δράκου,
που είχε άσπρο άλογο με πέταλ’ ασημένια,
Κι εσκότωσε τον δράκοντα και του ’κλεψε την κόρη.
Η φέρε τ’ Ωρολόγι σου εικόνες να μας δείξεις,
να ιδούμε αγγέλους με πτερά κι αγίους με τα γένια,
και τον Χριστό της Παναγιάς στην μητρική αγκάλη.
Άκουσε, μάνα, ξύπνησε! Τα μάτια δεν θ’ ανοίξεις;
Σκιαζόμεθα… Ο λύχνος μας σβήνει αγάλι, αγάλι
Κρυώνουμε και στη γωνιά έγινε η στάκτη στίβα.
Ξύπνησε, μάνα, τα στοιχειά  θάμβουν μεσ’ στην καλύβα.
Ω, φθάνει πια ο ύπνος σου, η προσευχή σου φθάνει.
Μη  μας  τρομάζεις! Άνοιξε τα μάτια σου μητέρα!
Άλλη φορά μας έλεγες για ’κείνον που πεθαίνει
πως μεταβαίνει σ’άλλη γη, σε μια ζωή δευτέρα.
Για θάνατο, για μνήματα, μας έλεγες θυμάσαι;
Για πε μας τι ειν’ ο θάνατος; Δεν μιλείς; Κοιμάσαι;

Ολονυχτίς τα ορφανά έτσι παραπονιούνταν
κι ουδ’ άκουγε, ουδ’ άνοιγε τα μάτια της η μάνα
κι όταν ξημέρωσε η αυγή, κι εκείνη εκοιμούνταν
λυπητερά στην εκκλησιά εσήμαν’ η καμπάνα.
Κι οι χωρικοί που έρχονται το βράδυ απ’ τον αγρό τους,
στην θύρα την μισάνοικτη εγύριζαν το μάτι,
και στέκουνταν κι εκοίταζαν στο εύκαιρο κρεβάτι
γονατιστά τα δυο παιδιά να κάμουν τον σταυρό τους.

Γιάννης Λακούτσης