Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Η μπλε ιστορία


Photo: Alexandros Katsis/Fosphotos
 Ο Ξένιος Ζευς βγήκε παγανιά, το είπαν οι ειδήσεις. Ψάχνει να βρει παράνομους μετανάστες, να δείξει πόσο φιλόξενος είναι, τι άλλο; Ακόμα δεν συνήθισα τον ευφημισμό του, κάποια ευαίσθητη αρχαιολάτρης μέσα μου, μια έφηβη που διάβαζε, ένα παιδί που πίστευε αντάμα στην Αθηνά, στον Άγιο Βασίλη, στον Ποσειδών και στο Χριστούλη, στριφογυρίζει ενοχλημένη και μουδιάζει τη σκέψη μου.
Αν είναι εκεί έξω ο Ζευς, εγώ καλύτερα να μείνω μέσα. Να μην ξανασυναντηθούμε σε τέτοια κατάσταση, δεν υπάρχει λόγος. Έχουμε περάσει και καλύτερες μέρες μαζί.
Καλύτερα να κάνω μια δουλίτσα ανώδυνη, καθημερινή, να βεβαιωθώ ότι λειτουργώ κανονικά, να βγάλω κι εγώ παγανιά την κανονικότητα. Να ποτίσω, ας πούμε, τις γλάστρες. Έχουν φουντώσει από τη ζέστη, τώρα μόλις αρχίζουν να κιτρινίζουν τα φύλλα του αμπέλωπα. Ή μήπως είναι θηλυκό, η αμπέλωψ της αμπέλωψης; Να κοιτάξω λεξικό. Να βάλω το Γκουγκλ. Τόσα πράγματα μπορεί κανείς να κάνει χωρίς να τον αντιληφθεί ο Ζευς, ξένιος ή άλλος. Δεν είναι κανένας θεός που τα πανθ’ ορά. Τίποτε δεν ορά, φασαρία κάνει μόνο.
Την άνοιξη που πέρασε, όποτε άκουγα για την επιχείρηση αυτή της Αστυνομίας, φοβόμουν για την Αφγανή μου φίλη και τα παιδάκια της. Ερχόταν κάθε Τετάρτη για μάθημα ελληνικών, από την Ομόνοια που έμεναν, η μαμά κι οι τρεις κόρες της. Οι δυο μεγάλες ήταν δίδυμες, εννιά χρονών, ολόιδιες. Τις έντυνε ίδια, έμοιαζαν και τα ονόματα, αδύνατον να τις ξεχωρίσω. Ο μόνος τρόπος ήταν να γράφουν. Είχαν διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα, διαφορετικό τετράδιο, η κάθε μια αποτύπωνε εκεί τη δική της προσωπικότητα. Ας παραδεχτώ ότι αυτός ο παλιοκαιρίσιος τρόπος να διδάσκω γραφή και ανάγνωση, με μπόλικη αντιγραφή και επαναλήψεις, μου θύμιζε τα παιδικά μου χρόνια περισσότερο από τον τρόπο που είχαν μάθει τα δικά μου παιδιά γράμματα, ο οποίος ήταν πιο μοντέρνος, λιγότερο χειροποίητος, ας πούμε. Γράφανε αυτά τα
κοριτσάκια με την ψυχή τους, ακούραστα, αδιαμαρτύρητα, σελίδες επί σελίδων στρογγυλά γραμματάκια, με μια προθυμία που με άφηνε κατάπληκτη κάθε φορά.
Κάποια στιγμή η μια δίδυμη έπαψε να έρχεται. Τι έγινε; ρώτησα τη μαμά της, που μάθαινε κι αυτή μαζί με τα παιδιά. Έφυγε, μου είπε. Σουηδία. Και βούρκωσαν τα μάτια της. Δεν μπορούσα να ρωτήσω λεπτομέρειες, αλλά κατάλαβα ότι αφού έφυγε το ένα παιδί, θα έφευγαν όλοι. Θα στείλανε το ένα δίδυμο μήπως ο χωρισμός ήταν πιο απλός επειδή έμενε το άλλο ίδιο παιδί. Η καρδούλα της το ήξερε, της μάνας.
Ερχόταν κι ένα πιτσιρίκι μαζί τους, ένα λεπτεπιλεπτο πεντάχρονο κοριτσάκι που άλλαζε δόντια και μου τα έδειχνε κάθε φορά. Της είχα πάρει ένα βιβλίο ζωγραφικής να χρωματίζει. Μόλις το γέμισε, μου το έφεραν πίσω, δεν το έπαιρναν με τίποτε. Δεν ήθελαν κανένα δώρο ποτέ, κανένα κέρασμα. Μια φορά που έφυγε η μαμά για δουλειές λίγη ώρα, βρήκα ευκαιρία και μπούκωσα τα παιδιά κουλούρια και φρούτα, με πρόσχημα να μάθουμε πώς λέγονταν τα φαγητά.
Έφυγαν λοιπόν όλες το καλοκαίρι για τη Σουηδία. Καλή τους ώρα, μακάρι να ησυχάσουν πια οι άνθρωποι. Εννιά χρόνια είχαν περάσει σε στρατόπεδο προσφύγων στο Ιράν. Τι ζωή κάνουν, τι βάσανα τραβήξανε, και πώς διατηρούσαν με τέτοιες συνθήκες την αξιοπρέπεια τους… Ασύλληπτα πράγματα.
«Μένω στην Ομόνοια», είχε μάθει να λέει η μικρούλα και δεν χρειάστηκε, ευτυχώς, ποτέ να της εξηγήσω τι θα σκέφτονταν οι Έλληνες, που την έβλεπαν έτσι γλυκούλα και καλοβαλμένη, αν την άκουγαν να το λέει αυτό.
Το μόνο που κράτησαν είναι ένα βιβλιαράκι της Παυλίνας Παμπούδη, «Η μπλε ιστορία». Ευτυχώς δεν θα χρειαστεί ποτέ να τους εξηγήσω τους μπλε ελληνικούς συνειρμούς. Θα μάθουν τους σουηδικούς κατευθείαν, έχουν κι οι Σουηδοί γαλάζια σημαία. Το βιβλιαράκι θα μείνει αθώο μπλε.
Ίσως ξεχάσουν τα ελληνικά τελείως. Ή μπορεί να θυμούνται να διαβάζουν τους πρώτους στίχους της Μπλε ιστορίας:

Ήταν μια ωραία μέρα
Κι όλοι λέγαν καλημέρα
Ήταν μπλε ο ουρανός
Μπλε γαλάζιος γαλανός
Είχε ήλιο κι αρκετούς
Μπλε ριγέ χαρταετούς