Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Οι κουκλοπαντρειές


- άλλο ένα αθηναϊκό διήγημα του μεγάλου Σκιαθίτη  (1903)
Από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου με κάποιον επιπλέον εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

Έλλη Βασιλάκη


Οι κουκλοπαντρειές


   Μέσα εις το βάθος, εκατοικούσε η κυρά-Ζαφείραινα με την κόρην της, την Ευγενικούλαν. Δεν ήτον σπιτονοικοκυρά, ούτε καν σωστή υπενοικιάστρια, μόνον εντολήν είχε να επιστατεί όλην την μάνδραν, να εισπράττει τα ενοίκια από τας πέντε ή έξ χαμογείους τρώγλας, τας αραδιασμένας κατά μήκος της αυλής, και είχε το προνόμιον να κατοικεί αυτή εις την σχετικώς καλυτέραν κάμαραν, και να πληρώσει ευθηνότερον κάπως ενοίκιον.
   Τα άλλα χαμόγεια κατείχον τελευταία εργατικοί άνδρες, χωρίς οικογενείας, κατά το μάλλον και ήττον φιλήσυχοι. Μόνον εις το δεύτερον δωμάτιον από της εισόδου της αυλής εκατοικούσε μία ζωντοχήρα χωρισμένη από τον άνδρα της, η Πολυτίμη, όπως εκαλείτο.
   Αι σχέσεις μεταξύ της νοικάρισσας ταύτης και της Ζαφείραινας, της εκπληρούσης χρέη σπιτονοικοκυράς, δεν ήσαν πολύ ομαλαί, αν και η πρώτη είχε προσφέρει διαφόρους και πολυτίμους εκδουλεύσεις. Την είχε βοηθήσει
να διώξουν από την αυλήν δύο πρώην νοικάρισσες. Τούτων η μία, η νεαρά Μαργαρώ, κατέχουσα τον τέταρτον θάλαμον, της είχε φωνάξει πολλά της Ζαφείραινας και της κόρης της, εξ αφορμής οικογενειακών τινων ατυχημάτων.
   Τον περασμένον χρόνον, η Ζαφείραινα είχεν υπανδρεύσει την κόρην της μ’ ένα νέον, σχεδόν διά της βίας. Δίπλα των, εις το πλαγινόν δωμάτιον, είχον κατοικήσει επτά ή οκτώ λούστροι, εκ των οποίων ο πλέον μεγαλόσωμος, ο αρχηγός της εταιρείας και ο πλέον τεμπέλης, έβαζεν όλους τους άλλους (εκ των οποίων οι δύο ήσαν αδέρφια του, και οι άλλοι χωριανοί του) να δουλεύουν αντί του εαυτού του, και τους έπαιρνε τα λεπτά. Ούτος ήτο τολμηρός, προσέτι δε χορευτής και τραγουδιστής, και ηγάπα την ραστώνην. Εις ολίγον καιρόν, φαίνεται ότι είχεν αγαπηθεί με την κόρην, την Ευγενικούλαν.
   Μετ’ ολίγον καιρόν η Ζαφείραινα εβίαζε τον Γιαγκίνην (τοιούτον παρατσούκλι τού είχαν δώσει οι άλλοι) να στεφανωθεί με την κόρην της. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, τα είχε καλά και με τις τρεις νοικάρισσες, επειδή ήτον Σεπτέμβριος, και μόλις είχον καταλάβει και οι τρεις τα δωμάτια, είχον δε προπληρώσει τα ενοίκια. Της έφυγε ένας λόγος, ή μάλλον, έρριψ’ ένα λόγον παρουσία μιας τούτων, ότι η κόρη της δεν ήτον «κατά πώς πρέπει», επειδή τα είχε μπλέξει κακά με τον Γιαγκίνην. Η ακούσασα την επίστωσε και με το παραπάνω μάλιστα, έσπευσε δε να διηγηθεί και εις τας άλλας δύο το τι άκουσε, και μετ’ ολίγας ώρας όλη η γειτονιά, έξω της αυλής και αντικρύ και πέριξ, εγνώριζαν ότι η Ευγενικούλα δεν ήτον «κατά πώς πρέπει».
   Έβαλαν μίαν μαμμήν να εξετάσει την κόρην, κι εκείνη επιστοποίησε το πράγμα. Ο Γιαγκίνης ισχυρίζετο τουναντίον, ότι η κόρη ήτον άθικτος και ηπείλει να καταγγείλει την ψευτομαμμήν. Ύστερ’ από ολίγον καιρόν, τη βοηθεία ενός προθύμου φίλου, και με την επέμβασιν ενός ισχυρού βουλευτού, κατόπιν πολλών απειλών και υποσχέσεων, το ανδρόγυνον εστεφανώθη, καθώς ανήγγειλε τουλάχιστον η Ζαφείραινα, πλην όχι εν τη οικία· αλλού, εις μέρος άγνωστον.
   Την επιούσαν του γάμου, η Ζαφείραινα εκαλημέρισε τις τρεις νοικάρισσες, εδέχθη τα συγχαρητήριά των, τας εφίλευσε κουφέτα, είτα με τρόπον μυστηριώδη ταις είπε:
-         Κορίτσ’ ήταν η βρώμα!
   Την φοράν ταύτην οι τρεις νοικάρισσες επίστευσαν ακριβώς το εναντίον τού ό,τι έλεγεν η Ζαφείραινα.

* * *

   Η Ευγενικούλα είχε κατοικήσει χωριστά, με τον άνδρα της, αλλού, και είχε κουβαλήσει μαζί της όλα τα έπιπλα της μητρός της. Αμέσως ήρχισε να παραπονείται. Ο Γιαγκίνης δεν είχε πλέον εις την διάθεσίν του τους πέντε ή έξ λούστρους, να δουλεύουν διά λογαριασμόν του. Εκείνοι είχον αποσκιρτήσει και είχον χειραφετηθεί. Ο Γιαγκίνης δεν αγαπούσε να δουλεύει. Ήτον γανωτής, αλλά δεν εγάνωνε. Εδοκίμαζε να κατασκευάσει κρυφά τρακατρούκες, διά να βγάλει στραβά λεπτά, αλλά τον εκυνηγούσε η αστυνομία. Μόνον τον λούστρον ημπορούσε να κάμνει ανάμεσα, επειδή αυτή η εργασία τού εφαίνετο πλέον αναπαυτική.
   Άφηνε την γυναίκα του νηστικήν. Την άφηνε σβηστήν. Αργούσε το βράδυ στα καπηλειά και την άφηνεν επί ώρας μοναχήν της. Αυτή ήτον τεσσάρων μηνών έγκυος και λιγουρούσε η καρδιά της. Η μάννα της, βαρυνθείσα ν’ ακούει τα παράπονά της, την εβλασφήμησε πολλές φορές, την εφασκέλωσεν, αυτήν και τον άνδρα της, και την προκοπήν της, της έρριπτεν όλα τα άδικα, ότι αυτή και μόνη πταίει, και τέλος απεφάσισε μίαν εσπέραν, χωρίς μήτε είδησιν να δώσει εις τον σύζυγον, και την εκουβάλησεν, αυτήν και όλα τα έπιπλα μαζί, και πάλιν πλησίον της, διά να την «ξεγεννήσει».
   Ο Γιαγκίνης έδειξεν ότι του εκακοφάνη αλλ’ ενδομύχως ησθάνθη μεγάλην ανακούφισιν. Έκαμε μίαν οργίλην επίσκεψιν και μίαν πικραμένην διαμαρτύρησιν εις της πεθεράς του, και την παρεκάλει να επιτρέψει να πάρει την γυναίκα του πίσω. Είναι αυτός ικανός να την ζήσει και είναι ικανός να την ξεγεννήσει. Ας αφήσει στην μητέρα της όλα τα μόμπιλα, μόνον την ραπτομηχανήν της να πάρει και ας έλθει!
   Κατ’ εκείνην την εποχήν άρχισε μεγάλη φαγούρα εντός της αυλής, μεταξύ της νοικάρισσας του τρίτου δωματίου, της Μαργαρώς και της Ζαφείραινας με την κόρη της. Η Ζαφείραινα, ως φρόνιμη, είχε κάμει αυστηράς παρατηρήσεις εις την Μαργαρώ. Αυτή είχε, φαίνεται, έναν άνδρα, ο οποίος κατ’ αρχάς δεν είχε παρουσιασθεί, ύστερον ήλθε και εκοιμήθη βραδυές εις το δωμάτιον της νεαράς γυναικός και σιγά-σιγά εγκατεστάθη. «Ο μουσαφίρης μάς έγινε νοικοκύρης», καθώς έλεγεν η Ζαφείραινα.
   Αμυνομένη η Μαργαρώ ήρχισε να ονειδίζει την χήραν και την κόρην της. Μήπως αυτές ήσαν καλύτερες τάχα; Ή θα μας πει πως πάντρεψε τάχα την κόρην της μ’ έναν λούστρο, εκεί, και στους τρεις μήνες την επήρε πάλι πίσω; Θεός ξέρει αν είναι με στεφάνι. Ή πως αγόρασε τάχα μίαν στεφανοθήκην κι έβαλεν επιδεικτικώς τα στέφανα σιμά στα εικονίσματα! Και τι κουκλοπαντρειές είναι αυτές!...κλπ.
   Η Ζαφείραινα εξεμάνη εναντίον της ξένης. Αυτή να έχει στόμα, να πει κακόν για την κόρην της!... Πρέπει να πλύνει πρώτα το στόμα της, για ν’ αναφέρει τ’ όνομά της. Ακούς εκεί! μια τέτοια, μια πολύπαθη και πολυτεχνίτισσα, μια πομπιωμένη, να έχει τόλμη να βγάζει τρεις πιθαμές γλώσσα, να λέγει κιόλα για το κορίτσι το δικό της, που είναι σαν το κρύο νερό, είναι και φαίνεται!...
   Μίαν νύχτα, επειδή έλειπεν αργά η Μαργαρώ, η Ζαφείραινα εμανδάλωσε καλά την αυλόπορταν, έβαλε τον σύρτην, και την έκλεισεν απ’ έξω. Βαθιά, κοντά τα μεσάνυχτα, έφτασεν η Μαργαρώ, μαζί με τον δικόν της, και αφού έκρουσε ματαίως την εξώπορταν, ο καβαλιέρος της ανερριχήθη επάνω εις τον θριγκόν, εις την στέγην της αυλόπορτας, επήδησε μέσα εις την αυλήν, εξεκλείδωσε την πόρταν και η Μαργαρώ εισήλθεν.
   Άκουσαν οι δύο άλλες νοικάρισσες τον θόρυβον και τον δούπον. Τον ήκουσε και η Ζαφείραινα, η οποία εσηκώθη κι εσκέπτετο να υπάγει να φωνάξει την αστυνομίαν. Αλλ’ η κόρη της την απέτρεψε, μη τυχόν και γίνει προσβολή στο σπίτι τους. Εν τω μεταξύ το ζεύγος είχε κλειδωθεί μέσα εις το δωμάτιον.
   Οι άλλες δύο νοικάρισσες ήρχισαν να πνέουν πυρ και μανίαν εναντίον της Μαργαρώς· έγιναν «το ένα τους» με την Ζαφείραιναν και απήτουν μεγαλοφώνως να φύγει η έκφυλος γυνή από την αυλήν. Αυτό ήτον δα κακόν παράδειγμα! Ήτον εναντίον εις τα χρηστά ήθη.
   Ακούτε σεις! να έλθει μαζί με τον λεγάμενον, τον «καύκον» της, μεσάνυχτα, να καβαλικεύσει εκείνος επάνω στο ντουβάρι και να πηδήσει μέσα ως ληστής, να παραβιάσει την θύραν! Και πού είμαστ’ εδώ!...
-         Να του έκαμε τάχα πλάτη αυτή, κι ανέβη εκείνος επάνω; Πώς μπόρεσε κι έφτασε τόσο ψηλά, στον καβαλάρη του τοίχου;… Να γκρεμοτσακιστεί γρήγορα να φύγει απ’ εδώ αυτή κι ο καύκος της!

* * *

   Η Ομοσπονδία της αυλής ταχέως εθριάμβευσε. Το τελεσιουργότερον όλων των μέσων υπήρξεν η απειλή περί καταγγελίας εις την αστυνομίαν και περί πιθανής παραπομπής εις τα οικήματα, τα πέραν του Αεριόφωτος. Την άλλην ημέραν, η Μαργαρώ, εμάζεψε τα ρούχα της κι εκουβαλήθη.
   Έμενον τώρα η Πολυτίμη, κι η Λισάβω, η άλλη νοικάρισσα. Η τελευταία αύτη, άρχισε την άλλην ημέραν να τρώγεται με την Ζαφείραιναν. Φαίνεται ότι είχε κι αυτή, η Λισάβω, «έναν άνθρωπον», αν και κατά το φαινόμενον ήτον χήρα. Είχε κι ένα κορίτσι τεσσάρων ετών, την Ελπινίκην. Η Ζαφείραινα της έκαμε πικράς παρατηρήσεις σχετικώς με τον «έναν άνθρωπον». Τότε της έψαλε κι εκείνη τα ίδια, τα οποία της είχε κελαδήσει κι η πρώην νοικάρισσα, η Μαργαρώ, κι ακόμη περισσότερα. Εις δύο ή τρεις ημέρας, τόσον μίσος και κακία άναψεν εκεί μέσα, ώστε μεταξύ των δύο οικογενειών, οι μόνοι που έσωζον ακόμη λείψανα της παλαιάς φιλίας, ήσαν η Ελπινίκη, το τετραετές θυγάτριον της Λισάβως, κι η σκύλα της Ευγενικούλας, η Βαβίτσα.
   Η άλλη νοικάρισσα, η Πολυτίμη, έλαβε το μέρος της Ζαφείραινας. Της ετράβα το σχοινί της, καθώς είπεν η Λισάβω. Βέβαια! τέτοιες συμφωνούν πάντα, έλεγεν. Η Πολυτίμη εξεστράτευσε κατά της Λισάβως. Ήρχισε τριήμερος, ατέλειωτος καυγάς μεταξύ των δύο γυναικών. Η Πολυτίμη ανέλαβε μέρος πρωταγωνιστρίας. Η Ζαφείραινα αμέσως περιήλθεν εις δευτερεύον πρόσωπον κι έχαιρε μέσα της ν’ ακούει τας άλλας να υβρίζονται με όλον το γυναικείον λεξιλόγιον.
   Κοντολογής, η εκστρατεία απέληξεν εις αποπομπήν της πρώτης νοικάρισσας, της Λισάβως. Η Ζαφείραινα και η Πολυτίμη έκαμαν παράπονα εις τον σπιτονοικοκύρην, ότι δεν μπορούσαν πλέον να υποφέρουν την γλώσσαν της. Εκείνος της εχάρισε δυόμισυ νοίκια καθυστερούμενα και της είπε να φύγει. Αύτη έφυγε και δεν είπεν «ευχαριστώ».

* * *

   Τα δύο κενωθέντα δωμάτια ενοικιάσθησαν εις εργατικούς, «εργένηδες» ανθρώπους. Έμειναν τώρα αντιμέτωποι, αι δύο Ζαφείραιναι, μάννα και κόρη, αφ’ ενός, και η Πολυτίμη αφ’ ετέρου, ολομόναχη ακόμη κατά το φαινόμενον. Ήτον ζωντοχήρα. Είχε χωρίσει με τον άνδρα της, καθώς έλεγεν, όχι εδώ, εις την Πόλιν, όπου διέμενε πρότερον. Είχε λάβει και διαζύγιον, καθώς εβεβαίου, από τα Πατριαρχεία. Παιδιά δεν είχε κάμει. «Είδε ο Θεός την αδικία!» ανέκραζεν, αίρουσα προς τα άνω τους οφθαλμούς.
   Εξενοδούλευεν, έπλεκεν, έρραπτε κι εζούσε. Είχε κάμει επ’ ολίγους μήνας, πλησίον οικογενείας εν Αθήναις, ως υπηρέτρια ή μαγείρισσα. Δύο ή τρεις φορές είχε παρουσιασθεί στην κάμαρά της ένας νεαρώτατος ξανθός, με λεπτόν μύστακα. Αυτή είπεν ότι ήτον πατριώτης της , σχεδόν αδελφός της, ο «Βασιλάκης της», με τον οποίον είχε συναναστραφεί. Ήτον νέα, κοντή, μελαχροινή, με πρόσωπον «αγορίσιο» όμοιον με αγενείου νεανίσκου.
   Μία των ημερών ήλθεν είς συγγενής, θείος του πρώην συζύγου, και της έκαμεν καυγάν. Απαιτούσε να του δώσει ένα εικόνισμα που είχε, του ανδρός της, τον Ευαγγελισμόν. Αυτή ωμολογούσεν ότι ήτο του ανδρός της, αλλ’ εις το πείσμα του, δεν ήθελε να το δώσει.
   Την άλλην ημέραν ήλθεν ο πρώην σύζυγος, εστάθη εις την αυλόπορταν, σιμά εις τον παραστάτην, και της έψαλε τα εξ αμάξης. Την ωνείδισε σκληρώς, ότι συζεί με τον Βασίλην της παρανόμως, και χωρίς να έχει διαζύγιον, παρεξετράπη, κι εφώναξεν ότι όλοι μέσα στην αυλήν είναι «τέτοιοι», αφού τ’ ανέχονται «αυτά»…
   Της Ζαφείραινας της εκακοφάνη πολύ. Όχι, αυτή δεν είναι «τέτοια». Ήρχισε να επιπλήττει την Πολυτίμην. Αυτή αλλοιώς την ενόμιζε. Είναι σωστό, το λοιπόν, ότι τον Βασίλην δεν τον έχει εξάδελφον, αλλ’ αγαπητικόν;…Και την παρακαλεί πολύ να πληρώσει τα δύο νοίκια που χρεωστεί· γιατί την πιέζει κι αυτήν ο σπιτονοικοκύρης… και να πάει στο καλό, να εύρει αλλού δωμάτιον. Ο σπιτονοικοκύρης μάλιστα είναι άρρωστος, και της είπε τόσα λόγια, οπού δεν φροντίζει να μαζεύει τα νοίκια, γιατί κι αυτός μπορεί να έχει ανάγκη.
   Εις απάντησιν, η Πολυτίμη της εφώναξεν, ότι, αν ο σπιτονοκοκύρης είναι άρρωστος, αυτή, αν πεθάνει, θα χορέψει από την χαράν της. Όχι πως έχουν κάτι παλιοκοτέτσια εκεί, που δεν είναι χειρότερ’ από αχούρια, και σε βρίσκουν στην ανάγκη και σε πνίγουν και σου ζητούν δεκατρείς και δεκαπέντε δραχμές νοίκι! Πού το ηύραν γραμμένο; Μ’ αυτά και μ’ αυτά πλουτούν αυτοί, με του φτωχού τον ιδρώτα, οι αιματοφάγοι. Και τι κόσμος είναι αυτός, στην Αθήνα… Κρίμα στ’ όνομα που έχει! Στην Πόλι, που είναι Τούρκοι, και πάλι σε πονούν και σε βοηθούν καλύτερα. Εκεί σε πονούν και σε συμπονούν οι Τούρκοι… κι εδώ ξεπονούν οι Χριστιανοί, σε γδύνουν.
  Κι επί τέλους αυτή δεν έχει λεπτά να πληρώσει. Την βλέπει η κυρά Ζαφείραινα πως ξενοδουλεύει και ζει. Ας της κατεβάσουν τουλάχιστον το νοίκι!... Όσο για τον Βασιλάκη, είναι ψέματα. Αυτή έχει αθώαν φιλίαν μαζί του… και πάλι ό,τι μπορεί θα κάμει, να!... ένας άνθρωπος… Από πού να πληρώσει τόσο νοίκι; Και τι να φάει; Με μια δραχμή την ημέρα, που μπορεί μια να βγάλει με το εργόχειρο… όταν έχει δουλειά · αλλά τον περισσότερο καιρό δεν έχει… Αυτοί ας όψονται! Τους βγάζουν την ψυχή ανάποδα, κι ύστερα αγανακτούν τάχα, γιατί δεν τους βλέπουν να κάνουν φρόνιμα!... Αυτοί τις σπρώχνουν να γίνονται άτιμες!... Κι ας το ξέρει η κυρά Ζαφείραινα… Αν τύχει και πεθάνει ο σπιτονοικοκύρης, κακό δεν του θέλει τ’ ανθρώπου, αλλά θα βγει έξω στην αυλή να χορέψει!... Ο γαρ θάνατός σου, ζωή μου!
   Το είπε και το έκαμε. Μετ’ ολίγας ημέρας απέθανεν ο ιδιοκτήτης, η δε Πολυτίμη, ως το έμαθεν, εξήλθεν εις την αυλήν, επιάσθη από την μίαν χείρα μ’ ένα κοράσιον οκτώ ετών, γειτονοπούλαν, και ήρχισε να χορεύει τον τσάμικον.
   Ο χορός εκείνος της βγήκε ξινός. Την νύκτα, βαθιά τα μεσάνυκτα, η Πολυτίμη εξύπνησεν όλους τους ενοίκους και όλους τους γείτονας, τους έξω της αυλής, με τας φωνάς της τας αγρίας. Την είχαν πιάσει υστερισμοί.
   Ο Βασιλάκης, ελθών πολύ αργά και οινοβαρής, ως φαίνεται, της είχε κάμει σκηνήν ζηλοτυπίας. Είχε μάθει ότι η νεαρά γυνή εσύχναζεν ακόμη εις την οικίαν εκείνην, όπου είχε διατελέσει επί μίαν σελήνην μαγείρισσα και όπου υπήρχον και δύο νέοι άγαμοι, υιοί της οικογενείας. Ο Βασίλης λοιπόν εζήλευε φοβερά και ήρχισε να βασανίζει και να δέρνει την πτωχήν. Τόσον εξήφθη εκείνη και τόσον τραγικά εφώναζεν, εν μέρει, ως φαίνεται, πονούσα πράγματι, εν μέρει παίζουσα κωμωδίαν, ώστε εξάφνισεν όλους τους γείτονας επάνω εις τον πρώτον ύπνον των.
   Εις μίαν γωνίαν της αυλής, πλησιέστερα εις το βάθος, υπήρχεν ένα πηγάδι, το οποίον θα είχε ως δύο σπιθαμάς νερό, κιτρινωπόν και όζον και ήτο σκεπασμένον με σανίδινον καπάκι. Η Πολυτίμη τραβούσε τα μαλλιά της, κοπτόμενη, σχίζουσα τα μάγουλά της και φωνάζουσα αγρίως, έτρεξε προς το μέρος του πηγαδιού, εσήκωσε το καπάκι και εφώναζεν ότι… τώρα θα πέσει να πνιγεί.
-         Να, θα πέσω, έπεσα! Να όψεσαι, Βασιλάκη! μ’ επήρες στο λαιμό σου. Να! πέφτω στο πηγάδι!...
   Ευτυχώς, μία γειτόνισσα, της οποίας ο οικίσκος ήταν σύρριζα έξω από τη αυλόπορταν, ήκουσεν τον θόρυβον, κι επειδή η αυλόπορτα ήτον ανοικτή –την άφηνε πάντοτε ανοικτήν η Πολυτίμη, διά να έρχεται ο Βασίλης ό,τι ώραν ήθελε, και μάλιστα εσχάτως είχε γίνει άφαντον το πλάγιον μάνταλον της θύρας, και η Ζαφείραινα είχεν εκφράσει παράπονον διά τούτο –ημπόρεσε να τρέξει μέσα κι εκράτησεν από τους δύο βραχίονας την Πολυτίμην και την εμπόδισε να κάμει κακόν. Όσον διά τον Βασιλάκην, ούτος είχε μείνει εις το δωμάτιον, είχε μισανόξει το παράθυρον κι εκοίταζε περιέργως να ιδεί, αν η Πολυτίμη θα έπιπτε πράγματι στο πηγάδι.

* * *

   Η Ζαφείραινα και η κόρη της δεν εφάνησαν. Ηκούοντο πεπνιγμένοι γέλωτες από το δωμάτιόν των, αλλά δεν ηνοίχθη η θύρα των. Την άλλην ημέραν ειρήνη έγινε μεταξύ του ζεύγους και αι διαχύσεις επανήλθον, όπως επανέρχονται μετά τα πείσματα και τας έριδας.
   Μόνον, άλλο τι συνέβη. Ο πρώην σύζυγος είχεν υπάγει εις την αστυνομίαν και εκλαύθη ότι η σύζυγός του, χωρίς να έχει διαζύγιον, συνέζη παρανόμως μ’ έναν Βασιλάκην. Ο αστυνόμος, σύμφωνα με τους γραπτούς και τους αγράφους κανονισμούς, εκάλεσε την Πολυτίμην εις το τμήμα και την εξήτασεν. Εκείνη διηγήθη ό,τι ήθελεν. Είπεν ότι το εικόνισμα που της ζητεί ο θείος του ανδρός της, δεν το δίδει, και την στεφανοθήκην την έχει υπό το εικόνισμα και το στέφανό της το τιμά και ότι με τον Βασιλάκην, συγγενή της, έχει αθώαν φιλίαν.
-         Γιατί, τότε, δεν θέλεις να πας με τον άντρα σου; ηρώτησεν ο αστυνόμος.
-         Εγώ!... ανέκραξεν εν βαθεία εκπλήξει η Πολυτίμη. Εγώ τον άντρα μου τον θέλω, κι ας με πάρει…
   Ο αστυνόμος εστράφη προς τον άνδρα.
-         Και συ, του λέγει, την θέλεις την γυναίκα σου;
-         Εγώ!... ανέκραξε μετ’ αποστροφής εκείνος· όχι! ποτέ στον κόσμο! μήτε ζωγραφιστή!...
-         Τι παράπονα έχεις τότε; συνεπέρανεν απορρηματικώς  ο αστυνόμος.
   Την ιδίαν εσπέραν, η Πολυτίμη διηγείτο θριαμβεύουσα εις την γειτόνισσαν, εκείνην που είχε τρέξει να τη γλυτώσει, να μη πνιγεί, το κόλπο τούτο.
-         Είπα κι εγώ, μπράβο! τόνε θέλω τον άντρα μου, ακούς εκεί!... Πώς λες; καλά τα καταφέρνω;
-         Όχι, καλύτερα· μπράβο σου! απήντησε μετά θαυμασμού η γειτόνισσα.
-         Α! τι βλάκες που είν’ οι άντροι!
   Ένεκα των διαφόρων τούτων περιστάσεων και του θανάτου του ιδιοκτήτου, αι έριδες μεταξύ της Πολυτίμης και της Ζαφείραινας είχον κοπάσει δι’ ολίγας ημέρας. Αλλά την επιούσαν της ημέρας καθ’ ην είχε κληθεί εις την αστυνομίαν η νεαρά γυνή, η Ζαφείραινα της εζήτησε πάλιν, εξ ονόματος της χήρας και των τέκνων της, τα καθυστερούμενα ενοίκια και της υπέμνησεν ότι ώφειλε το ταχύτερον να εύρει οίκημα να μετακομισθεί.
   Η Πολυτίμη είπεν ότι θα δώσει τα ενοίκια, όταν ευκολυνθεί, και θα φύγει από το δωμάτιον, όταν μπορέσει. Η Ζαφείραινα απήντησεν ότι τα ενοίκια θα τα πληρώσει και θα πει κι ένα τραγούδι και από το δωμάτιον θα φύγει και θα πηδήσει, καθώς επήδησε κι εχόρεψε την ημέραν που είχεν αποθάνει ο σπιτονοικοκύρης… Κι αυτό μόνον το άσκημο φέρσιμο, να μάθουν οι κληρονόμοι, αυτό αρκεί διά να τους κάμει να της τα πετάξουν έξω τα ρούχα της.
   Τέλος, ο αγών εσκληρύνθη και η πάλη εδηλητηριάσθη. Από την ημέραν εκείνην εγίνοντο τακτικά, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, οι καυγάδες μεταξύ των δύο γυναικών. Η Πολυτίμη της έψαλλε της Ζαφείραινας όλα όσα της είχαν ψάλει αι δύο άλλαι νοικάρισσες, κι άλλα τόσα, και πολύ περισσότερα. Δεν τας ωνόμαζε πλέον Ζαφείραινες αλλά Γιαγκίναινες από το όνομα του γαμβρού. Αυτό ήρκει διά να κάμει την γραίαν να σκυλιάσει.
   Μίαν ημέραν, η Ζαφείραινα είχε ξυπνήσει πολύ άσχημα κι άρχισε λίαν πρωί, πριν ανατείλει ακόμη ο ήλιος, ατελείωτον καυγάν.
   Η βρωμούσα! η μπαλαρίνα! η λεγάμενη! Που είναι βγαλμένο το νάμι της, εδώ και στην Πόλη! Θαρρεί πως είναι τα μούτρα της!... Κι έχει στόμα να πει για το κορίτσι το δικό μου!... Αυτή κι ο Βασιλάκης της! που έβγαλε την πεντούγια από την πόρτα, για να έρχεται την νύχτα ο καύκος της!... Που την εκουβάλησε στην αστυνομία ο άνδρας της!...
Και της έκαμε ο καύκος της μια σκηνή, κι έβαλε τις φωνές σα δαιμονισμένη! Κι είχε βγάλει την πεντούγια απ’ την αυλόπορτα, για να’ ρχετ’ ελεύθερα νύχτα και σκοτάδι, ο πώς-τόνε-λένε, ο ξάδελφός της! Γιατί, μωρή, την έβγαλες την πεντούγια;
   Κάθε ήμισυ λεπτόν επανήρχετο εις τον μονόλογον η «πεντούγια» ή το μακρόν μάνδαλον της αυλόθυρας, και κάθε πέντε δευτερόλεπτα εγίνετο λόγος «διά το πηγάδι».
-         Κι έκαμε πως ήθελε τάχα να πνιγεί… Κι εσήκωσε τη γειτονιά στο ποδάρι, να φωνάζει, στις δυο από τα μεσάνυχτα, σαν τρελλή, σαν δαιμονισμένη… Που ήξερε να βγάλει την πεντούγια από την πόρτα, για νάρχεται ο λεγάμενος… Και της έκαμε το ζηλιάρη, κι αυτή έκανε πως ήθελε να πέσει στο πηγάδι, να πνιγεί. Γιατί, μωρή μπαλαρίνα, σαν ήθελες να πνιγείς, δεν πνιγόσουνα; Να, έλα, το κάνω χαλάλι το πηγάδι, κι ας βρωμήσει… Έλα τσακίσου, πέσε, να πνιγείς! Έλα, να! βγάζω και το καπάκι… το κάνω χαλάλι το πηγάδι… Έλα, πέσε να πνιγείς!
   Και άμα λέγουσα, αφήρεσε πράγματι το κάλυμμα του πηγαδιού και διά χειρονομιών εκάλει την Πολυτίμην να έλθει να πέσει μέσα.
-         Έλα! το κάνω χαλάλι, σου λέω!
-         Το κάνεις χαλάλι, απήντησε μόνον η Πολυτίμη, γιατί δεν είναι δικό σου· είναι ξένο!..
   Και δεν είπε πολλά άλλα, όπως άλλοτε συνήθιζε. Την πρωίαν εκείνην εφαίνετο ως να είχε δέσει την γλώσσαν της. Ίσως επεφυλάσσετο να την τροχίσει κι αυτή την γλώσσαν της κατόπιν.
   Πλήν μάλλον φαίνεται ότι είχε λάβει ήδη την απόφασίν της, και διά τούτο δεν ωμίλει πλέον.
* * *

   Μετά δύο ημέρας η Πολυτίμη εξεκένωσε το δωμάτιον κι εκουβαλήθη αλλού, χωρίς να πληρώσει τα οφειλόμενα.
   Όταν η Ζαφείραινα έμεινε μόνη με την κόρην της, καθότι όλα τα άλλα δωμάτια εδόθησαν κατά προτίμησιν εις «μπεκιάρηδες», ήρχισε κακήν φαγούραν με την κόρην της την ιδίαν, ήτις ευρίσκετο εις το τελευταίον στάδιον της εγκυμοσύνης. Την ύβριζε, την έτρωγε, την εβασάνιζε. Έκαμνεν όπως μία άσχημη, ήτις θα επείθετο περί της ασχημίας της –θα έσπαζεν, ως λέγουν, τον καθρέπτην, διά να μη βλέπει το πρόσωπόν της.
   Την έδερνε, την εδάγκανε και την κατηράτο, να την θάψει. Όταν θα την έθαπτεν, επεφυλάσσετο να δέρνεται μόνη της.

 (1903)